Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

SEASON'S SONGS

Συνηθίζεται ,τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια ,κάθε καλλιτέχνης που σέβεται το όνομα που έχει δημιουργήσει στην πιάτσα, ικανοποιώντας παράλληλα την ανάγκη του για τη λεγόμενη ,"αρπαχτή", να κυκλοφορεί ένα χριστουγεννιάτικο δίσκο.
Εδώ λοιπόν από αυτή τη στήλη δημοσιεύσεων ,θα παρουσιάσω ένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε τότε που η τάση αυτή δεν ήταν ούτε μόδα , ούτε αναγκαιότητα.
Οι μουσικοκριτικοί το θεωρούν ανάμεσα στα κορυφαία ,αν όχι το κορυφαίο που έχει να επιδείξει η παγκόσμια δισκογραφία της ροκ μουσικής.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που το άλμπουμ του ιδίου συγκροτήματος ,το pet sounds φιγουράρει μέσα στα πενήντα καλύτερα όλων των εποχών.
Beach boys λοιπόν και καλή χρονιά !

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 3 Άλλα προσφυγικά ρεύματα

Ένας τίτλος που ωθεί το μαθητή να σκεφτεί απαξιωτικά για το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ενότητας.
Σκέφτεται ,"τι σημαίνει άλλα ;" .Μήπως ,άνευ σημασίας ;
Εδώ ακριβώς κρύβεται και μία πιθανή ερώτηση των πανελλαδικών ,εκεί ακριβώς που οι υποψήφιοι δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως τα πράγματα δεν είναι σημαντικά.
Πάμε στο προσφυγικό που προκαλεί η διαμάχη με τη Βουλγαρία λοιπόν.
Δείτε πως βλέπουν οι Βούλγαροι τη συνθήκη του Νειγύ.
Πριν 90 χρόνια, και συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου του 1919, στην κωμόπολη Νεϊγύ (Neuilly), προάστιο του Παρισιού, υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης που επίσημα έθεσε το τέλος της βουλγαρικής συμμετοχής στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η χώρα μας συμμετέχει στον πόλεμο με τον σκοπό να ενώσει όλα τα εδάφη με βουλγαρικό πληθυσμό. «Δυστυχώς ο βασιλιάς Φερδινάνδος και ο πρωθυπουργός Βασίλ Ραντοσλάβοφ είχαν συμμαχήσει με τη λάθος συμμαχία – τις Κεντρικές Δυνάμεις, λέει σε συνέντευξη για την Βουλγαρική Ραδιοφωνία ο ακαδημαϊκός Γκεόργκι Μάρκοφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορίας στην Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. Η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία προτείνουν στην Βουλγαρία άνευ όρων επιστροφή των εδαφών που η χώρα μας έχασε συνεπεία του Β’ Βαλκανικού Πολέμου το 1913, ενώ η Αντάντα, στο πρόσωπο της Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας προτείνουν μόνο ορισμένα εδάφη στην Μακεδονία και την Ανατολική Θράκη σε περίπτωση που η Βουλγαρία κηρύξει πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επί τρία χρόνια ο βουλγαρικός στρατός μάχεται σε τρία μέτωπα, γνωρίζει τεράστιες απώλειες, κερδίζει μάχες. Με την ήττα της Γερμανίας όμως στο Δυτικό μέτωπο και την συνθηκολόγηση που ακολούθησε, οι βουλγαρικές επιχειρήσεις στο Βαλκανικό μέτωπο πλέον χάνουν την σημασία τους».

Τι προβλέπουν οι ρήτρες της Συνθήκης του Νεϊγύ;
«Με τη συνθήκη αυτή, απαντάει ο ακαδημαϊκός Μάρκοφ, που από την βουλγαρική ιστοριογραφία έχει χαρακτηριστεί ως η δεύτερη εθνική καταστροφή, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την εκχώρηση υπέρ της Σερβίας, των περιοχών Τσάριμπροντ, Τιμόκ, Τριν και Μποσίλεγκραντ που ναι μεν ήταν μεθοριακές μικρές εδαφικές λωρίδες σε έκταση, πλην όμως σημαντικές από στρατηγική άποψη.
Υποχρεώθηκε επίσης την παραιτηθεί υπέρ των «Προεχουσών της ειρηνευτικής Διάσκεψης Δυνάμεων» όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης και με την υποχρέωση ν’ αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί αυτής. Η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την μετέπειτα παραχώρηση των εδαφών αυτών στην Ελλάδα με την Συνθήκη των Σεβρών ένα χρόνο μετά, και τον αποκλεισμό της βουλγαρικής εξόδου στο Αιγαίο πέλαγος. Με την συνθήκη επίσης τα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα επαναφέρονται στη γραμμή που όριζε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913). Δηλαδή η Βουλγαρία αναγκάστηκε να εκχωρήσει την Δοβρουτσά, τον σιταρότοπό μας, στη Ρουμανία. Στη χώρα μας επιβάλλονται επίσης σκληρές χρηματικές αποζημιώσεις στους συμμάχους ύψους 2.250.000.000 χρυσών φράγκων (ένα τεράστιο για την εποχή εκείνη και τις οικονομικές δυνατότητες της Βουλγαρίας ποσό). Οι στρατιωτικές ρήτρες της συνθήκης επιβάλλουν στη χώρα μας να περιορίσει το στρατό της σε 20.000 μόνο εθελοντές άνδρες και 13.000 για τα σώματα ασφαλείας. Η κατακραυγή για την ήττα και την επαίσχυντη για τους Βουλγάρους συνθήκη οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης (είχε προηγηθεί η παραίτηση του βασιλιά Φερδινάνδου υπέρ του γιου του Μπορίς) και στο ξέσπασμα κοινωνικών ταραχών. Και το βασικότερο, σβήνουν οι ελπίδες των προγόνων μας ότι μόνοι τους μπορούν να λύσουν το εθνικό τους ζήτημα».

Ποια περιθώρια είχε η χώρα μας για την υπεράσπιση των εθνικών της συμφερόντων σε σύγκριση με τα άλλα ηττημένα κράτη;
«Η πρώτη συνθήκη ειρήνης υπογράφεται με την Γερμανία και σε μεγάλο βαθμό χρησιμεύσει ως υπόδειγμα όλων των μεταγενέστερων συνθηκών με τα υπόλοιπα ηττημένα κράτη – Βουλγαρία, Αυστρία, Ουγγαρία, Τουρκία. Ο πρόεδρος της ειρηνευτικής Διάσκεψης του Παρισιού, Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσό, επιμένει ότι οι ηττημένοι πρέπει να πληρώσουν. Εννοεί όμως ότι οι ηττημένοι λαοί πρέπει να πληρώσουν τα σφάλματα των κυβερνήσεών τους. Οι σκληροί όροι που επιβλήθηκαν στη Γερμανία και τα άλλα ηττημένα κράτη είναι το βασικό λάθος της διάσκεψης, επειδή δεν τιμωρούνται οι κυβερνήτες που ενέπλεξαν τους λαούς στον πόλεμο, αλλά απεναντίας – τιμωρούνται οι απλοί πολίτες, ολόκληροι λαοί, που δεν έχουν την δυνατότητα να εκφράσουν ελεύθερα την γνώμη τους για τους όρους που τους επιβάλλουν».

Ήταν άραγε δυνατόν μέσα στη χώρα μας να διαμορφωθεί μια ενιαία πολιτική, που αφορά την συνθήκη και αν είχε το γεγονός αυτό κάποια σημασία στις διαπραγματεύσεις;
«Πρώτη φορά στην Βουλγαρία η καταστροφή οδήγησε τα πολιτικά κόμματα σε ευρύτατο συνασπισμό, στον οποίο συμμετέχουν δημοκράτες, ριζοσπάστες, σοσιαλιστές, εκπρόσωποι της Αγροτικής Λαϊκής Ένωσης και του Λαϊκού Κόμματος – δηλαδή τα βασικά κόμματα στην πολιτική μας σκηνή τότε, χωρίς βέβαια εκείνα που τάχθηκαν υπέρ της συμμαχίας με την Γερμανία, όπως λ.χ. το Φιλελεύθερο Κόμμα. Προσπαθούν να σώσουν ό,τι έχει απομείνει. Αρχικά πρωθυπουργός ήταν ο Τεόντορ Τεόντοροφ από το Λαϊκό Κόμμα ο οποίος στην ομιλία του στην ειρηνευτική διάσκεψη του Παρισιού έριξε τις ευθύνες στον τέως βασιλιά Φερδινάνδο και τον πρωθυπουργό του Βασίλ Ραντοσλάβοφ. Παράλληλα ο Φερδινάνδος ήδη εγκατέλειψε τη χώρα, ο Βασίλ Ραντοσλάβοφ τον ακολούθησε στην Γερμανία. Τα πρώην μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου συλλαμβάνονται και ο Τεόντοροφ υπόσχεται ότι θα καταδικαστούν, ως υπεύθυνοι για την συμμαχία της χώρας μας με την Γερμανία. Η φωνή του όμως δεν εισακούστηκε. Μετά τον Τεόντοροφ πρωθυπουργός εκλέγεται ο Αλεξάντερ Σταμπολίσκι ο οποίος κερδίζει τις εκλογές της 6ης Οκτωβρίου του 1919. Και ο Σταμπολίσκι που εφαρμόζει μια συνεπή πολιτική κατά της εμπλοκής της Βουλγαρίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και εξαιτίας της αδιάλλακτης στάσης του οδηγήθηκε στην φυλακή, έπρεπε να υπογράψει την Συνθήκη του Νεϊγύ, με την ελπίδα για μια ειρηνική επιθεώρηση των σκληρών ρητρών της συνθήκης».

Είναι αλήθεια ότι έσπασε την πέννα με την οποία υπέγραψε την συνθήκη;
«Είναι ένας θρύλος. Η αλήθεια είναι ότι ο γραμματέας της διάσκεψης τους προτείνει να κρατήσει την πέννα ως ενθύμιο της υπογραφής• ο Σταμπολίσκι όμως την πετάει ελαφριά στην άκρη, λέοντας: «Καλό ενθύμιο, δεν το χρειάζομαι, ευχαριστώ, κρατήστε την». Και έτσι εκφράζει την απογοήτευσή του για την υπογραφή της συνθήκης.

Ποιος είναι ο ρόλος της Συνθήκης του Νεϊγύ για την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων της Βουλγαρίας με τα γειτονικά κράτη;
«Δυστυχώς η Συνθήκη του Νεϊγύ επισφραγίζει τον λόγο ότι στα Βαλκάνια μυρίζει μπαρούτι. Την φήμη τους ότι αποτελούν βαρέλι με μπαρούτι τα Βαλκάνια απέκτησαν με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913). Έκτοτε στο διεθνές πολιτικό λεξιλόγιο υιοθετήθηκε ο όρος «βαλκανιοποίηση» που σημαίνει πολιτική τεμαχισμού μιας χώρας ή αυτοκρατορίας σε μικρότερα και συνήθως εχθρικά μεταξύ τους κράτη. Η Συνθήκη του Νεϊγύ εμβαθύνει ακόμα περισσότερο τις διαφορές μεταξύ των κρατών. Οι Βούλγαροι στην Μακεδονία συνεχίζουν την ένοπλη μάχη τους, μέσω της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης του Τόντορ Αλεξάντροφ, διενεργούν δολοφονικές απόπειρες, τα σύνορα με τη δυτική μας γείτονα είναι σαν πεδίο μάχης. Επί μήνες παραμένουν κλειστά. Οι καλές σχέσεις μας με την Ρουμανία πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους οξύνθηκαν, εξαιτίας της Νότιας Δοβρουτσάς. Με την Ελλάδα επίσης υπήρξε συμπλοκή το 1925, όταν ο ελληνικός στρατός καταλαμβάνει το Πετρίτσι, κυνηγώντας τους Βουλγάρους επαναστάτες. Μόνο με την Τουρκία που είναι το ίδιο ηττημένη χώρα οι σχέσεις ομαλοποιούνται. Με τον τρόπο αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις συνεχίζουν την πολιτική της βαλκανιοποίησης, της διαίρεσης δηλαδή των Βαλκανίων, επιλέγοντας κάθε μια ένα από τα μικρότερα βαλκανικά κράτη να το προστατεύει και να έχει ως σύμμαχο έναντι των άλλων ή ακόμα να επωφελείται από τις τάσεις του απέναντι στα γειτονικά κράτη».


Ας δούμε τώρα και την Ελληνική πλευρά ,πως τα λέει.

Η Συνθήκη του Νεϊγύ υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919 στην κωμόπολη Νεϊγύ επί του Σηκουάνα (Neuilly sur Seine) μεταξύ της Βουλγαρίας και των νικητριών δυνάμεων του Α' Παγκοσμίου πολέμου, και συγκεκριμένα με τις Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ και Ιταλία ως "Προέχουσες Δυνάμεις", και με τη συμμετοχή των Βέλγιο, Κίνα, Κούβα, Ελλάδα, Χετζάτζ (μεταγενέστερα Σαουδική Αραβία), Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία, Ταϋλάνδη και Τσεχοσλοβακία, ως συμμάχων και συμβαλλομένων δυνάμεων των πρώτων.
Με τη συνθήκη αυτή, που από τη βουλγαρική ιστοριογραφία έχει χαρακτηριστεί ως η δεύτερη εθνική καταστροφή, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε στα ακόλουθα:
Την παραίτησή της υπέρ των "Προεχουσών Δυνάμεων" όλων των κυριαρχικών της δικαιωμάτων επί της μεσημβρινής δυτικής Θράκης και με την υποχρέωση ν΄ αναγνωρίσει εκ των προτέρων τις μεταγενέστερες αποφάσεις των Δυνάμεων περί αυτής. (Σημειώνεται ότι η παραίτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την μετέπειτα παραχώρηση των εδαφών αυτών στην Ελλάδα με την Συνθήκη των Σεβρών ένα χρόνο μετά, και τον αποκλεισμό της βουλγαρικής εξόδου στο Αιγαίο πέλαγος).
Την επαναφορά των Ρουμανοβουλγαρικών συνόρων στη γραμμή που όριζε η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913). Δηλαδή την εκχώρηση της Δοβρουτσάς στη Ρουμανία.
Να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση της Σερβίας, στην οποία εκχώρησε την περιοχή Στρώμνιτσα μέχρι τον Δούναβη καθώς και τις περιοχές Τσάριμπροντ, Τιμόκ, Τριν και Μποσίλεγκραντ που ναι μεν ήταν μεθοριακές μικρές εδαφικές λωρίδες σε έκταση πλην όμως σημαντικές από στρατηγική άποψη.
Να προστατεύσει τις ξένες μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία μεταξύ των οποίων και της ελληνικής.
Να περιορίσει το στρατό της σε 20.000 μόνο εθελοντές άνδρες και 13.000 για τα σώματα ασφαλείας.
Να καταβάλει πολεμική αποζημίωση στους συμμάχους ύψους 2.250.000.000 χρυσών φράγκων (περίπου 400.000.000 δολαρίων) πληρωτέων σε εξαμηνιαίες δόσεις εντός 37 ετών με τόκο 2% μέχρι το 1920 και 5% στη συνέχεια.
Επίσης οι σύμμαχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν στην Βουλγαρία την οικονομική της διέξοδο στο Αιγαίο με το άρθρο 48 της συνθήκης που άφηνε ανοικτές, για μελλοντική ρύθμιση, τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Η κατακραυγή για την ήττα και την επαίσχυντη για τους Βουλγάρους συνθήκη οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης (είχε προηγηθεί η παραίτηση του Βασιλιά Φερδινάνδου υπέρ του γιου του Μπόρις Γ') και στο ξέσπασμα κοινωνικών ταραχών.

Ταυτόχρονα με την κύρια συνθήκη η Βουλγαρία υπόγραψε ειδική συνθήκη με την Ελλάδα περί εθελουσίας αμοιβαίας μετανάστευσης των εκατέρωθεν μειονοτήτων εκ της οποίας και ακολούθησε εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών. Σημειώνεται όμως ότι η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο, στο τέλος του 1917, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει συνάψει συμφωνία με τους Συμμάχους για τα οφέλη που θα αποκόμιζε από την πολεμική της συμβολή. Έτσι ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος που συμμετείχε στη υπογραφή της συνθήκης αυτής αρκέσθηκε στην ελεύθερη αυτοδιάθεση των λαών και την κύρια προβολή των ελληνικών αξιώσεων σε μελλοντική καταλληλότερη στιγμή.
Οι ελληνικές διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν στο από 30 Δεκεμβρίου 1918 Υπόμνημα το οποίο και εξέθεσε με μεγάλη επιδεξιότητα ο Ε. Βενιζέλος ενώπιον του "Συμβουλίου των Δέκα" στις 3 Φεβρουαρίου 1919 το οποίο και βρήκε ευμενή απήχηση με εξαίρεση του Αμερικανούς και κυρίως αντίθετους του Ιταλούς. Γνωρίζοντας έτσι ο Βενιζέλος εκ των προτέρων την στάση αυτών στο σημείο βοήθειας των συμμάχων προς την Βουλγαρία για την έξοδο στο Αιγαίο λαμβάνοντας τον λόγο ζήτησε την εφαρμογή της αρχής των Εθνοτήτων της Θράκης της οποίας το δυτικό τμήμα έπρεπε να παραχωρηθεί στην Ελλάδα τονίζοντας μεταξύ άλλων:
"Αναμφιβόλως τούτο θα είχε ως αναπόφευκτον συνέπειαν την απώλειαν της διεξόδου εις το Αιγαίον αλλά είμαι έτοιμος να συστήσω λύσιν προς αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών της Βουλγαρίας, καίτοι αυτή διαθέτει θαυμάσιους λιμένες εις την Μαύρην Θάλασσαν..." και συνέχισε "κάθε παραχώρηση κι αν εγίνετο θα ήταν ανωφελής εφόσον η Βουλγαρία δεν θα ησύχαζε μέχρις ότου αποκτήση ολόκληρον την Βαλκανικήν, αξιούσα πλήρη ηγεμονίαν εφ΄ όλης της Χερσονήσου και κατά συνέπειαν, επωφελούμενης πάσης ευκαιρίας δια να ικανοποιήση τις φιλοδοξίες της. Η Βουλγαρία αντιπροσωπεύει εις τα Βαλκάνια ότι η Πρωσσία εις την Κεντρικήν Ευρώπην, πάντοτε δε θα επιχειρή να επιβάλη τον μιλιταρισμόν της επί των Βαλκανίων, όπως επεχείρησε να πράξη η Πρωσσία εις την Δυτικήν Ευρώπην".
Επίσης δεν εκπληρώθηκαν από την Βουλγαρία άλλες προς την Ελλάδα υποχρεώσεις που αφορούσαν αποφάσεις του Ελληνοβουλγαρικού Μεικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου των Παρισίων και του διαιτητού Γουώριν για προσγενόμενες ζημίες σε Έλληνες υπηκόους κατά το διάστημα της ουδετερότητας της Ελλάδος (11 Οκτωβρίου 1915 μέχρι 27 Ιουνίου 1917)
Βέβαια εκτός της Ελλάδος και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διεκδικούσε τη δυτική Θράκη με την από 17 Ιουνίου 1919 έκθεση, το Υπόμνημα της οποίας υποβλήθηκε ακόμη αργότερα στο Συμβούλιο των Δέκα (περίπου 6 μήνες αργότερα από την υποβολή του ελληνικού) το οποίο και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο στις 25 Ιουνίου 1919 περιορίζοντας έτσι την μονομαχία διεκδίκησης μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας.
Επισημαίνεται ακόμη ότι από τη Συνθήκη του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) μέχρι τη συνομολόγηση της παρούσας Συνθήκης είχαν μεσολαβήσει οι ακόλουθες κατά χρονολογική σειρά Συνθήκες:
Η Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (Μάιος 1919)
Η μυστική Συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι (29 Ιουλίου 1919)
Τα νεοτουρκικά "Εθνικά Συνέδρια" του Ερζερούμ (Ιούλιος 1919) και της Σεβαστείας (Σεπτέμβριος 1919) του Κεμάλ Ατατούρκ που αφορούσαν το νεοτουρκικό εθνικό κίνημα. Και τέλος,
Η Συνθήκη Αγίου Γερμανού αν Λάιγ, 10 Σεπτεμβρίου 1919)

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 3 Ο διωγμός του 1914 (Ο πρώτος διωγμός)

Μπαίνουμε λοιπόν στο προσφυγικό με το διωγμό του 1914 ,έναν διωγμό που ο περισσότερος κόσμος αγνοεί και για τον οποίον η Διδώ Σωτηρίου έγραψε τα "Ματωμένα χώματα" ,(για την ακρίβεια ξεκίνησε από αυτόν το διωγμό και εν συνεχεία προχώρησε σε αυτόν του 1922).


Ας δούμε λοιπόν αρχικά τους Έλληνες στη Μικρά Ασία.
Η καταγωγή των λαών της Μικράς Ασίας ήτανε βασικά από τους αρχαιότατους λαούς που κατοικούσανε σ’ αυτήν την χώρα. Βιθυνοί, Γαλάτες, Χιττίτες, Λύδοι, Κάρες, Ίωνες, Μυδοί, Κίλικες, Καππαδόκες, Λυκάονες, Πόντιοι, αυτοί ήτανε οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας τα παλαιά χρόνια.
Θα είχε κάθε λαός απ’ αυτούς τη γλώσσα του και την τοπική θρησκεία του. Δεχτήκανε την επίδραση του ελληνισμού από τα Ελληνιστικά κράτη των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και από τις Ελληνικές αποικίες των παραλίων της Μικράς Ασίας, οι οποίες ήτανε εμπορεία χωρίς να επεκτείνονται οι επικράτειές των στο εσωτερικό της χώρας. Αλλά και ιθαγενείς κατοικούσανε μέσα σε ελληνικές πολιτείες, οι οποίες κι αυτές με τη σειρά τους δεχτήκανε τα ήθη και τα έθιμα των ντόπιων. Πόλεις σαν τη Μίλητο, την Έφεσο, την Αλεξάνδρεια είχανε διεθνιστικό χαρακτήρα. Το ένα τρίτο το πληθυσμού της αρχαίας Αλεξανδρείας ήτανε Εβραίοι κι αυτό δείχνει το μέτρο της ανάμιξης των λαών της Ανατολής. Όταν επικράτησεν ο Χριστιανισμός στη Μικρά Ασία οι κάτοικοί της, ίσως όχι όλοι, αλλάξανε τις παλαιές θρησκείες τους με τον Χριστιανισμό, χωρίς αυτό να αλλοιώση και την φυλετική τους υπόσταση. Όταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι μπήκανε στη Μικρά Ασία ήρθανε σαν στρατός και πήρανε γυναίκες ντόπιες Χριστιανές. Το ίδιο γίνηκε όταν ήρθανε οι Οθωμανοί Τούρκοι τον 13ο αιώνα. Αυτοί μάλιστα ήτανε μερικές χιλιάδες καβαλλάρηδες κι εγκατασταθήκανε για πρώτη φορά στα μέρη του Μπιλέτζικ, τα βυζαντινά Βηλέκωμα. Και οι Χριστιανοί εντόπιοι γινόντουστε Μουσουλμάνοι, είτε με τη βία, είτε με επιμιξίες, είτε θεληματικά για να είναι με την τάξη των αφεντάδων, να κρατήσουνε τις περιουσίες των και να μην ξεπέσουνε στην τάξη των δούλων και των ραγιάδων. Μουσουλμάνοι ακόμα γινήκανε από τις βασιλικές οικογένειες των Παλαιολόγων και των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Το παιδομάζωμα δεν ήτανε και τόσο ανεπιθύμητο στις οικογένειες που είχανε πολλά παιδιά. Μερικά απ’ αυτά παίρνανε μεγάλες θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κι επειδή τα μαζεύανε αρκετά μεγάλα, είχανε συνείδηση της καταγωγής τους και βοηθάγανε τις οικογένειές τους και τον τόπο τους. Άλλως τε τη μηχανή του παιδομαζώματος την εφεύρανε οι Βυζαντινοί. Μαζεύανε τουρκόπαιδα για το στρατό τους και τα λέγανε Τουρκόπουλους.
Οι φυλετικές ομάδες των διαφόρων απεράντων επαρχιών της Μικράς Ασίας είχανε όλες τα ίδια χαρακτηριστικά, είτε Τούρκοι τις αποτελούσανε, είτε Χριστιανοί. Λαζοί, Τούρκοι και Χριστιανοί, ήτανε ίδιοι, το ίδιο κι οι Καραμανλήδες. Kι έτσι μπορούμε να πούμε με σιγουριά πως οι σημερινοί Τούρκοι της Μικράς Ασίας κατάγονται κατά μεγάλο μέρος από τους παλαιούς Χριστιανούς κατοίκους της, οι οποίοι βέβαια δεν ήτανε Έλληνες όλοι.
Οι Τουρκοκρητικοί ήτανε οι περισσότεροι ελληνικής καταγωγής, ήτανε έξυπνοι και παίρνανε μεγάλες θέσεις στην Οθωμανικήν Αυτοκρατορία. Πολλοί είχανε συγγενείς με τους Ελληνοκρητικούς και λέγανε ακόμα και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα γινόντουστε εξισλαμίσεις στην Κρήτη με υποσχέσεις και δελεασμούς από την Κυβέρνηση. Οι Τουρκοκρητικοί ήτανε φανατικοί μισέλληνες αν και ξαίρανε την καταγωγή τους. Αυτοί χτυπήσανε πρώτοι τον Ελληνικό Στρατό όταν μπήκε στη Σμύρνη από μέσα από τις βάρκες τους, γιατί ήτανε βαρκάρηδες μέσα στο λιμάνι.

Όσο για την εθνική αφύπνιση των Τούρκων ,πρέπει πρώτα να δούμε τι σημαίνει Τούρκος

Οι τούρκοι ως ομάδα πληθυσμού με μια εθνική ταυτότητα εμφανίστηκαν, συγκρινόμενοι με τα άλλα βαλκανικά έθνη, με σχετική καθυστέρηση. Μέχρι σχεδόν τον 20ο αιώνα ο όρος «τούρκος» δεν χρησιμοποιούνταν από τους τουρκόφωνους μουσουλμάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παρά μόνο σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Ο όρος «Τουρκία» πρωτοεμφανίστηκε το 1190 μ.Χ. στα δυτικά έγγραφα και θα χαρακτηρίσει επίσημα τη χώρα μόνο μετά το 1923. Οι τουρκόφωνοι και οι άλλοι λαοί του οθωμανικού κράτους επέλεγαν μια σειρά από θρησκευτικές, φυλετικές,νομαδικές, εθνοτικές,γλωσσικές κ.α. ταυτότητες για να προσδιοριστούν.
Για πολλούς αιώνες η λέξη «Τούρκος» ή «Τουρκομάνος» δεν χρησιμοποιήθηκε παρά με την έννοια του αγράμματου και άξεστου μουσουλμάνου χωριάτη.
Η λέξη «τουρκικά» σήμαινε τη γλώσσα που μιλούσε ο απλός λαός αλλά ο όρος «Τούρκος», ακόμα και στο τέλος του 19ου αιώνα, δεν χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσει το λαό .
Ο γνωστός στη σημερινή Τουρκία εθνικός ήρωας και συγγραφέας Ναμίκ Κεμάλ στο επαναστατικό και εθνικό θεατρικό του έργο «Η πατρίδα ή η Σιλίστρα» κάνει λόγο για τον απλό χωριάτη, τον αποκαλεί «Τούρκο» και τον χαρακτηρίζει «απλοϊκό» και ανίδεο σαν το «βόδι που ζεύουμε στο άροτρο»: «[…] οι Τούρκοι που ντύνονται με χωριάτικες κάπες, εκείνοι οι χωριάτες με τη γλυκιά λαλιά και το ήπιο πρόσωπο, εκείνοι οι κακόμοιροι, τους οποίους δεν θέλουμε να δούμε διαφορετικούς από τα βόδια που ζεύουμε στο άροτρο… ».

Ένας συνεργάτης του Ατατούρκ και γνωστός συγγραφέας, ο Γ.Κ. Καραοσμάνογλου, αφηγείται στο μυθιστόρημά του «ο Ξένος» -που εξέδωσε το 1932-ότι οι αγρότες που συνάντησε το 1921 στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου στη Μικρά Ασία δήλωναν «μουσουλμάνοι» και ότι σαν «Τούρκους» ήξεραν μόνο κάποιους νομάδες στις γειτονικές πεδιάδες, εννοώντας τους «Τουρκομάνους» (Türkmen) .
Ο Ν. Κεμάλ το 1872, αλλά και μέχρι το θάνατό του το 1888, θα κάνει λόγο για «Οθωμανούς» και δεν θα παρατηρήσει τίποτα το επιλήψιμο στην υποτιμητική έννοια του «Τούρκου».

Ο Αϊντεμήρ στα απομνημονεύματά του, γράφει: "εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε τίποτα το κοινό μεταξύ του λαού και των διανοουμένων οι οποίοι είχαν αναδειχτεί μέσα από το λαό… Οι φαντάροι με την λέξη Τούρκος εννοούσαν τους Κιζιλμπάσιδες (Kızılbaş: μια σιιτική αίρεση), δεν ήξεραν τι ακριβώς σήμαινε η λέξη Τούρκος αλλά καταλάβαιναν ότι ήταν κάτι το κακό" .
Λίγα όμως χρόνια μετά, η θέση και ο ρόλος των διανοούμενων αλλάζει.

Ας δούμε τώρα την έναρξη των διωγμών.
Ο «διωγμός» των ελλήνων στην Ανατολική Θράκη από το Οθωμανικό Κράτος ξεκίνησε το 1913, συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και αποτελεί ένα από τα πρώτα επεισόδια των γενικευμένων «διωγμών» των ελλήνων του δυτικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι «διωγμοί», εκτός από την Ανατολική Θράκη, περιέλαβαν και μεγάλο μέρος της Δυτικής Μικράς Ασίας.


Περισσότερο γνωστοί ίσως είναι οι «διωγμοί» στο Αϊβαλί, στη Πέργαμο, στην Μπάλια, στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας και των Δαρδανελίων, στις Φώκαιες, στον Τσεσμέ κλπ. Οι δολοφονίες, οι βιαιοπραγίες, το πλιάτσικο και ο «διωγμός» κατά των ελλήνων στη Φώκαια, που έγιναν τον Ιούνιο του 1914, πήραν μεγαλύτερη δημοσιότητα χάρη στον Sartiaux, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, απαθανάτισε τα γεγονότα με τη φωτογραφική μηχανή και είχε το σθένος να τα κάνει αμέσως ευρύτερα γνωστά, ξεσηκώνοντας διαμαρτυρίες στην Ευρώπη.

Πρόσφατα παρουσιάστηκε Λεύκωμα με φωτογραφίες του Sartiaux και άλλα ντοκουμέντα από το «διωγμό» της Φώκαιας που επιμελήθηκε ο κ. Γιακουμής. Επίσης, στο βιβλίο της κ. Ελένης Χατζούδη-Τούντα «Η Ηλιοστάλακτη από το Γιαλί-Τσιφλίκ της Βιθυνίας», αναφέρεται ο «διωγμός» του 1914 των ελλήνων στα μικρασιατικά παράλια της Προποντίδας. Υπάρχουν πολλά λογοτεχνικά βιβλία και δημοσιεύματα προσωπικών μαρτυριών που αναφέρονται στους «διωγμούς» του 1914. Σε πολλά οι «διωγμοί» καταγράφονται σαν μεμονωμένα περιστατικά. Και είναι λογικό να αντιμετωπίζονται έτσι από πρόσωπα που δεν είχαν τη γνώση συνολικών και γενικότερων πληροφοριών. Όμως, φορείς και πρόσωπα που είχαν συνολικότερη γνώση, όπως το Πατριαρχείο, στο οποίο έφθαναν τα δυσάρεστα μηνύματα από πλήθος Κοινοτήτων, οι προξενικές αρχές και το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών, καθώς και οι έλληνες βουλευτές στην Οθωμανική Βουλή, είχαν διαμορφώσει από τότε την πεποίθηση ότι επρόκειτο για οργανωμένο και συστηματικά εφαρμοζόμενο σχέδιο αφανισμού του ελληνικού στοιχείου από την Οθωμανική Επικράτεια. Αυτή η πεποίθηση αποτυπώνεται εκείνη την εποχή στην απόφαση του Πατριαρχείου να κηρύξει την Εκκλησία σε «διωγμό», σε αγορεύσεις ελλήνων βουλευτών στην Οθωμανική Βουλή κλπ. Επίσης, έχει καταγραφεί σε βιβλία που τυπώθηκαν ελάχιστα χρόνια αργότερα, όπως η «Μαύρη Βίβλος» του Πατριαρχείου (1919) και το βιβλίο του Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη τότε βουλευτή Σμύρνης στην Οθωμανική Βουλή «Τα τελευταία έτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», που τυπώθηκε το 1924, η πρόσφατη ανατύπωσή του οποίου έγινε από τον Νέο Κύκλο Κωνσταντινουπολιτών και παρουσιάστηκε πρόσφατα.

Σήμερα νέα τεκμήρια ενισχύουν την άποψη ότι αυτοί οι «διωγμοί» αποτελούν μέρος γενικότερου σχεδίου κατά των χριστιανικών εθνοτήτων της συρρικνωμένης, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά τις κατακτήσεις της Ρωσίας στον Καύκασο, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σχέδιο συντάχθηκε από τους Νεότουρκους και, με την ένταξη αυτών στις δομές του Οθωμανικού Κράτους, άρχισε να εφαρμόζεται μεθοδικά ενώ επιδιωκόταν να συγκαλύπτεται ότι επρόκειτο για συνολικό σχέδιο. Σχετικές είναι οι διαλέξεις του κ. Αγτζίδη και του κ. Ουζούνογλου, προέδρου της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών, που δόθηκαν πρόσφατα .

Η Ανατολική Θράκη είχε αποτελέσει θέατρο έντονων και επαναλαμβανόμενων πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ τούρκων και βουλγάρων πριν από το 1913 με θύματα τον πληθυσμό της περιοχής, όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Παράλληλα, η Ανατολική Θράκη αποτέλεσε πύλη εισόδου μουσουλμάνων προσφύγων προς την Οθωμανική Επικράτεια από τα Βαλκάνια, τα οποία είχαν πλέον χαθεί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτά τα δυο γεγονότα διαμόρφωσαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «διωγμού» των ελλήνων στην Ανατολική Θράκη των ετών 1913-1918, διότι έδωσαν την ευκαιρία στους Νεότουρκους να εκμεταλλευτούν κατά των ελλήνων τη δυσαρέσκεια του ντόπιου μουσουλμανικού στοιχείου από τους διωγμούς των βουλγάρων και να στρατολογήσουν μουσουλμάνους πρόσφυγες στην εφαρμογή του σχεδίου τους. Έτσι, οι «διωγμοί» και η κατατρομοκράτηση του ελληνικού πληθυσμού πήρε ιδιαίτερα βίαιο χαρακτήρα. Κατά την περίοδο αυτή εκατοντάδες ελλήνων κατοίκων της Ανατολικής Θράκης εξοντώθηκαν, χιλιάδες εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και δεκάδες χιλιάδες διώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή και να βρουν καταφύγιο στην Ελλάδα, κυρίως στη Μακεδονία που μόλις είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική Επικράτεια.

Τέλος ας μιλήσουμε και για τα Τάγματα Εργασίας

Τα Τάγματα Εργασίας (Τουρκική: Amele Taburları, συχνά αναφερόμενα στην ελληνική βιβλιογραφία ως "αμελέ ταμπουρού") χρησιμοποιήθηκαν στη Μ. Ασία (Ανατολία) κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Νεότουρκους ή τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς και από την Τουρκία στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για να ετοιμάσουν ενδεχόμενη συμμετοχή της Τουρκίας σ' αυτόν. Στα τάγματα αυτά αναγκάζονταν να εργαστούν άνδρες μη μουσουλμάνοι σε βαρειές εργασίες υπό απάνθρωπες συνθήκες. Ήταν μία από τις μεθόδους εθνοκάθαρσης που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους, αφού οι περισσότεροι εργάτες πέθαιναν.
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού και οικονομικών συμφερόντων σχετιζόμενων με την διείσδυση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησε σε συστηματικές διώξεις κατά των Ελλήνων και άλλων μειονοτήτων από το 1913 μέχρι την Μικρασιατική Εκστρατεία. Μεταξύ των άλλων μεθόδων χρησιμοποιήθηκε η καταναγκαστική εργασία. Κυρίως Έλληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι υποχρεώνονταν να εκτελούν βαρειές εργασίες στην οδοποιία, τα ορυχεία, τους αγρούς κλπ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας . Εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του 1918 περίπου 250.000 Έλληνες είχαν χάσει τη ζωή τους σ' αυτά τα τάγματα.Έγγραφο Γερμανών διπλωματών προς το Βερολίνο την 12-5-1918 αναφέρει ότι"μέχρι το τέλος του 1917 περισσότεροι από 200.000 Έλληνες είχαν καταταγεί, ηλικίας 15 έως 48 ετών. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από την κακομεταχείριση, τις ασθένειες, την πείνα και το κρύο"
Οι γυναίκες, οι γέροντες και τα παιδιά που άφηναν πίσω τους οι άνδρες, υφίσταντο σεξουαλική βία, κάψιμο των σπιτιών κτλ. όπως αναφέρεται σε αυτοβιογραφία του Αντ. Γαβριηλίδη το 1924
Με την εργασία των Ελλήνων κατασκευάστηκε μεταξύ άλλων ο δρόμος από το Ερζερούμ μέχρι το Ulukishla.
Την εμπειρία του στα τάγματα εργασίας περιέγραψε ο Ηλίας Βενέζης που μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σ' αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Αυτός ήταν ο ένας από τους 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν. Το βιβλίο του "Το Νούμερο 31328 Το βιβλίο της σκλαβιάς" χωρίζεται σε είκοσι κεφάλαια, έκαστο το οποίων έχει για τίτλο έναν από τους θρήνους των Ψαλμών του Δαυίδ. Ο αριθμός του δόθηκε όταν συμφωνήθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών.
Η εμπειρία ένός Εβραίου που κατετάγη σε τάγματα εργασίας δύο φορές, το 1919-1922 και πάλι στον Β' Π.Π., περιγράφεται σε βιβλίο της τούρκαλας ιστορικού Leyla Neyzi.


Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 3 ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΥ 19ου και 20ου ΑΙΩΝΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ
Η αιτία που οδήγησε τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν την έναρξη της Επανάστασης, και κυρίως τα αντίποινα από την πλευρά των Οθωμανών. Από φόβο για την προσωπική τους ασφάλεια, όπως αναφέρεται σε προξενική αναφορά της 3ης Μαΐου 1821 από τη Σμύρνη, σημαντικό μέρος του πληθυσμού επέλεξε τη φυγή. Το Αϊβαλί (Κυδωνίες) εγκαταλείφθηκε, ενώ από τη Σμύρνη έφυγε μεγάλο μέρος του ορθόδοξου πληθυσμού, γεγονός που είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στην εμπορική κίνηση της πόλης. Σύμφωνα με αρχεία του Υπουργείου Αστυνομίας, το 1825 βρίσκονταν στο Ναύπλιο Μικρασιάτες από το Αϊβαλί, τα Βουρλά, την Καισάρεια, τη Μαγνησία, το Μοσχονήσι, την Πέργαμο, τη Σμύρνη, τις Παλαιές και Νέες Φώκαιες. Η συντριπτική πλειοψηφία καταγόταν από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί. Μαρτυρούνται επίσης μετακινήσεις πληθυσμών από το Κουσάντασι και χωριά της γύρω περιοχής, καθώς και από οικισμούς του εσωτερικού της Μικράς Ασίας ή από τα νότια παράλιά της, όπως η Άγκυρα, η Προύσα και η Αττάλεια.

Η εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων έδωσε επίσης αφορμή για περιστασιακές αποδημίες. Κάτοικοι του Τσεσμέ κατευθύνθηκαν προς τις Κυκλάδες, κυρίως προς τη Σύρο, μετά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη το 1822. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν μετά το 1829.

Παρατηρήθηκε επίσης η αντίστροφη κίνηση, από περιοχές της κυρίως Ελλάδας προς τη Μικρά Ασία, δεν πήρε όμως μεγάλη έκταση. Πρόκειται κυρίως για Πελοποννήσιους που κατέφυγαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Προηγουμένως, κάτοικοι της Χίου είχαν περάσει στα Αλάτσατα, μετά την καταστολή της επανάστασης στο νησί.

Υποδοχή των προσφύγων και συμμετοχή στην επανάσταση

Σε πρώτη φάση πολλοί κατέφυγαν στη Σάμο και στα Ψαρά, από όπου αρκετοί μεταφέρθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν για την υποδοχή των προσφύγων, οι συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν ήταν πάντα οι αναμενόμενες. Αυτό αποδεικνύεται από αναφορά του Υπουργείου Εσωτερικών της 8ης Μαΐου 1822 προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, του σώματος που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η αναφορά αφορά πρόσφυγες από το Αϊβαλί που είχαν καταφύγει στην Αίγινα. Σε αυτήν προτείνεται η απαλλαγή τους από οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση.

Παρόμοιες πληροφορίες υπάρχουν και για την αντιμετώπιση των προσφύγων στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.Στις συνθήκες που αντιμετώπισαν πρέπει να αποδοθεί και η κίνηση προσφύγων από το Αϊβαλί που είχαν εγκατασταθεί στη Σύρο και στη Μύκονο, οι οποίοι το 1823 έστειλαν αναφορές στο σουλτάνο ζητώντας να τους επιτρέψει να επιστρέψουν στην οθωμανική επικράτεια, με αποτέλεσμα να συλληφθούν από τον έπαρχο Μυκόνου και Σύρου.

Αρκετοί Μικρασιάτες έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση και συνέβαλαν σημαντικά στη συγκρότηση του πρώτου πυρήνα του τακτικού στρατού. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και έποικοι που είχαν έρθει στη Μικρά Ασία από την Πελοπόννησο.

3. Προσπάθειες για μόνιμη εγκατάσταση

Την 1η Μαΐου 1827 υποβλήθηκε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση αναφορά 283 προσφύγων που κατάγονταν από τη Σμύρνη και είχαν συγκεντρωθεί στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, με την οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί η συμμετοχή στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης μέσω αντιπροσώπου. Ζητούσαν επίσης να τους επιτραπεί να ιδρύσουν οικισμό όπου θα συγκεντρώνονταν οι οικογένειες των Σμυρνιών προσφύγων. Με ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827 εγκρίθηκε μόνο το δεύτερο αίτημά τους. Ο οικισμός θα ιδρυόταν στην περιοχή του ισθμού της Κορίνθου. Επίσης, την 1η Μαΐου 1827 υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση πρόταση να επιτρέψει στους πρόσφυγες από το Αϊβαλί, αλλά και στους υπόλοιπους, οι πόλεις των οποίων είχαν καταστραφεί, να ιδρύσουν νέους οικισμούς και να εγκατασταθούν σε αυτούς. Η πρόταση έγινε δεκτή και την 5η Μαΐου 1827 εκδόθηκε σχετική διακήρυξη με την οποία προσκαλούνταν στη χώρα όλοι οι Έλληνες που κατοικούσαν εκτός Ελλάδος ώστε να συνεισφέρουν στην εθνική προσπάθεια. Σε όλους αυτούς παρεχόταν το δικαίωμα να χτίσουν ξεχωριστούς οικισμούς. Εκτός των άλλων, η απόφαση στόχευε και στην ανακοπή του ρεύματος επιστροφής των απογοητευμένων προσφύγων, κυρίως των προερχόμενων από το Αϊβαλί, στους τόπους καταγωγής τους.

Τελικά όμως και οι δύο κινήσεις, των Σμυρνιών και των Αϊβαλιωτών, απέτυχαν. Η άρνηση της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης στις 16 Ιουλίου 1829 να επιτρέψει τη συμμετοχή εκπροσώπου των Αϊβαλιωτών και των Μοσχονησιωτών, οι οποίοι προηγουμένως είχαν συγκροτήσει και κοινοτικό σώμα (δημογεροντία) με έδρα την Ερμούπολη, έδωσε νέα ώθηση στην τάση των συγκεκριμένων προσφύγων για επιστροφή στους τόπους καταγωγής τους, η οποία είχε εκδηλωθεί ήδη από το 1824.



Καταπληκτικό ντοκιμαντέρ γενικά για την επανάσταση του 1821

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ

Αυτή η εισαγωγή θα μπορούσε να μας δώσει συνδυασμό με τον πίνακα της σελίδας 146 καθότι μέσα από αυτό το κείμενο αιτιολογούνται οι μετακινήσεις πληθυσμών που παρουσιάζονται στον πίνακα.

Ας ξεκινήσουμε με την Ανατολική Ρωμυλία λοιπόν. Έχουμε 1906. Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσημα, (πρώτη βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης.
Πιο συγκεκριμένα όμως για την εν λόγω περιοχή, η ανατολική Ρωμυλία ή Βόρειος Θράκη ενσωματωμένη σήμερα στη Βουλγαρία, αποτελεί το Βόρειο τμήμα της μιας ενιαίας Θράκης όπως ήταν αυτή ορισμένη γεωγραφικά και όπως καθορίζεται στους διεθνείς χάρτες μέχρι σήμερα.
Η Ανατολική Ρωμυλία παραμένει αμιγώς Ελληνική κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ακμάζει κατά την εποχή του Βυζαντίου ενώ παραμένει αναλλοίωτη κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Κατά την εθνεγερσία του 1821, η συμμετοχή των Ανατολικορωμυλιωτών ήταν ευρύτατη. Ο Αντώνιος Κομιτζόπουλος από την Φιλιππούπολη ήταν ένας από τους οκτώ πρώτους Φιλικούς.
Η οικογένεια Κουμπάρη από την Μεσημβρία ανέπτυξε δραστηριότητα στις γραμμές της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό. Στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη συμμετείχαν Ανατολικορωμυλιώτες.
Ο Μητροπολίτης Αγχιάλου Ευγένιος Καραβίας απαγχονίστηκε στην Κων/λη μαζί με τον Γρηγόριο Ε’ και τους Μητροπολίτες Εφέσου και Νικομήδειας, το Πάσχα του 1821.
Στο συνέδριο του Βερολίνου (1876) η Ανατολική Ρωμυλία καθίσταται <<Αυτόνομη υπό την άμεση πολιτική και στρατιωτική εξουσία του Σουλτάνου>>. Ο κυβερνήτης θα είναι χριστιανός (όχι απαραίτητα Βούλγαρος) και θα εκλέγεται από την Πύλη με τη συγκατάθεση ων Μεγάλων Δυνάμεων.
Το 1885 οι Βούλγαροι με πραξικόπημα κηρύσσουν την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία.
Από το 1885μέχρι και το 1906 ακολούθησαν φοβεροί διωγμοί και σφαγές των Ελλήνων. Τα δύσκολα χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Με την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδος-Βουλγαρίας διαπιστώθηκε ότι σε όλες σχεδόν τις περιοχές της γειτονικής χώρας υπάρχουν Έλληνες οι οποίοι παρέμειναν εκεί και κατόρθωσαν παρά τις τεράστιες δυσκολίες να διατηρήσουν μέσα τους την ελληνική συνείδηση.
Όσο για το Κουτσοβλαχικό ζήτημα..Σημαντικό κομμάτι στην ιστορία των Βλάχων αποτελεί το κουτσοβλαχικό ζήτημα που δημιουργήθηκε από την αλυτρωτική πολιτική της Ρουμανίας, η οποία έδρασε με συστηματικό τρόπο και για πολλές δεκαετίες στους τόπους όπου κατοικούσαν Βλάχοι. Ήδη από το 1895, το ρουμανικό κόμμα στη Σαμαρίνα είχε πετύχει να εξασφαλίσει κοινοτικά δικαιώματα από τις επαρχιακές αρχές, παρά το γεγονός ότι οι Βλάχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόλις το 1905 αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστή εθνότητα από την Υψηλή Πύλη. Αναφέροντας ενδεικτικά, στα τέλη του 19ου αιώνα στη Σαμαρίνα υπερίσχυε το ελληνικό κόμμα, στην Αβδέλλα και στο Περιβόλι το βλάχικο, ενώ στη Σμίξη το βλάχικο κίνημα δεν βρήκε καθόλου έδαφος. Στις βλάχικες κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν 7 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά, τα οποία διατηρήθηκαν ως το 1940, 25 ρουμανικές εκκλησίες και 2 μητροπόλεις στο Μοναστήρι και στα Γιάννενα.

Ακολουθούν δύο θρίαμβοι της ρουμανικής πολιτικής: Το 1905 αναγνωρίζεται ρουμανική εθνότητα των ορθόδοξων Βλάχων με έκδοση Ιραντέ από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, ενώ το 1913, με επιστολή του Ελ. Βενιζέλου προς τον πρωθυπουργό Τάκε Μαγιορέσκο, η Ελλάδα δεσμεύεται να δώσει αυτονομία στις κουτσοβλαχικές σχολές και εκκλησίες, καθώς και να επιτρέψει τη σύσταση επισκοπής για τους Κουτσόβλαχους με τη ρουμανική κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί κάτω από την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης τα ιδρύματα αυτά. Στην ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1905-1908) οι ρουμανίζοντες Βλάχοι συμμάχησαν με τους Μακεδόνες αυτονομιστές κατά των ελληνικών ένοπλων ομάδων. Αναζωπύρωση του θέματος έχουμε στη διάρκεια της Κατοχής καθώς μερίδα των ρουμανιζόντων Βλάχων, με ηγέτη τον Αλκιβιάδη Διαμάντη από τη Σαμαρίνα, συνεργάστηκε με τους Ιταλούς με σκοπό την ίδρυση μιας αυτόνομης βλαχικής περιοχής στην Ελλάδα, του «Πριγκιπάτου της Πίνδου», ιδέα που είχε συλληφθεί από την εποχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Η προσπάθεια επάνδρωσης της λεγόμενης «Λεγεώνας της Πίνδου», προς ενίσχυση των Ιταλών, δεν βρήκε την αναμενόμενη υποστήριξη, παρά μόνο στους φτωχούς κτηνοτρόφους που ήταν ευάλωτοι σε οικονομικές πιέσεις, ενώ οι Λεγεωνάριοι (μαζί με οπαδούς τους) που έγιναν μισητοί σε ελληνόφωνους και βλαχόφωνους της περιοχής λόγω της συμμετοχής τους σε λεηλασίες, αναγκάστηκαν σύντομα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος, που ήδη προσπαθούσε να αμβλύνει τις συνέπειες από τη συμφωνία του 1913, προχώρησε το 1945 στην κατάργηση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Βλάχων (είχε προηγηθεί η προσχώρηση της Ρουμανίας στο ανατολικό μπλοκ).

Η προαναφερθείσα οδυνηρή κατάσταση προκάλεσε μεταπολεμικά και τη συγγραφή ιστορικών εργασιών για τους Βλάχους που, όμως, αντί να προστρέξουν στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα και να αντιμετωπίσουν με νηφάλια ιστορική ματιά τα πράγματα, στρατεύτηκαν στον αγώνα να αποδείξουν την ελληνική καταγωγή των Βλάχων από την εποχή του Μεσαίωνα, συζήτηση που μας οδηγεί στις ολοκληρωτικές θεωρίες περί «καθαρότητας» του αίματος και στους εθνικούς μύθους περί ανωτερότητας των λαών.

Τέλος έχουμε τους Έλληνες της περιοχής του Καυκάσου.

Το 1920 οι σοβιετικοί απέγραψαν τον πληθυσμό της Ρωσίας, ο οποίος αριθμούσε 134,2 εκατομμύρια. Οι Έλληνες υπολογίστηκαν σε 203.050 άτομα. Κατανέμονταν δε ως εξής:

Στην Ουκρανία 103.968 (στο Ντονιέτσκ 96.803, στην Οδησσό 5.444, στο Κίεβο 358 κ.λπ.)

Στην Κριμαία 23.848

Στην περιοχή Κουμπάν και Μαύρης Θάλασσας 65.285 (Σταυρούπολη 3.502 κ.λπ)

Στην ευρωπαϊκή Ρωσία 25.064, (Μόσχα 344, Πετρούπολη 304 κ.λπ.),

Στη Σιβηρία 187

Στην Κιργιζία 344 κ.λπ.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΟΛΑ ΤΑ ΣΦΑΖΩ ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΩΝΩ

Είμαστε μία καταπληκτική χώρα.
Μια χώρα που αν καθήσει κανείς και το φιλοσοφήσει θα καταλήξει στο συμπέρασμα πως κατά λάθος υπάρχει και λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Αλλά ακόμα και έτσι , μόνο χάρη στο φιλότιμο μερικών ,πολύ λίγων ,και στο ειδικό βάρος που κουβαλάει το αρχαίο μας όνομα μαζί με την υποχρέωση ανταπόκρισης που αυτό δημιουργεί.
Μόνο που το κατάστημα λειτουργεί υπό νέα διεύθυνση εδώ και χρόνια…
Για να μπω στο θέμα λοιπόν.
Σήμερα το πρωί ,ακούγοντας στο ραδιόφωνο τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων ,πληροφορήθηκα ότι η κορυφαία αθλητική είδηση είναι ότι ,(ενώ θυμηθείτε ,έχουμε Δεκέμβρη, έχει σημασία), φέτος θα υποβιβασθούν στο ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα τρεις ομάδες και θα ανέβουν από τη δεύτερη κατηγορία, αντίστοιχα τρεις.Φυσικά γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι δεν είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στη μέση του πρωταθλήματος και να μην έχει αποφασιστεί ακόμα κάτι το οποίο για τον μικρόκοσμο του αθλητισμού είναι πολύ σοβαρό.
Τώρα θα πει κανείς (και θα έχει και δίκιο),"εδώ ο κόσμος χάνεται και εμείς ασχολούμαστε με το ποιος πέφτει και ποιος ανεβαίνει στο ποδόσφαιρο";
Απλώς αυτή η ειδηση μου έδωσε την αφορμή να σκεφτώ πόσο πρόχειρα λειτουργεί η χώρα μου σε κάθε τομέα και με αφορμή το ποδόσφαιρο σκέφτηκα πόσα άλλα πιο σημαντικά πράγματα δεν γίνονται γνωστά παρά μόνο όταν οι χρόνοι έχουν γίνει τόσο πιεστικοί ώστε δεν παίρνει άλλο.
Για παράδειγμα ,η διδασκόμενη ,άρα και εξεταζόμενη ,ύλη των πανελλαδικών εξετάσεων κάθε χρόνο ανακοινώνεται γύρω στα μέσα του Οκτώβρη ,(παλιότερα αυτό γινότανε στα τέλη του Νοέμβρη ,άρα βελτιωνόμαστε ως χώρα),ενώ φυσικά το σχολικό έτος έχει ξεκινήσει από το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη, δημιουργώντας αναπόφευκτα μια απίστευτη αμηχανία στους διδάσκοντες για την επιλογή θεμάτων διδασκαλίας μέχρι να έχουν κάτι επίσημο στα χέρια τους.Τελικά όταν επιτέλους ανακοινώνεται η ύλη , διαπιστώνει κανείς ότι είναι ίδια με την περυσινή και την προπερυσινή κ.ο.κ

Το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο μετά την ανάπλαση του χώρου γύρω του.
Στο βάθος η Λεωφόρος Ζωγράφου !

Όταν όμως κάποτε η ύλη εμφανίζεται αλλαγμένη ,η αλλαγή αυτή είναι δραστική και ακυρώνει τα ήδη διδαχθέντα μέσα σε αυτό το μήνα της αμηχανίας ,ασεβώντας παράλληλα στον κόπο που κατέβαλαν τα παιδιά για να ανταποκριθούν στις όποιες απαιτήσεις της μέχρι εκείνη τη στιγμή,διδασκαλίας.
Εδώ κάποιος θα αναρωτηθεί γιατί πρέπει να επαναπροσδιορίζεται η ύλη κάθε χρόνο; Αλλάζει τίποτε στην αντιληπτική ικανότητα των Ελληνόπουλων; Και μήπως κάθε χρόνο περιμένουμε το ειδικό πόρισμα κάποιου αόρατου ινστιτούτου που διενεργεί κάποια μυστική έρευνα για το μέσο όρο της επιδεκτικότητας των παιδιών μας ανά έτος έτσι ώστε και εμείς να αναθεωρούμε τι τους διδάσκουμε κάθε χρόνο; Και αν υποθέσουμε πως αυτό γίνεται ,που είναι η εφαρμογή των ίσων ευκαιριών, άρα και της ίδιας παιδείας για όλους;
Φυσικά τίποτε από αυτά δε συμβαίνει. Απλώς στο θεσμό της σοβαροφάνειας ,εκεί όπου όντως είμαστε πρωταθλητές ,φαντάζει πολύ γκλαμουράτο να κάνουμε ετήσιες ανακοινώσεις που δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να επαναλαμβάνουν αυτά που ήδη ίσχυαν. Έτσι όμως κάποιοι αποκτούν λόγο ύπαρξης ,ενισχύουν τη θέση τους και το κυριότερο ,το πορτοφόλι τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις ύλες στα πανεπιστήμια οι οποίες πολλες φορές ανακοινώνονται μαζί με το πρόγραμμα των εξετάσεων ,μία μέρα πριν από τις ίδιες τις εξετάσεις.
Το χειρότερο όμως είναι πως πίσω από όλα αυτά κρύβεται μια τεράστια ομφαλοσκόπηση.
Οι ιθύνοντες θεωρούν ότι όλα τα κάνουν τέλεια ,ότι όλοι οι άλλοι στις άλλες χώρες που κανονικά θα έπρεπε να τις έχουμε πυξίδα ,τα κάνουν λάθος και όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι και εξαγγείλουν κάποια μεταρρύθμιση ,παρουσιάζουν τα ίδια ακριβώς πράγματα ,επαναδιατυπωμένα όμως με τόση στριφνότητα ώστε όταν επιτέλους καταφέρεις και τα αποκωδικοποιήσεις ,έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την επόμενη μεταρρύθμιση ,τον επόμενο δηλαδή μηδενικό κύκλο.
Όσο για τη συνέχεια της ύλης , αυτός είναι ένας άλλος καημός.
Στην Ιστορία που είναι το δικό μου αντικείμενο ,τα πράγματα διδάσκονται μεν θεματικά , αλλά δυστυχώς με δειγματοληπτική διάθεση.
Κάνουμε λίγο από το ένα ,λίγο από το άλλο ,ακόμα πιο λίγο από το παράλλο και τελικά δε μαθαίνουμε τίποτα.
Για να το θέσω με παράδειγμα είναι σαν να πάει κάποιος να παρακολουθήσει μια κινηματογραφική ταινία , μπει στην αίθουσα δέκα λεπτά αφού η ταινία έχει ξεκινήσει την προβολή της ,βγεί έξω ένα τέταρτο αργότερα ,ξαναμπεί μέσα λίγο πριν το διάλειμμα , παρακολουθήσει μισή ώρα και είκοσι λεπτά πριν το τέλος του έργου αποχωρήσει. Τι θα έχει καταλάβει άραγε από την όλη προσπάθεια του σκηνοθέτη;
Ε, λοιπόν το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα μαθήματα που διδάσκονται στα παιδιά μας . Δίνονται εντελώς δειγματοληπτικά και φυσικά μέσα από βιβλία όπου το λάθος είναι ο κανόνας.
Όμως αυτή η προχειρότητα και η ασυνέπεια να ανταποκριθούμε χρονικά συμβαίνει σε όλους τους τομείς της καθημερινής μας δραστηριότητας.Δάσκαλοι διορίζονται με μεγάλη καθυστέρηση, επιδοτήσεις δρομολογίων για απομακρυσμένες περιχές εγκρίνονται όταν η χρονιά κοντεύει να ολοκληρωθεί, ειδικό προσωπικό για άτομα με κινητικά προβλήματα εγκρίνεται όταν η χρονιά κοντεύει να μεσιάσει και πάει λέγοντας. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
Ίσως όλα αυτά να είναι δείγμα εξέλιξης .Να είμαστε μια χώρα που προβάρει τα βήματά της μέχρι να βρει τον καλπασμό της . Σε αυτή την περίπτωση όμως , ας δείξουμε λίγη σεμνότητα παραπάνω και ας πάρουμε μερικά παραδείγματα από αυτούς που με έπαρση και απαξιωτικά κάθε φορά , λέμε πως "όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες ,αυτοί έτρωγαν βελανίδια", παραβλέποντας ηθελημένα ίσως πως τώρα πια ως ουραγοί της Ευρώπης εκλιπαρούμε για ένα ευμενές σχόλιο τους αντιλαμβανόμενοι παράλληλα πως διατροφικά τα βελανίδια καθόλου δεν τους έβλαψαν αφού είμαστε εμείς που πλέον προσπαθούμε να τους μοιάσουμε.



Το έχω ξαναβάλει σε άλλη σελίδα αλλά θεωρώ ότι τα λόγια του ταιριάζουν τέλεια με το περιεχόμενο του κειμένου και την ανυποψίαστη μηδενικότητα κάποιων.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Κάνοντας μια σύντομη αποτίμηση των λέξεων που χρησιμοποιούνται καθημερινά κάποιος θα βρει πως η λέξη παράδεισος έχει την τιμητική της και ταιριάζει σε πάρα πολλές εκφράσεις με διαφορετικές χρήσεις.
Αν θέλουμε όμως να ξεφύγουμε από την καθαρά μεταφυσική ερμηνεία της λέξης ,παράδεισος είναι κάτι που μας δίνει μεγάλη και αδιαλλείπτως σταθερή χαρά.


Ο δικός μου παράδεισος λοιπόν είναι τα βιβλία.Όταν βρίσκομαι σε βιβλιοπωλεία τρελαίνομαι, όταν δε, μιλάω για βιβλία μπορώ να ξεχαστώ και να μιλάω για ώρες περνώντας από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς να νοιάζομαι για τις εκφράσεις βαρεμάρας που σταδιακά αποτυπώνονται στα πρόσωπα των συνομιλητών μου.
Είναι ωραίο να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε βιβλία ,να τα μυρίζει ,να τα φυλλομετρά ,να διαβάζει τα εξώφυλλά τους και να θαυμάζει τις ζωγραφιές τους και παράλληλα να επενδύει σε προσδοκίες για μεγάλες δραπετεύσεις από την καθημερινότητα , ανάλογα με το τι υπόσχεση αφήνει ο κάθε συγγραφέας.
Το κάθε βιβλίο είναι ένα σκαλί που μας φέρνει κοντύτερα στη γνώση ή για να το πούμε πιο Σωκρατικά ένα βήμα πλησιέστερα στην επίγνωση της άγνοιας μας.
Κι όμως η γνώση και η προσπάθεια κατάκτησής της εκδιώχθηκαν από τον παράδεισο μαζί με αυτούς που προσπάθησαν να την κάνουν δική τους, τον Αδάμ και την Εύα.
Ένας θεός της ευδαιμονίας και της υλικής τελικά απόλαυσης έταξε τα πάντα στα δημιουργήματά του εκτός από τη γνώση. Αυτήν την κράτησε για τον εαυτό του και έθεσε και ποινή σε όποιον την επεδίωκε, μια ποινή που ισοδυναμούσε με θάνατο.
Όμως τι αξία θα είχε η αιώνια μακαριότητα χωρίς τη σπίθα της γνώσης;
Παράδεισος λοιπόν ή κόλαση ,ανάλογα πως το βλέπει κανείς , κάπου εδώ ταυτίζονται και αποτελούν επιθυμητό προορισμό ,αρκεί να υπάρχουν βιβλία στον περίγυρο.
Βιβλία και λαβυρινθώδεις βιβλιοθήκες που σε οδηγούν όλο και πιο βαθιά στην απώλεια της συνειδητότητάς του τώρα και σε απλώνουν στο αχανές της γνώσης.
Όταν κοιτάζω τα βιβλία που στοιχίζονται σε κάθετη παράταξη στις βιβλιοθήκες μου δημιουργείται η εντύπωση πως έχω να κάνω με γαλαξίες και σύμπαντα γνώσης και πληροφόρησης. Κάθε γράμμα σαν πυρήνας ατόμου προσελκύει δίπλα του άλλο γράμμα και αυτό με τη σειρά του άλλο γράμμα και όλα μαζί παράγουν λέξεις ,παράγουν συναισθήματα ,παράγουν φως και ανοίγουν τους ορίζοντες της όρασης και δίνουν φλόγα και φωτίζουν σαν σουπερνόβα τα μέχρι χθες ανεξερεύνητα σκοτάδια της άγνοιας.
Κάπου εδώ γεννάται το ερώτημα λοιπόν γιατί άραγε η επιθυμία για γνώση εκδιώχθηκε τόσο βάρβαρα από τον Παράδεισο;
Ο συγκεκριμένος θεός είναι ίσως ο μόνος πατέρας που τιμώρησε τα παιδιά του επειδή ήθελαν τη γνώση του ,ήθελαν να γίνουν σαν και αυτόν και δεν μπορούσαν να αρκεστούν στην αιώνια μακαριότητα της ευτυχίας και της απραξίας.
Κάπου εδώ λοιπόν και μέσα από τη γνώση των βιβλίων είναι που αντιλαμβανόμαστε πως το μήλο της γνώσης είτε το προσφέρει η Εύα στον Αδάμ ,είτε η κακιά μάγισσα στη Χιονάτη ή ακόμη τελικά και αν μας δοθεί μέσα από έναν υπολογιστή κοσμώντας το καπάκι του ,όσους κινδύνους και αν κρύβει για την απώλεια της αιωνιότητας θα κουβαλάει μέσα του την αίσθηση του ανεκπλήρωτου ,την αίσθηση που ωθεί τον άνθρωπο στην περιπέτεια και την ανακάλυψη.
Αυτού που κάποτε οι Kansas αποκάλεσαν point of know return κάνοντας λογοπαίγνιο με το no και το know.
Κρίμα που εμείς οι θνητοί και αναλώσιμοι δεν προλαβαίνουμε να προχωρήσουμε πέρα από τον προθάλαμο της γνώσης.


Φανταστικό κομμάτι από τον μεγάλο ποιητή της avant guard ,Peter Hammil και τους Van Der Graaf Generator.
Προσέξτε τα εκπληκτικά λόγια του.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

ΟΙ ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ

Σήμερα , με αυτό το άρθρο θα ήθελα να μιλήσω για τις παρελάσεις.
Αμφιταλαντεύτηκα πολύ πριν καταλήξω αν θα το έγραφα τελικά ή όχι αλλά υπερίσχυσε μέσα μου ο αιρετικός και νά'μαι.
Πάντοτε απηύθυνα το ερώτημα στον εαυτό μου τι χρησίμευε η αναπαραγωγή μιας πρακτικής που στόχο είχε να φοβίζει τους βαρβάρους και να προιδεάζει τον εχθρό για τι τον περίμενε.Ιδίως δε ,που η πρακτική αυτή ,στη σύγχρονη ιστορία ξεκίνησε από φασιστικά καθεστώτα και αν δεν κάνω λάθος έχουμε μείνει η μόνη χώρα στην Ευρώπη που διοργανώνει ακόμα παρελάσεις.
Η βασική μου ένσταση είναι όμως στις μαθητικές παρελάσεις οι οποίες αν δεχτούμε τον εκφοβιστικό χαρακτήρα των στρατιωτικών παρελάσεων, οι μαθητικές τι ακριβώς εξυπηρετούν;


Βρέθηκα την εικοστή ογδόη Οκτωβρίου στη μαθητική παρέλαση της περιοχής μου και βυθίστηκα σε πραγματική θλίψη.
Παιδάκια κάθε ηλικίας από πρώτη δημοτικού ,με απόπειρες χρωματικής ομοιομορφίας ανά σχολείο να προσπαθούν να κρατήσουν ένα υποτυπώδες βήμα ,μια κατά φαντασία ευθύγραμμη σειρά και κυρίως να προσποιηθούν ότι βαδίζουν σε ρυθμό εμβατηρίου ενώ τα περισσότερα έδιναν την εντύπωση ότι έχουν προσβληθεί από ραχίτιδα ,ότι έχουν καταπιεί κάποια κρεμάστρα ή ότι μόλις βγάλανε το γύψο από τα δυό τους πόδια και δοκιμάζουν ποιο περπατάει καλύτερα.
Σίγουρα εδώ ίσχυε αυτό που λέει και ο Κύριος ,"να μη γνωρίζει η αριστερά σου ,τι ποιεί η δεξιά σου " αλλά όταν το είπε δεν νομίζω ότι εννοούσε αυτό.
Παιδάκια που περνούσανε μπροστά στα μάτια μου σαν μια ατελείωτη σειρά από καρτούν ,και που το καθένα είχε τις δικές του ιδιομορφίες. Διαφορετικό βήμα από τους άλλους ,διαφορετικό στήσιμο στην υποτιθέμενη ευθεία και ρούχα που στο κατιτίς τους το καθένα, καταφέρνανε να δημιουργούν μια εξαίσια πανδαισία διαφορετικότητας.
Αν υποθέσουμε ότι οι παρελάσεις στόχο έχουν να αναδείξουνε μέσα από το κάλλος και τη ρώμη ,την ομοιομορφία ,εδώ το αποτέλεσμα που προέκυπτε ήταν το εντελώς αντίστροφο.
Εκεί όμως που πραγματικά μου ήρθε να βάλω τα κλάματα ήταν όταν παρέλασαν από μπροστά μας τα γυμνάσια και τα λύκεια.
Εκεί τα παιδιά πετύχαιναν ένα σαφώς καλύτερο αποτέλεσμα στο βηματισμό και στους σχηματισμούς τους.
Σου σχιζόταν η καρδιά όμως βλέποντας αυτά τα όμορφα αγόρια και κορίτσια με το αποφασιστικό βλέμμα και την αλύγιστη κορμοστασιά να βαδίζουν πηγαίνοντας γραμμή στον σύγχρονο Μινώταυρο ,θυσία στις επιταγές της μνημονιακής πατρίδας μας ενώ οι γονείς τους παραβιάζοντας τις γραμμές περιφρούρησης της αστυνομίας ,όλο καμάρι τους τραβούσαν φωτογραφίες σαν να ήθελαν να εγκλωβίσουν αυτή τη μοναδική στιγμή της αθωότητας ,τη στιγμή που το παιδί τους πίστευε ακόμη πως είναι ικανό να φυλάξει θερμοπύλες και όχι να γίνει ακόμα μία αριθμητική παράπλευρη απώλεια στο βωμό της ανεργίας και της μετανάστευσης.

Και εδώ το ομότιτλο κομμάτι από τους καταπληκτικούς Magazine. που εδώ δε σημαίνει περιοδικό αλλά πυριτιδαποθήκη.

Κλ

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 2 Το σοσιαλιστικό κόμμα (ΣΕΚΕ)

Μετά τα αριστερά κόμματα έχουμε εδώ και την αναφορά στο σοσιαλιστικό ΣΕΚΕ.
Βέβαια καλύτερα θα πήγαινε αν ως σοσιαλιστική χαρακτηριζόταν η Κοινωνιολογική Εταιρεία του Παπαναστασίου και ως αριστερό το μετονομασθέν αργότερα σε ΚΚΕ, ΣΕΚΕ αλλά το βιβλίο μας έχει συνηθίσει σε τέτοιες αυθαιρεσίες.
Προφανώς διέπεται από τη λογική ,"αφού θα το παπαγαλίσουν τι μας κόφτει;"
Ας δούμε το ΣΕΚΕ λοιπόν.


Στις 17 Νοέμβρη του 1918 (4 Νοέμβρη με το παλιό ημερολόγιο) συνήλθε στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Ατμοπλοίων Πειραιώς στον Πειραιά, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα γραφεία της ΠΕΜΕΝ, το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ. Αιτία υπήρξε η ανάγκη συνένωσης των σοσιαλιστικών οργανώσεων και ομάδων σε ένα κόμμα με κοινές αρχές, πολιτική και πρόγραμμα. Οι εργασίες του συνεδρίου κράτησαν 7 μέρες και ολοκληρώθηκαν στις 23 Νοέμβρη του 1918.
Σύμφωνα με τον Αβραάμ Μπεναρόγια: "Στο συνέδριο ήσαν όλοι οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών ζυμώσεων παλαιοτέρων ετών, πλην του Πλάτωνος Δρακούλη, οι ζωηρότεροι και συνειδητότεροι εκπρόσωποι του ελληνικού προλεταριάτου καπνεργάται, ηλεκτροτεχνίται, σιγαροποιοί, ναυτικοί, οι εκπρόσωποι των νέων ιδεολόγων διανοουμένων, φοιτηταί επαναστάται, δοκιμασθέντες ήδη στον αγώνα υπέρ των ιδεών των. Μια χούφτα ανθρώπων περί τους 30 εν όλω έθετον τις βάσεις ενός νέου και ιστορικού κόμματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ήνοιγον τον δρόμον της πολιτικής σταδιοδρομίας της νέας κοινωνικής τάξεως, του ελληνικού προλεταριάτου".
Στο συνέδριο συμμετείχαν και δύο βουλευτές, ο Αριστοτέλης Σίδερης και ο Αλβέρτος Κουριέλ, που είχαν εκλεγεί στη Θεσσαλονίκη με τη Φεντερασιόν στις εκλογές του 1915.
Το Α΄ Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο ξεκίνησε τις εργασίες του με σύντομη ομιλία του ηλεκτροτεχνίτη και προσωρινού προέδρου των εργασιών Σταμάτη Κόκκινου, ο οποίος, μιλώντας εκ μέρους της οργανωτικής επιτροπής, είπε:
«Η αίθουσα εις την οποίαν συνεδριάζομεν δεν ανήκει εις το Σοσιαλιστικόν Κόμμα και ως εκ τούτου δεν πρέπει να κάμει εντύπωσιν εις το κοινόν η διακόσμησις, η κάθε άλλο παρά σοσιαλιστική. Εύχομαι, όπως εις το ερχόμενον συνέδριον έχωμεν αίθουσαν ιδικήν μας, όπως ημείς θέλωμεν».
Στη συνέχεια ο Αβραάμ Μπεναρόγια διάβασε εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα και κατόπιν το λόγο πήρε ο Άντζελ Πεχνά εκ μέρους των Σοσιαλιστών Καβάλας, ο οποίος και ζήτησε τη διακοπή των εργασιών για το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε ένδειξη συμπαράστασης προς τη Γερμανική Επανάσταση που εξελισσόταν εκείνες τις μέρες με ηγέτες τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ. Τέλος, το λόγο ξαναπήρε ο Μπεναρόγια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την άδεια «να αποστείλει χαιρετιστήρια τηλεγραφήματα, όπου πρέπει».

Την οργανωτική επιτροπή που είχε εκλεγεί από τη Δεύτερη Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη την αποτελούσαν οι:
Άριστος Αρβανίτης
Νίκος Δημητράτος
Σταμάτης Κόκκινος
Αβραάμ Μπεναρόγια
Δημοσθένης Λιγδόπουλος

Ο Αβραάμ Μπεναρόγια ,ιδρυτής της Φεντερασιόν.

Στο συνέδριο εκδηλώθηκαν τρεις πολιτικές και ιδεολογικές τάσεις:
Αριστερή (Ν. Δημητράτος, Δ. Λιγδόπουλος, Σ. Κομιώτης, Μ. Οικονόμου)
Κεντρώα (Α. Μπεναρόγια, Σ. Κόκκινος)
Δεξιά (Αρ. Σίδερης, Π. Δημητράτος, Ν. Γιαννιός)
Τελικά μετά από έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις επικράτησαν οι απόψεις της αριστερής πτέρυγας που εμπνεόταν από την Οχτωβριανή Επανάσταση και το κόμμα από την ίδρυσή του κιόλας απέκτησε επαναστατικό προσανατολισμό. Το κόμμα διακύρηττε ανοιχτά και περήφανα ότι παλεύει "δια την ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του διεθνούς σοσιαλισμού". Ο Νικόλαος Γιαννιός και η ομάδα του αποχώρησε από το συνέδριο χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις.
Στο Ιδρυτικόν Ψήφισμα του ΣΕΚΕ αναφέρεται:
"Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος βασίζεται επί των θεμελιωδών αρχών:
Πολιτική και οικονομική οργάνωσις του προλεταριάτου σε ξεχωριστό κόμμα τάξεως για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και δημοσιοποίησην των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής δηλαδή την μεταβολήν της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας εις κοινωνίαν κολλεχτιβικήν ή κομμουνιστικήν .
Γενικά εκφράστηκαν θέσεις για την εγκαθίδρυση Δημοκρατίας, δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, διαχωρισμού κράτους εκκλησίας, κατάργηση έμμεσων φόρων, προοδευτική φορολογία, εξίσωση δύο φύλλων, καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και εισαγωγής στα σχολεία γλωσσών των διάφορων εθνοτήτων. Το συνέδριο επίσης υιοθέτησε ψήφισμα ίδρυσης Δημοκρατικής Ομοσπονδίας των Βαλκανικών Κρατών. Τέλος ψήφισε «διαμαρτυρίαν δια την μελετώμενην επέμβασιν των συμμάχων κατά της νεαράς Σοβιετικής Δημοκρατίας».
Την πρώτη Κεντρική Επιτροπή που εκλέχθηκε στο συνέδριο αποτελούσαν οι:
Νίκος Δημητράτος
Άριστος Αρβανίτης
Δημοσθένης Λιγδόπουλος
Σταμάτης Κόκκινος
Μιχάλης Σιδέρης
Γραμματέας της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής εκλέχτηκε ο Νίκος Δημητράτος.
Την Εξελεγκτική Επιτροπή αποτελούσαν οι:
Γιώργος Πισπινής
Σπύρος Κομιώτης
Αβραάμ Μπεναρόγια
Διευθυντής της εφημερίδας Εργατικός Αγών που ήταν το πρώτο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του κόμματος εκλέχτηκε ο Δ. Λιγδόπουλος.
Η πρώτη συγκέντρωση του ΣΕΚΕ οργανώθηκε τον Δεκέμβριο του 1918 στο θέατρο "ΔΙΟΝΥΣΙΑ" στην Πλατεία Συντάγματος και συγκέντρωσε αρκετό κόσμο. Παρόμοιες συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν σε Βόλο, Καβάλα και Θεσσαλονίκη.
Ως όργανο του κόμματος χρησιμοποιήθηκε η εβδομαδιαία εφημερίδα Εργατικός Αγών. Η καθημερινή ενημέρωση των μελών γινόταν μέσω του Ριζοσπάστη που έκδιδε ο Ι.Πετσόπουλος και συνέκλινε με τις απόψεις του ΣΕΚΕ.
Πρώτο μέλημα των μελών του ΣΕΚΕ ήταν η οργάνωση των εργατοϋπαλλήλων στα συνδικάτα στα πλαίσια της ΓΣΕΕ. Αν και ολιγάριθμα τα μέλη του απέκτησαν γρήγορα μεγάλη επιρροή στα συνδικάτα.
Με την βοήθεια του κόμματος η ΓΣΕΕ οργάνωσε το 1919 την πρώτη υπαλληλική απεργία τραπεζικών στην Ελλάδα και τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς της χρονιάς εκείνης με αιτήματα αύξησης ημερομισθίων, καθιέρωση οκταώρου και κοινωνικές ασφαλίσεις. Λόγω των απαγορεύσεων της κυβέρνησης Βενιζέλου να πραγματοποιηθούν εκδηλώσεις μέσα στα αστικά κέντρα οι εκδηλώσεις έλαβαν χώρα στα προάστια.
Στις 18-24 Μάη 1919 έγινε το πρώτο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ.
Στο Α' Εθνικό Συμβούλιο πήραν μέρος τα μέλη της Κεντρικής και της Εξελεγκτικης επιτροπής. Επίσης έλαβε μέρος ο αντιπρόσωπος των νεολαίων στην Κεντρική Επιτροπή, Φ. Τζουλάτι, οι βουλευτές Α. Σίδερης, Α. Κουριέλ και οι αντιπρόσωποι τμημάτων του κόμματος σε διάφορες πόλεις.
Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο αποφασίστηκε η αποχώρηση του κόμματος από την Β' Διεθνή και η ένταξη του στην Γ' Διεθνή ή Κομμουνιστική (ΚΔ), που είχε ιδρυθεί το Μάρτη του 1919 στη Μόσχα. Η απόφαση αυτή πάρθηκε μετά από σκληρή αντιπαράθεση των δύο αντίπαλων τάσεων του κόμματος, της αριστερής με επικεφαλής τους Ν. Δημητράτο, Δ. Λιγδόπουλο και Μ. Σιδέρη και της δεξιάς με επικεφαλής τους Α. Μπεναρόγια και Α. Σίδερη. Παραιτήθηκαν τότε από την ΚΕ για λόγους ευθιξίας οι Νίκος Δημητράτος, Δημοσθένης Λιγδόπουλος και Μ. Σιδέρης, παρόλο που είχαν πετύχει να περάσουν την άποψή τους, γιατί κατηγορήθηκαν από τους αντιπάλους τους για τη βιασύνη τους να συνδεθούν με την ΚΔ. Επίσης αποφασίστηκε η σύγκληση του 2ου συνεδρίου του ΣΕΚΕ και καταδικάστηκε ξανά η επέμβαση των ξένων κρατών στην Σοβιετική Ρωσία.
Εκλέχθηκε τετραμελής Κεντρική Επιτροπή από τους Παναγή Δημητράτο, Σ. Κόκκινο, Α. Αρβανίτη και Α. Τσαλαβούτα. Γραμματέας της Κ.Ε ανέλαβε ο δάσκαλος Παναγής Δημητράτος.
Στις 25 Νοέμβρη του 1919 συνήλθε το δεύτερο Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ. Αποφάσισε την αποστολή του Δ.Λιγδόπουλου στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ) στη Σόφια και στην συνέχεια στη Μόσχα στο 2ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ) για να εκτελέσει την απόφαση του πρώτου Εθνικού Συμβουλίου, την ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κ.Δ. Επίσης επανήλθαν στην ηγεσία του κόμματος οι Ν. Δημητράτος, Δ. Λιγδόπουλος και Μ. Σιδέρης που είχαν παραιτηθεί στο πρώτο Εθνικό Συμβούλιο τον Ιούνιο του 1919.
Αντιπρόσωποι του 2ου συνεδρίου του ΣΕΚΕ.
Το συνέΝίκοδριο επίσης παρακολούθησαν τα διοικητικά συμβούλια των μεγαλύτερων συνδικάτων και εργατικών οργανώσεων, μέλη και φίλοι του κόμματος, δημοσιογράφοι έλληνες και ξένοι.
Το συνέδριο ενέκρινε και πάλι την απόφαση για ένταξη του ΣΕΚΕ στην Κομιντέρν, αποδέχτηκε με σαφήνεια την Δικτατορία του προλεταριάτου καθώς και την αρχή του Δημοκρατικού συγκεντρωτισμού ως βάση της οργανωτικής συγκρότησης και λειτουργίας.
Ψηφίστηκε νέο καταστατικό και το όνομα του κόμματος άλλαξε σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (Κομμουνιστικό). Υπήρχαν κάποιοι που διαφώνησαν με αυτές τις αποφάσεις γιατί πίστευαν ότι θα έπρεπε το κόμμα να αποτελείται από πολλές ομάδες με συγκρουόμενες απόψεις, πρότειναν οργανωτική χαλαρότητα και αρνούνταν την συμμετοχή στην κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ακόμα υπήρχαν και κάποιοι οι οποίοι είχαν ως σύνθημα «...πρώτα μόρφωση μετά δράση...» που αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα των κινημάτων των Αρχειομαρξιστών και των Τροτσκιστών στην Ελλάδα. Ο Παντελής Πουλιόπουλος, ωστόσο, ηγέτης μετέπειτα του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών και πρώτος γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1924) δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, όντας πιστός στην προοπτική της Κομιντέρν.
Τέλος το συνέδριο αποφάσισε την οργανική σύνδεση του κόμματος με την ΓΣΕΕ.


Μπορούμε να πούμε ότι πλέον το ΣΕΚΕ(Κομμουνιστικό) λειτουργεί ως Κόμμα νέου τύπου.

Σύμφωνα με απόφαση του 2ου συνεδρίου ο Δ. Λιγδόπουλος θα μετέβαινε στη Σοβιετική Ένωση σαν εκπρόσωπος του ΣΕΚΕ στο 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν (ΚΔ) και για να διεξάγει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη του κόμματος στις τάξεις της. Ο Λιγδόπουλος θα παρακολουθήσει το 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν στη Μόσχα το καλοκαίρι του 1920 και θα διαπραγματευθεί την ένταξη του ΣΕΚΕ στις τάξεις της. Θα υπάρξει καταρχήν συμφωνία και η ΚΔ θα στείλει στην Ελλάδα σαν αντιπρόσωπό της το νεαρό ελληνορώσο Ωρίωνα Αλεξάκη για την υπογραφή της ένταξης. Οι δύο νεαροί κομμουνιστές Λιγδόπουλος και Αλεξάκης θα πάρουν από την Οδησσό, τον Οκτώβρη του 1920, πλοίο για να επιστρέψουν στην Ελλάδα αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα δολοφονηθούν από Τουρκολαζούς λαθρεμπόρους στη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης του ΣΕΚΕ με την ΚΔ είχε τραγικό τέλος.
Στις 16-19 Σεπτέμβρη 1920 έλαβε χώρα έκτακτο εκλογικό συνέδριο του ΣΕΚΕ στην Αθήνα. Σε αυτό πήραν μέρος η κεντρική επιτροπή, η εξελεγκτική επιτροπή, οι βουλευτές Α. Σίδερης, Α. Κουριέλ και οι αντιπρόσωποι των τμημάτων. Δεν ξέρουμε τα ονόματα των αντιπροσώπων από την Καλαμάτα, Ιωάννινα και Κεφαλλονιά.
Το θέμα του συνεδρίου ήταν η στάση που θα κρατούσε το κόμμα στις προκηρυγμένες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920. Το συνέδριο αποφάσισε την συμμετοχή του κόμματος στις εκλογές και ψήφισε εκλογικό πρόγραμμα. Τάχθηκε κατά της μικρασιατικής εκστρατείας γιατί αυτή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ξένων και ελλήνων καπιταλιστών υπό τη σημαία της Αντάντ. Ακόμα εξέλεξε 23 υποψηφίους και εξουσιοδότησε την κεντρική επιτροπή με την ελευθερία διεύρυνσης της λίστας κατά βούληση. Το κόμμα πραγματοποίησε μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις με σύνθημα το "Σφυρί-Δρεπάνι".
Το ΣΕΚΕ συγκέντρωσε περίπου το 13% των ψήφων (100.000), αλλά λόγω του εκλογικού συστήματος δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή.
Τέλος άλλαξε η θέση του κόμματος στο αγροτικό ζήτημα ζητώντας "...άμεση και οριστική κατοχή των αγροκτημάτων στους δουλευτές τους χωρίς αποζημίωση και ταυτόχρονα την κατάσχεση των έκτακτων πολεμικών κερδών των τσιφλικάδων...". Έτσι ακολούθησε τις επιταγές του μαρξισμού-λενινισμού για συμμαχία προλεταριάτου - αγροτιάς.

Στις 2 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη. Η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου την παρουσίασε ως περιορισμένη επιχείρηση στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ. Τελικά η επιχείρηση μετατράπηκε σε εκτεταμένη πολεμική σύρραξη. Από την αρχή το ΣΕΚΕ την χαρακτήρισε ως τυχοδιωκτική ιμπεριαλιστική πολεμική περιπέτεια. Η αντίδραση του λαού ήταν θετική αφού ήταν αποκαμωμένος από τις διαρκείς πολεμικές συγκρούσεις. Αυτό όμως το εκμεταλλεύτηκε η αντιβενιζελική παράταξη "Ηνωμένη Αντιπολίτευσις" και κέρδισε τις εκλογές της 1ης Νοέμβρη του 1920 με συνθηματολογία περί ειρήνης. Αντίθετα όμως με τις προκηρύξεις της η νέα κυβέρνηση όχι μόνο δεν σταμάτησε την εκστρατεία αλλά κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις και έβαλε στόχο την Άγκυρα, που ήταν η έδρα του κεμαλικού κινήματος. Σε εκείνες τις εκλογές παρά τις δεκάδες χιλιάδες ψήφους το ΣΕΚΕ δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή λόγω του εκλογικού συστήματος. Στη θερινή εκστρατεία του 1921 ο ελληνικός στρατός απέτυχε να καταλάβει την Άγκυρα και να συντρίψει τον κεμαλικό στρατό έχοντας τεράστιες απώλειες.
Στο μικρασιατικό μέτωπο θα δραστηριοποιηθούν Έλληνες κομμουνιστές με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο και τον Ελευθέριο Σταυρίδη που θα δημιουργήσουν αντιπολεμικούς πυρήνες και θα κυκλοφορήσουν την εφημερίδα Ερυθρός Φρουρός. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Κομμουνιστών Φαντάρων του Μετώπου θα κυκλοφορήσει προκηρύξεις στους στρατιώτες συνήθως γραμμένες από τον Πουλιόπουλο. Αυτές οι προκηρύξεις θα είναι κατά της εκστρατείας και του πολέμου και όπως χαρακτηριστικά γράφουν «για τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων τραπεζιτών και καπιταλιστών σκοτώνονται τα παιδιά των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας». Μάλιστα ο Πουλιόπουλος τον Ιούνιο του 1922 θα συλληφθεί και θα παραπεμφθεί σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, αλλά με την κατάρρευση του μετώπου θα αφεθεί ελεύθερος.
Η διατήρηση μιας πολυάριθμης στρατιάς στη Μικρά Ασία για χρόνια δημιούργησε τεράστια οικονομικά προβλήματα και η οικονομία της Ελλάδας κατέρρευσε. Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη τον Μάιο του 1922 κατέφυγε στην "διχοτόμηση" των χαρτονομισμάτων που την ακολούθησε θύελλα απεργιών και διαμρτυριών. Το ΣΕΚΕ διακήρυσσε ότι η μόνη λύση ήταν η συνεννόηση με τον τουρκικό λαό έξω από ιμπεριαλιστικά πλαίσια, για ειρήνη και διευθέτηση του προβλήματος του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή. Λόγω αυτής της θέσης τα ηγετικά μέλη του ΣΕΚΕ διώχθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και οι επιθέσεις στα γραφεία του Ριζοσπάστη έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Έτσι η λειτουργία του κόμματος μέχρι τα τέλη του 1922 θα απορυθμιστεί.

Στις 19 Φλεβάρη του 1922 συνήλθε η Α' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΕΚΕ(Κ). Τα θέματα που την απασχόλησαν ήταν: Η πολιτική κατάσταση και τα καθήκοντα του κόμματος, η επαγγελματική τακτική, το κόμμα και η Γ' Διεθνής, ο Ριζοσπάστης, το περιοδικό του κόμματος και το εκδοτικό τμήμα. Η συνδιάσκεψη συνήλθε γιατί αρκετά ηγετικά στελέχη είχαν φυλακιστεί από το αστικό καθεστώς και στο κόμμα είχε ξεσπάσει μια έντονη εσωκομματική διαπάλη ανάμεσα σε τρεις αντιμαχόμενες ομάδες. Μία με επικεφαλής τους Ν. Σαργολόγο και Ε. Παπαναστασίου που είχε υιοθετήσει υπρεπαναστατικά συνθήματα και έσπρωχνε το κόμμα σε τυχοδιοκτισμούς. Μια δεύτερη από τους Ν. Δημητράτο, Αρ. Σίδερη και Α. Κουριέλ που υποστήριζε την εγκατάλειψη της επαναστατικής τακτικής και τη συνεργασία με τα αστικά κόμματα και μια τρίτη από τους Γ. Κορδάτο, Γ. Γεωργιάδη και Α. Μπεναρόγια που ζητούσε γενικότερη αναθεώρηση της γραμμής του κόμματος. Αποτέλεσμα αυτής της διαπάλης ήταν η θέση της "Μακράς νομίμου υπάρξεως". "Το Κόμμα διατρέχον ακόμη περίοδον οργανώσεως και προπαγάνδας, έχει ανάγκην μακράς νομίμου υπάρξεως". Το κόμμα με αυτή τη θέση εγκατέλειπε προσωρινά τον επαναστατικό προσανατολισμό του. Η θέση αυτή προκάλεσε την αντίθεση πολλών μελών και στελεχών του κόμματος και γρήγορα τέθηκε ζήτημα αναθεώρησής της. Εκλέχθηκε νέα Κεντρική Επιτροπή από τους:
Γιάννη Κορδάτο
Γιώργο Γεωργιάδη
Γιάννη Πετσόπουλο (ιδιοκτήτης Ριζοσπάστη)
Γιάννη Λαγουδάκη
Γρηγόρη Παπανικολάου
Αριστοτέλη Σίδερη
Μιχάλη Σιδέρη
Γραμματέας της ΚΕ θα αναλάβει ο Γιάννης Κορδάτος.
Με την τραγική κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας επιστρέφουν από το μέτωπο και εντάσσονται στο κόμμα, στα τέλη του 1922, πολλοί κομμουνιστές στρατιώτες. Αυτοί θα αποτελέσουν τη δυναμική αριστερή πτέρυγα του κόμματος με ηγέτη τον Π. Πουλιόπουλο. Θα επιδιώξουν την επαναφορά του κόμματος σε επαναστατική τροχιά εγκαταλείποντας τη θέση της "μακράς νομίμου υπάρξεως", την μπολσεβικοποίηση του κόμματος και τη διαγραφή από αυτό των οπορτουνιστών της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ που αντιδρούν σ' αυτή. Το Νοέμβριο (2-13) του 1922 στην Αθήνα, στα γραφεία του συνδικάτου "Πρόοδος" συνήλθε το 1ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ). Τα θέματα ήταν : Λογοδοσία της ΚΕ. Γενική πολιτική-επαγγελματική τακτική. Ζήτημα εκλογών. Οργανώσεις του κόμματος. Εκλογή νέας διοίκησης. Εκλέχτηκε νέα ΚΕ και Γραμματέας της ΚΕ θα αναλάβει ο Νίκος Σαργολόγος, μια σκοτεινή μορφή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Τη νέα ΚΕ αποτελούσαν οι:
Νίκος Σαργολόγος
Γιάννης Κορδάτος
Γιάννης Λαγουδάκης
Θεόδωρος Μάγγος
Δημήτρης Γιαμογιάννης



Με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕ στις 28 Νοέμβρη 1922, συνήλθαν στη Θεσσαλονίκη αντιπρόσωποι των σοσιαλιστικών οργανώσεων νέων από διάφορες πόλεις της Ελλάδας και ίδρυσαν την Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ). Η ΟΚΝΕ εντάχθηκε αμέσως στην Κομμουνιστική Διεθνή Νέων. Το πρώτο συνέδριο της ΟΚΝΕ εξέλεξε Κεντρική Επιτροπή από τους Ζακ Βεντούρα, Μωυσή Βεντούρα, Σπύρο Θεοδώρου, Μ. Καράσσο και Γ. Φράππα. Δημοσιογραφικό όργανο της ΟΚΝΕ έγινε η εφημερίδα Νεολαία.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1923 θα συνέλθει το 2ο Έκτακτο (εκλογικό) Συνέδριο με θέμα την αναδιοργάνωση του κόμματος λόγω της μακράς απουσίας από αυτό πολλών ηγετικών στελεχών. Επίσης θα τεθεί ξανά το θέμα της οργανικής σύνδεσης με την Κομιντέρν, αλλά η απόφαση θα μετατεθεί για το επόμενο συνέδριο. Θα απομακρυνθεί από την Κεντρική Επιτροπή ο Νίκος Σαργολόγος και θα εκλεγεί νέα ΚΕ με Γραμματέα τον συνδικαλιστή από το Βόλο, Θωμά Αποστολίδη. Την τετραμελή ΚΕ αποτελούσαν οι:
Θωμάς Αποστολίδης
Σεραφείμ Μάξιμος
Ελευθέριος Σταυρίδης
Χρήστος Τζάλλας
Το συνέδριο εξέλεξε επίσης Κεντρική Εκλογική Επιτροπή (ΚΕΕ) με επικεφαλής τον Γ. Κορδάτο και Ε. Παπαναστασίου. Σε προκύρηξη που απηύθυνε στις 16 Οκτώβρη 1923 η ΚΕΕ τόνιζε ότι:
"Το Κομμουνιστικό Κόμμα που βγήκε μέσα από τα σπλάχνα των τίμιων εργατών του χεριού και του πνεύματος, κατέρχεται εις τας εκλογάς για να αποκαλύψει την προδοσίαν των αστικών κομμάτων και να χτυπήσει αλύπητα την νέαν απόπειρα προς εξαπάτηση του λαού".
Το εκλογικό σύνθημα του κόμματος ήταν "Σφυρί-Δρεπάνι". Στις εκλογές στις 16 Δεκέμβρη 1923 το ΣΕΚΕ(Κ) συγκέντρωσε 18000 ψήφους και δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή.
Το 1922-1923 εμφανίστηκε στους κόλπους του ΣΕΚΕ μια αντιπολιτευόμενη κίνηση, που από την Πρωτομαγιά του 1923 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Αρχείο Μαρξισμού, από το οποίο τα μέλη της πήραν το όνομα Αρχειομαρξιστές. Ηγέτης της κίνησης αυτής, που αυτοπαρουσιαζόταν ως ομάδα με το όνομα Εργασία, ήταν ο Φραγκίσκος Τζουλάτι. Μέχρι το 1924 που ψηφίστηκε η διαγραφή τους για φραξιονισμό, ανήκαν οργανωτικώς στο ΣΕΚΕ. Κύριο σύνθημα των αρχειομαρξιστών ήταν πρώτα μόρφωση, μετά δράση. Ο Τζουλάτι, αντιλαμβανόμενος την ανεπάρκειά του μπροστά στις μεγάλες ευθύνες που προέκυψαν, παραιτήθηκε και πρότεινε το Δημήτρη Γιωτόπουλο ως αντικαταστάτη του. Ο Δ. Γιωτόπουλος έγινε ο ηγέτης των αρχειομαρξιστών μαζί με τον ηθοποιό Γιώργη Βιτσώρη

Στο 3ο Έκτακτο Συνέδριο (26 Νοέμβρη - 3 Δεκέμβρη) το 1924, το κόμμα μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και εντάχθηκε οριστικά στους κόλπους της ΚΔ, αποδεχόμενο τους 21 όρους της. Έτσι ξεκίνησε η μπολσεβικοποίηση, δηλαδή η οργάνωση σαν ένα τυπικό επαναστατικό κόμμα, τμήμα της Κ.Δ, σύμφωνα με τις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Στο συνέδριο εκλέχθηκε 15μελής Κ.Ε αποτελούμενη από τους Π. Πουλιόπουλο, Θ. Αποστολίδη, Σ. Μάξιμο, Κ. Σκλάβο, Ν. Νικολαΐδη, Β. Νικολινάκο, Ν. Ευαγγελόπουλο, Ε. Ακριβόπουλο, Γ. Κορδάτο, Ε. Σταυρίδη, Κ. Θέο, Α. Χαϊτά, Σαρόγλου, Ταχογιάννη και Κοσμά. Αναπληρωματικά μέλη εκλέχτηκαν οι Φ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπανικολάου, Κ. Κωνσταντινίδης, Α. Παπαδόπουλος. Από τα 15 μέλη της ΚΕ, οι 7 πρώτοι εκλέχτηκαν στην Εκτελεστική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε για πρώτη φορά.
Γραμματέας της Κ.Ε εκλέγεται ο νομικός Παντελής Πουλιόπουλος που είχε έρθει από το μικρασιατικό μέτωπο μετά την κατάρρευση του 1922 και ήταν πρόεδρος του "Συλλόγου Παλαιών Πολεμιστών & Θυμάτων Πολέμου". Ήταν επαρκώς μαρξιστικά καταρτισμένος, είχε μεταφράσει στα ελληνικά κλασικά μαρξιστικά έργα και ήταν πολύγλωσσος. Αν και ο Πουλιόπουλος ήταν μόνο 23 ετών είχε τη στήριξη της ΚΔ γιατί ήταν πιστά προσηλωμένος στην προοπτική της ΚΔ και στις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού.
Επίσης διαγράφηκαν από το κόμμα πολλά από τα ιδρυτικά στελέχη του ΣΕΚΕ (Ν. Δημητράτος, Α. Μπεναρόγια, Γ. Γεωργιάδης κ.α) σαν Οπορτουνιστές (καιροσκόποι με μικροαστική νοοτροπία), καθώς και οι Αρχειομαρξιστές. Ο Νίκος Ζαχαριάδης για τα μέλη της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ αρκετά χρόνια αργότερα έλεγε ότι "δεν μπόρεσαν να αποβάλλουν τη μικροαστική νοοτροπία και να αποκτήσουν μπολσεβίκικη. Ο μπολσεβίκος δεν μπόρεσε να επικρατήσει του μικροαστού".
Το κόμμα στο εξής συνέχισε την κομμουνιστική του διαδρομή σαν ΚΚΕ - ελληνικό τμήμα της Κ.Δ.
κτροκίνησης

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

ΒΙΒΛΙΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Κύλησε και ο Σεπτέμβρης γρήγορα και δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν πολλές αναγνώσεις.
Τώρα τελευταία έχει γενικώς την τιμητική της η Σκανδιναβική χερσόνησος με μια σειρά από συγγραφείς που καταπιάνονται με το αστυνομικό μυθιστόρημα ,ένα είδος που μέχρι πρότινος το σνομπάραμε στη χώρα μας.

Ξεκίνησα λοιπόν αυτόν το μήνα με το φινλανδικό μυθιστόρημα " ο θεραπευτής ".
Το ενδιαφέρον με αυτό το βιβλίο δεν είναι τόσο η ιστορία που έχει να πει που είναι μια συνηθισμένη σειρά εγκλημάτων που ζητάνε λύση ,αλλά το οικονομικό φόντο που μας μιλάει για μια Φινλανδία σε κρίση και ύφεση.
Μια Φινλανδία που όπως και η χώρα μας καταρρέει αποσυνθέτοντας τον οικονομικό ,τον κοινωνικό και τον ηθικό ιστό της κάτι που μας ανατρέπει την όλη εικόνα που έχουμε στο μυαλό μας για αυτή τη χώρα.
Διαβάζεται μέσα σε δύο ώρες


Κατόπιν ήρθε το βαρύ πυροβολικό αυτού του μήνα , το "νυκτερινό τρένο για Λισαβόνα", το οποίο ως ταινία πρόσφατα παίχτηκε στους κινηματογράφους.

Ένα εκπληκτικό βιβλίο με έντονη φιλοσοφική διάθεση πάνω στη συνειδητοποίηση ενός Ελβετού καθηγητή ότι η ζωή του φεύγει ανεκμετάλλευτη .
Με ευκαιρία αυτή τη συνειδητοποίηση έρχεται η απόφαση για μια καινούργια αρχή.Μόνο που αυτή η αρχή πραγματώνεται με την αγκίστρωση του καθηγητή στη ζωή ενός πεθαμένου πορτογάλου γιατρού την ύπαρξη του οποίου πληροφορήθηκε από ένα τυχαίο περιστατικό.

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Λισαβόνα που μέσα από την αφήγηση παίρνει συμβολικό και τελικά μυθικό χαρακτήρα θυμίζοντας το sailing to Byzantium του Yeats.



Το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο και ένα από τα κεντρικά σημεία που εστιάζει είναι η ομορφιά της γλώσσας αλλά και η άσκοπη χρήση που της γίνεται από ανθρώπους που τελικά δε θέλουν να επικοινωνήσουν αλλά απλώς να πουν κάτι.
Αποτελεί μια αναγνωστική Ιθάκη που εύχεσαι να μην τελειώσει.





Κλείνω με υπέροχη πορτογαλική μουσική από τη μαγική αυτή χώρα.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 2. Από τη συνθήκη των Σεβρών έως την ήττα στη Μ.Ασία

Εδώ η συνθήκη λαμβάνεται για άλλη μια φορά ως δεδομένη και ενώ αποτελεί τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία του σύγχρονου ελληνικού κράτους , το βιβλίο δε μας πληροφορεί για τα εδαφικά οφέλη της Ελλάδας πέρα από μερικές γενικότητες.

Συθήκη Σεβρών λοιπόν.




Στις 28 Ιουλίου του 1920 τερματίζεται και τυπικά για την Ελλάδα και την Τουρκία ο Πόλεμος. Σε μια αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, κοντά στο Παρίσι, υπογράφεται η τελική συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και τους συμμάχους της Αντάντ. Είναι η γνωστή συνθήκη των Σεβρών που έκανε το όραμα της “Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών” να μοιάζει εφικτό. Τελικά αποδείχτηκε εφιάλτης που ακόμη και σήμερα μας στοιχειώνει.Στις 28 Ιουλίου του 1920 σε μια αίθουσα του δημαρχείου των Σεβρών, κοντά στο Παρίσι, υπογράφεται η τελική συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και τους συμμάχους της Αντάντ. Την Ελλάδα εκπροσωπούν (και υπογράφουν) ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Έλληνας πρεσβευτής στο Παρίσι Άθως Ρωμανός.

Η συνθήκη, γενικά, είναι άκρως καταδικαστική για την Τουρκία.

Οι όροι της Συνθήκης.
Η Ελλάδα, κατοχύρωνε επισήμως την Δυτική Θράκη ενσωμάτωνε την Ανατολική, μέχρι περίπου την Κωνσταντινούπολη Έπαιρνε τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο και επισημοποιούσε την παρουσία της στην περιοχή της Σμύρνης και στην ενδοχώρα της .

Η Ελλάδα φαινόταν να έχει ήδη εξασφαλίσει τα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου και την Κύπρο , ενώ συνεχίζονταν οι διαβουλεύσεις και για τη Βόρειο Ήπειρο.

Οι βενιζελικοί πανηγύρισαν την υπογραφή της συνθήκης και θεώρησαν ότι αυτή παγίωνε τα ελληνικά δίκαια.
Τον ενθουσιασμό αυτόν δεν συμμεριζόταν η κωνσταντινική αντιπολίτευση, πουεξακολουθούσε να καθορίζεται από τα διχαστικά σύνδρομα και να παρουσιάζει τη συνθήκη ως αποτυχία.
Και οι δύο, πάντως πλευρές, δεν φαίνονταν να εντοπίζουν τους πραγματικούς κινδύνους που δημιουργούσε για την Ελλάδα η ασταθής διεθνής κατάσταση και οι αυξανόμενες στρατιωτικές δυσκολίες στη Μικρά Ασία.
Στην Τουρκία κυρίαρχος των εξελίξεων ήταν πλέον ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος είχε ξεκινήσει το κίνημα αντίστασης εναντίον των Ελλήνων.
Για τον Τούρκο ηγέτη η Συνθήκη των Σεβρών δεν ήταν παρά ένα «κουρελόχαρτο» ανάλογο με εκείνο της Ανακωχής του Μούδρου (1918), που θα ακυρωνόταν στην πράξη με την ένοπλη αντίσταση του τουρκικού λαού εναντίον των ξένων εισβολέων. Κύριος στόχος ήταν φυσικά οι Έλληνες .
Στο πλευρό του και το νεαρό σοβιετικό καθεστώς της Ρωσίας, το οποίο είχε κάθε λόγο να αντιπαρατίθεται στην Αντάντ αλλά και ειδικά στην Ελλάδα (που είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία της Ουκρανίας του 1919 εναντίον των μπολσεβίκων).

Οι σύμμαχοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να επιβάλουν στην Τουρκία όσα προέβλεπε η Συνθήκη. Άπαντες εμφανίζονται από ουδέτεροι εως εχθρικοί .

Όσα είχε κερδίσει η Ελλάδα έπρεπε να τα κατοχυρώσει στο πεδίο της μάχης, αντιμέτωπη με το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ. Με τη Συνθήκη των Σεβρών η σουλτανική εξουσία κατέρρευσε και οι κεμαλικοί κυριάρχησαν.

Η πραγματικότητα αυτή οδήγησε τοσοβιετικό καθεστώς του Λένιν, στην υποστήριξη των Τούρκων με τους οποίους στις 3 Δεκεμβρίου 1920 υπογράφει την Συνθήκη του Αλεξαντροπόλ. Αναμενόμενη εξέλιξη , αν υπολογίσει κανείς τη στάση που είχαν κρατήσει οι σύμμαχοι της Αντάντ (αλλά και η ίδια η Ελλάδα) απέναντι στην επανάσταση του.



Κατόπιν έχουμε μικρή εξιστόρηση των μοιραίων εκλογών του 1920
Οι Ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 1920 διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων. Την απόφαση της διεξαγωγής τους έλαβε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε αναλάβει πρωθυπουργός όχι από δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά κατά το Κίνημα Εθνικής Αμύνης, χωρίς να υπήρχε κάποιος έκτακτος ή σπουδαίος λόγος.
Αρχικά μετά τη διάλυση της Βουλής οι εκλογές αυτές προκηρύχθηκαν για τις 25 Οκτωβρίου του 1920.
Δεκατρείς όμως ημέρες πριν τη διεξαγωγή τους πέθανε αιφνίδια από δάγκωμα πιθήκου ο Βασιλιάς Αλέξανδρος. Έτσι στη θέση του ορίστηκε Αντιβασιλέας ο Ναύαρχος Κουντουριώτης. Τελικά οι εκλογές διεξήχθησαν στις 1 Νοεμβρίου 1920 και ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο παρατάξεις για πρώτη φορά στην Ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία, ακριβώς λόγω της πόλωσης που επικρατούσε την εποχή εκείνη. Το ένα ήταν το κυβερνών Κόμμα των Φιλελευθέρων και το άλλο η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις, η οποία ήταν η ένωση όλων των υπολοίπων κομμάτων (Κόμμα Εθνικοφρόνων, Συντηρητικό Κόμμα, Μεταρρυθμιστικό Κόμμα, κ.α. μικρότερα), εκτός από το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος), που κατέβηκε στις εκλογές αυτόνομο, αλλά δεν εξέλεξε βουλευτές.
Από τις εκλογές αυτές νικητής αναδείχθηκε η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις ενώ ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που πριν λίγους μήνες η Βουλή τον είχε ανακηρύξει "άξιον της Ελλάδος ευεργέτην και σωτήρα της πατρίδος", δεν εκλέχθηκε ούτε βουλευτής.
Κυβέρνηση σχηματίζει ο Δημήτριος Ράλλης και στις 24 Ιανουαρίου 1921 ο Ν. Καλογερόπουλος ενω στο Μικρασιατικό μέτωπο φαίνονται τα πρώτα σύννεφα. Στις 26 Μαρτίου 1921 ο Δ. Γούναρης και μετά στις 22 Μαρτίου ο Π. Πρωτοπαπαδάκης. Τον Αύγουστο επέρχεται η Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά έχουμε κυβερνήσεις των Ν. Τριανταφυλάκου και Στ.Γονατά.
Σημειώνεται ότι σε αυτές τις εκλογές ψήφισαν για πρώτη και τελευταία φορά Έλληνες από τη μόλις απελευθερωμένη Ανατολική Θράκη.
Στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, καθώς και στη Δυτική και Ανατολική Θράκη, οι εκλογές διεξήχθησαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, με χάρτινο ψηφοδέλτιο αντί με σφαιρίδια. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε δηλώσει ότι οι Θράκες είναι εγγράματοι με μακρά παράδοση σε τέτοιου είδους διαδικασίες[1].
Μετά την αποτυχία του αυτή ο Ε. Βενιζέλος κατέφυγε στο Παρίσι. Το ίδιο έτος έχασε τις εκλογές και ο Κλεμανσό.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΑ 2 Ο Εθνικός διχασμός (1915-1922)


α. Από την παραίτηση του Βενιζέλου έως τη Συνθήκη των Σεβρών

Το συγκεκριμένο μάθημα πατάει ξαφνικά γκάζι καθότι εννιά χρόνια περιγράφονται με συνοπτικές διαδικασίες μέσα σε τρεις σελίδες.
Γεγονότα ιστορικότατης σημασίας θεωρούνται αυτονόητη γνώση ,όπως για παράδειγμα η δολοφονία του Γεωργίου περιγράφεται απλώς ως διαδοχή χωρίς να δίνεται καμια επιπλέον πληροφορία.
Να μην ξεχνάμε πως η ιστορία μας θεωρείται μάθημα κατεύθυνσης.
Ας πουμε εμείς μερικά πράγματα λοιπόν.

Η δολοφονία του βασιλιά Γεώργιου του Α’, τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη, αποτελεί κατά μία έννοια το ελληνικό αντίστοιχο της δολοφονίας του Αμερικανού προέδρου Τζ. Κέννεντυ, που συνέβη 50 χρόνια αργότερα στο Ντάλλας των Η.Π.Α. Και στις δυο περιπτώσεις: το θύμα ήταν ο ανώτερος πολιτειακός παράγοντας της χώρας, οι αρχές υιοθέτησανσχεδόν από την αρχή τη θεωρία του «μοναχικού δράστη» με προσωπικά κίνητρα, ο βασικός ύποπτος βγήκε από τη μέση προτού ολοκληρωθεί η ανάκριση, ενώ στο πέρασμα του χρόνου αναπτύχθηκαν ποικίλες θεωρίες για την πραγματική ταυτότητα των δραστών και τη συνωμοσία που κρυβόταν πίσω τους…

Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 1912, η Ελλάδα κήρυσσε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπαίνοντας στο πλευρό των -τότε- συμμάχων της Σέρβων και Βούλγαρων, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι τρεις εβδομάδες αργότερα οι πολεμικές εξελίξεις θα υποχρέωναν την τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης να παραδώσει την πόλη -η οποία αποτελούσε τον κύριο στόχο της εκστρατείας κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο- στον ελληνικό στρατό. Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας ήταν πεδίο σύγκρουσης των ενδοβαλκανικών επιδιώξεων, που εκφράζονταν κυρίως από την πλευρά της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, αλλά και των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.

Στις 28 Οκτωβρίου, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και την επομένη ακολούθησε ο 68χρονος, τότε, βασιλιάς Γεώργιος Α’, τον οποίο συνόδευε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού.

Λόγω της εύθραυστης κατάστασης που επικρατούσε, ο Γεώργιος αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη, ώστε να επισημοποιήσει, αλλά κυρίως να εδραιώσει την εκεί ελληνική παρουσία. Στο διάστημα της παραμονής του, συνήθιζε, όπως και στην Αθήνα, να πραγματοποιεί καθημερινούς περιπάτους, χωρίς συνοδεία ή με ελάχιστη προστασία.

Το μεσημέρι της 5ης Μαρτίου 1913, ο Γεώργιος, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του ταγματάρχη Φραγκούδη, κατέβηκε από το μέγαρο Χατζηλαζάρου, που χρησιμοποιούσε ως βασιλική κατοικία, στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου προκειμένου να πραγματοποιήσει επίσκεψη εθιμοτυπίας στον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν επί του πολεμικού πλοίου «Γκέμπεν», που βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης.

«[…] Η Α. Μεγαλειότης, ομιλών εις τον υπασπιστήν του, εξέφραζε την μεγάλην του χαράν δια την πτώσιν των Ιωαννίνων (σ.σ.: στις 22 Φεβρουαρίου 1913), πλειστάκις τονίσας των νέον θρίαμβον των Ελληνικών όπλων» σημείωνε σε σχετικό ρεπορτάζ η εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου και συμπλήρωνε: «Η αυτή ευδιαθεσία του Βασιλέως εξηκολούθησε και μετά μίαν ώραν όταν η Α. Μ. ήρχισε να επιστρέφη εις το Ανάκτορον. Όταν διήρχετο προ του Λευκού Πύργου, εγγύτατα του πλήθους το οποίον περιεστοίχιζε την κατ’ εκείνην την ώραν παιανίζουσαν μουσικήν, επλησίασεν, ανεμίχθη μετά των πολιτών, ήκουσε μουσικήν και κατά την δημοκρατικήν του συνήθειαν, συνωμίλησε μετά των ανθρώπων του λαού οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί. Μετά τούτο, εισήλθεν εις την λεωφόρον της Αγίας Τριάδας […]».

Στη συμβολή με την οδό Βασιλίσσης Όλγας, τον περίμενε από ώρα ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς. Γύρω στις 3, είδε τον Γεώργιο και τον υπασπιστή του να περνούν, τους πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε τον βασιλιά μία φορά, προκαλώντας, ωστόσο, καίριο τραύμα. Αμέσως μετά, επιχείρησε να πυροβολήσει και τον Φραγκούδη, αλλά αυτός πρόλαβε να τον αφοπλίσει και να τον παραδώσει σε δύο Κρητικούς χωροφύλακες, που είχαν προστρέξει στο σημείο της δολοφονίας.


Ο Γεώργιος μεταφέρθηκε στο ιατρείο του «Παπάφειου Ιδρύματος», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια, καθώς ο βασιλιάς ήταν ήδη νεκρός. Από το νοσοκομείο, η σορός του μεταφέρθηκε με ανοικτό αυτοκίνητο στο μέγαρο Χατζηλαζάρου, όπου το συνόδευσαν οι υπασπιστές του Πάλλης, Σκουμπουρδής και Φραγκούδης. Παράλληλα, ο Αλ. Σχινάς μετήχθη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαλήρου Θεσσαλονίκης, όπου αμέσως άρχισαν οι ανακρίσεις από τον πρωτοδίκη Β. Κανταρέ και τον γραμματέα Γιαννιώτη.

Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ μόλις νύχτωσε τα φώτα των δρόμων και των κατοικιών παρέμειναν σβηστά και άρχισαν οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες από τις εκκλησίες. Στις 8 Μαρτίου, σε έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής, ο Κωνσταντίνος ορκίστηκε ως νέος βασιλιάς, ενώ στις 12 Μαρτίου αναχώρησε με τη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» για την Θεσσαλονίκη, με τη συνοδεία πλοίων του ελληνικού πολεμικού ναυτικού αλλά και των Μεγάλων Δυνάμεων!

Αφού εκτέθηκε για πολλές ημέρες σε λαϊκό προσκύνημα, η ταριχευμένη σωρός του Γεωργίου μεταφέρθηκε στον Πειραιά με την «Αμφιτρίτη», στην οποία επέβαιναν τα μέλη της οικογένειάς του και άλλοι αξιωματούχοι. Ακολούθως, και μέσα σε κλίμα μελαγχολικής μεγαλοπρέπειας, έφτασε στην Αθήνα, όπου στις 20 Μαρτίου τελέστηκε η κηδεία και κατόπιν ετάφη στο λόφο «Παλιόκαστρο» στα ανάκτορα του Τατοΐου.

Στις 22 Απριλίου, ο Αλ. Σχινάς, μεταφερόμενος στον πάνω όροφο του κτηρίου όπου εκρατείτο, «διέφυγε της προσοχής των χωροφυλάκων και ηυτοκτόνησε πεσών εκ του παραθύρου» (από τη σχετική ανακοίνωση της αστυνομίας).

Η είδηση της δολοφονίας είχε σημαντική απήχηση την Ευρώπη και ιδιαίτερα στους βασιλικούς οίκους, ενώ προκάλεσε και ζωηρή ανησυχία στους Έλληνες πολίτες, αλλά και την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Αρχικώς, σχηματίστηκε η εντύπωση πως ο δράστης ήταν Βούλγαρος, πιθανώς στρατιώτης του βουλγαρικού συντάγματος, το οποίο από τον προηγούμενο Οκτώβριο στρατοπέδευε στην πόλη. Άλλωστε, το μακεδονικό ζήτημα ήταν, επί πολλές δεκαετίες, το κεντρικό εθνικό και πολιτικό αίτημα της Βουλγαρίας και επομένως η προσάρτηση της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελούσε κομβικό σημείο για ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων, ήταν πάγια επιδίωξη της βουλγαρικής πολιτικής.

Ο τότε στρατιωτικός διοικητής της πόλης πρίγκιπας Νικόλαος θα γράψει σχετικά στο ημερολόγιό του: «[…] Ο φόβος μήπως αυτό το φρικτόν έγκλημα χρησιμεύση ως σύνθημα για μια εθνική εξέγερσι εναντίον των Βουλγάρων, των οποίων η αυθάδεια, η κακοπιστία και ο ακράτητος εγωισμός είχον φθάσει τότε εις το κατακόρυφον με έκαμε και μπόρεσα να συγκρατήσω κάπως τον εαυτόν μου! Εκείνο που συνετέλεσεν επίσης εις τούτο ήτο, ότι όλοι σχεδόν όσοι ευρίσκοντο εκεί, και πρώτος ο Ρακτιβάν, ο οποίος ήτο αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως (σ.σ.: ο Κ. Ρακτιβάν ήταν τότε υπουργός Δικαιοσύνης και γενικός διοικητής Μακεδονίας) τα είχαν χάσει κυριολεκτικώς! Όλοι ανεξαιρέτως, και εγώ πρώτος, είχαμε όχι μόνον την υποψίαν, αλλά σχεδόν την πεποίθησιν ότι το έγκλημα είχε εκτελεσθή από Βούλγαρον. Όταν επήγα εις το νοσοκομείον, όπου είχον μεταφέρει τον καϋμένον τον Βασιλέα, ήλθε ο Α. Μομφεράτος, ο τότε διευθυντής της αστυνομίας, να μου αναφέρη ότι εις την πόλιν επεκράτει τρομερός ερεθισμός και ότι οι πολίται και οι στρατιώται συνήρχοντο παντού με την πρόθεσιν να προβούν εις αντίποινα. Αυτή η είδησις με έκαμε να συνέλθω κομμάτι. Συλλογίσθηκα πως εάν δεν ελαμβάνετο αμέσως ένα μέτρον, μπορούσαν αν επέλθουν ανυπολόγιστοι καταστροφαί. Διέταξα, λοιπόν, αμέσως τον διευθυντήν της αστυνομίας και τον φρούραρχον συνταγματάρχην Δράκον να σπεύσουν εις την πόλιν και να διαδώσουν παντού ότι ο δολοφόνος ήτο Έλλην […] Την μεγαλυτέραν συγκίνησιν και ανησυχίαν από εμέ είχεν ο Ρακτιβάν. Όταν ήλθε κοντά μου και είδε τα χάλια μου, μου είπε: ‘Προσπαθήστε να κρατήσετε την ψυχραιμίαν σας, διότι εσείς έχετε αυτήν την στιγμήν την μεγαλυτέραν εξουσίαν και από σας εξαρτάται το παν!’».

Πράγματι, τις αμέσως επόμενες ώρες, η αστυνομία ανακοίνωσε το όνομα του δράστη και άρχισε να διαδίδει τη θεωρία του μοναδικού δολοφόνου. Ακόμα, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία πως ο δράστης ήταν αναρχικός και σχεδόν παράφρων, ο οποίος δολοφόνησε τον Γεώργιο Α’ από εκδίκηση, επειδή στο παρελθόν ο βασιλιάς είχε αρνηθεί να του χορηγήσει οικονομική βοήθεια, κάτι που είχε υποστηρίξει, αρχικώς, και ο ίδιος ο Αλ. Σχινάς. Ενδεικτική του κλίματος αυτού, είναι μια ανταπόκριση από την Θεσσαλονίκη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 7 Μαρτίου), όπου, εκτός των άλλων, σκιαγραφείται και το «πορτραίτο» του δράστη:

«[…] Εκ της ανακρίσεως δεν προέκυψαν στοιχεία επιβαρύνοντα άλλα πρόσωπα. Ο δολοφόνος είνε έκφυλος, αλήτης, ουχί βεβαίως παράφρων, πάντως όμως ανισόρροπος ζων δι επαιτείας. Προ επταετίας εις ουδεμίαν σχέσιν ευρίσκετο μετά της ενταύθα αδελφής του. Αφίκετο ενταύθα προ 20 ημερών εξ’ Αθηνών, μετά ολιγοήμερον διαμονήν εν Βόλω οπόθεν διήλθε. Εις τινας πλησιάζοντας αυτόν τελευταίως ανέπτυσσε περιέργους ιδέας περί σοσιαλισμού, ότι όλοι οι άνθρωποι, εκτός ολίγων, θα είνε ίσοι, ότι δεν θα υπάρχουσι πλέον πλούσιοι και πτωχοί και ότι οι εργάτες θα εργάζωνται μόνο δύο ώρας την ημέραν. […] Έζη εις εν άθλιον χάνι, δίδων δύο γρόσια την ημέραν δια τον ύπνον του. Δεν έτρωγε παρά μόνο γάλα. Είχεν εγγραφή προ ετών εις την Ιταλικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν εφοίτησε σοβαρώς. Ήτο αποδιοπομπαίος τράγος εις την οικογένειάν του […]. Εις υποβληθείσας εις αυτόν ερωτήσεις απαντά μετά ειρωνίας. ‘Τι είχες με τον Βασιλέα’ ερωτά ο ανακριτής. ‘Προ δύο ετών’ απήντησε ‘υπέβαλα μίαν αναφοράν εις το Παλάτι ζητών βοήθεια και ο υπασπιστής με εξεδίωξε με τρόπον βάναυσον’».


Ο Αλ. Σχινάς ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα και παλιότερα είχε υπηρετήσει στην Αγουλινίτσα και την Κατερίνη. Κατόπιν, τον κάλεσαν στην Κλεισούρα μαζί με την αδελφή του, η οποία ήταν επίσης δασκάλα. Εκείνη, όμως, αρνήθηκε να υπηρετήσει μαζί του, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί ο διορισμός. Ο Αλ. Σχινάς επέστρεψε στην Αθήνα οικονομικά εξαθλιωμένος και το επόμενο διάστημα αναζητούσε εργασία, χωρίς αποτέλεσμα. Οι κακές συνθήκες διαβίωσης και ο υποσιτισμός τον είχαν κάνει φυματικό. Σε κατάσταση απόγνωσης, απευθύνθηκε για βοήθεια στο Παλάτι, αλλά ο υπασπιστής Φραγκούδης του απάντησε αρνητικά. Σχετικά με τις φήμες που τον συνέδεαν με σοσιαλιστικούς ή αναρχικούς κύκλους του Βόλου, τα στοιχεία είναι αντικρουόμενα: κάποιες πληροφορίες τον ήθελαν εκδότη περιοδικού με σοσιαλιστικές τάσεις, ενώ αντιθέτως ο Γ. Κορδάτος υποστηρίζει πως «ο Σχινάς ήταν άγνωστος στο Βόλο» («Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», 5ος τόμος, σελ. 311).
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν υπήρξε επίσημη εκδοχή για πολιτική δολοφονία.



Ας δούμε τώρα αυτό που αποκαλείται εθνικός διχασμός.

Ως κύριο αίτιο του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η διαμάχη μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄. Ο Κωνσταντίνος, βάσει του Συντάγματος, είχε δικαιοδοσίες εξαιρετικά περιορισμένες, όμως η επιρροή του σε πολιτικούς της εποχής ήταν παραπάνω από έντονη. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, στον οποίο ηττήθηκε η ελληνική πλευρά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν αρχιστράτηγος του στρατού ενώ τρία χρόνια μετά ανέλαβε την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το 1909 ξέσπασε το κίνημα στο Γουδί, που απαιτούσε άμεσες ανακατατάξεις στο Στράτευμα με κύριο αίτημα την αποχώρηση του Διαδόχου και των πριγκίπων από την διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στο πρόσωπο του Ε. Βενιζέλου, το στρατιωτικό κίνημα βρήκε τον κύριο εκφραστή του, τον οποίο και κάλεσε από την Κρήτη για να αναλάβει την πολιτική ηγεσία της χώρας.
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, ο Κωνσταντίνος τέθηκε επικεφαλής του στρατεύματος. Οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού φέρουν τη σφραγίδα της στρατιωτικής τέχνης του Κωνσταντίνου. Στα παρασκήνια όμως, εκείνο το διάστημα δημιουργήθηκε το πρώτο χάσμα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου: Ενώ ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν ήδη μέσα στην Θεσσαλονίκης, ο Βενιζέλος στέλνει τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο να κινηθεί γρήγορα στην ήδη καταληφθείσα Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο γεγονός παρέμεινε γνωστό τότε μόνο σε περιορισμένου ς πολιτικούς και στρατιωτικούς κύκλους.
Ο Ε. Βενιζέλος επεδίωκε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ πιστεύοντας πως ήρθε η ώρα "εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας" (δηλ. η Ελλάδα όχι μόνο να διατηρήσει τα κέρδη της από τους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και να επεκτείνει τα σύνορα της). Παρέβλεπε όμως το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες είχαν κουραστεί από τους πολέμους. Οι Αγγλογάλλοι όμως απέβλεπαν στη συμμαχία της Βουλγαρίας και ουδετερότητα της Τουρκίας και απέρριπταν, προς το παρόν, τις προτάσεις του Βενιζέλου. Η μεγαλύτερη μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης, ιδίως της διασποράς, προσδοκούσε να ενταχθεί (όπως έλεγε) σε μία "μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα".
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε δεχθεί έκκληση από τον Γερμανό Κάιζερ να σταθεί στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας «σε μια ενωμένη σταυροφορία κατά της σλαβικής επικράτησης στα Βαλκάνια» με αντίδωρο το Μοναστήρι. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία, είχε επηρεαστεί από τη γερμανική κουλτούρα, ενώ είχε παντρευτεί την αδελφή του Κάιζερ, ο οποίος του είχε απονείμει και τον βαθμό του Στρατάρχη του γερμανικού στρατού και είχε βοηθήσει την Ελλάδα να διατηρήσει τα απελευθερωμένα κατά τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους εδάφη και ιδιαίτερα την Καβάλα. Παρά ταύτα, ήταν υπέρ της Αντάντ έχοντας υπόψη του πως η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη στον αγγλογαλλικό στόλο, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τη σύμπραξη με την Τουρκία. Μάλιστα είπε "Να έχετε υπόψη σας πως δεν υποστηρίζω πως δεν θα βγούμε στον πόλεμο-φυσικά στο πλευρό της Αντάντ, αφού τα συμφέροντά μας συνδέονται στο σύνολό τους με αυτήν. Σε καμία περίπτωση δεν θα πολεμούσαμε εναντίον της και δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας που να το διανοείται". Έχοντας την εμπειρία και την γνώση στην πρώτη γραμμή ήδη δύο πρόσφατων πολέμων ήθελε την ειρήνη στο διπλασιασμένο Ελληνικό κράτος και την ξεκούραση του λαού. Έτσι επεδίωκε την ουδετερότητα

Η προσπάθεια της Αντάντ να συμφιλιώσει Σερβία, Βουλγαρία, Τουρκία και Ελλάδα και να δημιουργήσει ένα συνασπισμό στα Βαλκάνια απέτυχε. Κατά δήλωση του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών "άξονας της πολιτικής της Αντάντ στα Βαλκάνια είναι οι Πρώσοι" (Πρώσοι δηλ. Βούλγαροι τους οποίους η Ελλάδα ένα-δύο χρόνια νωρίτερα είχε συντρίψει). Ο Βενιζέλος είχε διατυπώσει την άποψη στο υπουργικό συμβούλιο λίγες εβδομάδες μετά την κήρυξη του πολέμου πως ο πόλεμος μέσα σε τρεις εβδομάδες θα τελειώσει και πρέπει να σπεύσει η Ελλάδα να συμμετάσχει σ΄ αυτόν για να μην χάσει τα κέρδη της. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1915 ο Έλληνας πρωθυπουργός απέστειλε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο 3 επιστολές με τις οποίες πρότεινε να παραχωρηθούν άμεσα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, με αντάλλαγμα ισομεγέθη εδάφη στη Μικρά Ασία. Ο Κωνσταντίνος διαφώνησε και ο Βενιζέλος κοινοποίησε τις επιστολές στον γαλλικό τύπο ο οποίος και τις δημοσίευσε. Παρά ταύτα, οι Αγγλογάλλοι δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την είσοδο στον πόλεμο της Τουρκίας αρχικά και της Βουλγαρίας αργότερα, στο πλευρό των Αυστρογερμανών.
Εναρκτήριο λάκτισμα του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η μη εγγύηση των δυνάμεων της Αντάντ για εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Ο Κωνσταντίνος αντίθετα, ήθελε να γνωρίζει τα ανταλλάγματα που θα έδιναν στην Ελλάδα οι Αγγλογάλλοι σε μία ενδεχόμενη νίκη τους, βάζοντας και όρους για την συμμετοχή της στον πόλεμο στον πλευρό τους. Μάλιστα είπε "Το ελληνικό το αίμα είναι λιγοστό! Για να το χύσουμε για χάρη σας κύριοι της Αντάντ, θα πρέπει να γνωρίζουμε ποια θα είναι τα ανταλλάγματα". Ο Βενιζέλος δεν έθεσε το θέμα των ανταλλαγμάτων και επεδίωκε την συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο χωρίς όρους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ζήτησε να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πλευρό των Συμμάχων στην επιχείρηση των Δαρδανελίων (Φεβρουάριος 1915). Ο Κωνσταντίνος μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη του ΓΕΣ πως η επιχείρηση θα κατέληγε σε φιάσκο αρνήθηκε. Έτσι, η "άνευ όρων φιλοαντατική" πολιτική του Βενιζέλου έβρισκε αντίθετο το Παλάτι, το ΓΕΣ και την μεγαλύτερη μερίδα της αντιπολίτευσης. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν μεγάλος στρατιωτικός νους για εκείνη την εποχή. Είχε προβλέψει ότι "οποιονδήποτε στρατιωτικόν εγχείρημα ημών εις τον χώρον της Μικράς Ασίας, δεν θα είναι μόνον πράξις καταστροφική, αλλά πράξις οιονεί αυτοκτονίας", κάτι που στο μέλλον αποδείχθηκε.
Η διαφωνία μεταξύ Βασιλιά και Πρωθυπουργού οδήγησε στην παραίτηση της Κυβέρνησης Βενιζέλου την 21η Φεβρουαρίου 1915. Στις εκλογές του Μαΐου η λαϊκή ετυμηγορία επανεκλέγει τον Βενιζέλο, ο οποίος με τη νέα εκλογή του επαναλαμβάνει τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Ελλάδα ως σύμμαχος απέναντι στη Σερβία, εάν δεχθεί εκείνη επίθεση της Βουλγαρίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1915, η Βουλγαρία κήρυξε επιστράτευση και η Ελλάδα αναγκάστηκε να πράξει το ίδιο. Ο Κωνσταντίνος, έμμενε στις θέσεις του για ουδετερότητα. Ο Βενιζέλος αντισυνταγματικά (παραβίασε το άρθρο 99 του Συντάγματος 1911) έφερε, χωρίς τη συναίνεση του Κωνσταντίνου και την έγκριση της Βουλής, Βρετανικές και Γαλλικές Δυνάμεις και τις διέταξε να στείλουν στρατεύματα στην Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος τελικά δέχτηκε να επιστρατεύσει 18.000 εφέδρους, ως προφύλαξη για το ενδεχόμενο Βουλγαρικής επίθεσης. Η γενική διοίκηση των γαλλοβρετανικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη ανατέθηκε στο Γάλλο Στρατηγό Σαράι (Sarail) που ήταν ένθερμος αντιμοναρχικός, προσεταιριζόμενος στο μέλλον μέρος της εξουσίας του Βασιλέως, και παρά τη δηλωμένη ουδετερότητα της Ελλάδας ενθάρρυνε τη στρατολόγηση ενός Ελληνικού "εθνικού στρατού" για να πολεμήσει τους Βούλγαρους. Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1915 η Γερμανία πρότεινε στην Ελλάδα "ουδετερότητα de facto" με αντίδωρα εξασφάλιση του Ελληνισμού της Ιωνίας και του Πόντου, παραχώρηση στην Ελλάδα της Βορείου Ηπείρου, διαρρύθμιση των συνόρων προς την Βουλγαρία και μελλοντική παραχώρηση της Δωδεκανήσου και της Κύπρου. Σε αντίθεση η Αντάντ δεν εξασφάλιζε ακόμα ούτε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος, κάτι που στο μέλλον θα αναγκαζόταν να πράξει. Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Βενιζέλο. Τα Ανάκτορα εξαγριωμένα εμμένουν στην θέση τους, ο πρωθυπουργός παραιτείται και πάλι και διεξάγονται εκ νέου εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου 1915. Ο Βενιζέλος και το κόμμα το απέχουν. Έτσι νίκησαν οι φιλοβασιλικοί.
Οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις που διορίζονται στη συνέχεια, διατηρούν την πολιτική "ουδετερότητας". Οι δυνάμεις της Αντάντ μετά την ήττα του Βενιζέλου άρχισαν να προτείνουν ανταλλάγματα. Απορρίφθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση η προσφορά της Κύπρου από τη Βρετανία, με αντάλλαγμα τη συμπαράταξη της Ελλάδος με την Αντάντ. Οι Έλληνες διχάζονται ανάμεσα σε δύο παρατάξεις, - φιλοβασιλικών και φιλοβενιζελικών - κάτι που θα συντελέσει στην άνδρωση του εθνικού διχασμού με όλα τα μεταγενέστερα επακόλουθά του.

Στις 16 Αυγούστου 1916 γίνεται το χωριστικό κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη που το υποστηρίζει ο συμμαχικός στρατός που έχει στο μεταξύ αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη. Ο Βενιζέλος, ως ηθικός αυτουργός του πραξικοπήματος, τάσσεται με αυτό και στις 26 Σεπτεμβρίου μεταβαίνει στα Χανιά, όπου και σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση με αρχικά μέλη την τριανδρία, αποτελούμενη από τον ίδιο, το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή και από εκεί μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Στην απόφαση του Βενιζέλου συνετέλεσε και η εισβολή των Γερμανοβουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία (κατά την οποία οι εν Ελλάδι δυνάμεις της Αντάντ δεν αντιστάθηκαν) και η αιχμαλωσία και μεταφορά στη Γερμανία του Δ΄ Σώματος Στρατού με την φιλοβασιλική κυβέρνηση να είναι παγιδευμένη και με δεμένα τα χέρια.
Η πρώτη προκήρυξη της Επαναστατικής Κυβέρνησης («Κυβέρνηση Εθνικής Αμύνης») δημοσιεύεται στο υπ' αριθμό 1 φύλλο της Εφημερίδας της Προσωρινής Κυβερνήσεως που εκδόθηκε στα Χανιά 15 Σεπτεμβρίου 1916 με το παρακάτω περιεχόμενο:
Το ποτήριον των πικριών, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων υπερεπληρώθη. Μια πολιτική της οποίας δεν θέλομε να εξετάσωμεν τα ελατήρια, απειργάσθη ενός και ημίσεως έτους τοιαύτας εθνικής συμφοράς, ώστε ο συγκρίνων την Ελλάδα της σήμερον προς την προ ενός και ημίσεως έτους Ελλάδα να αμφιβάλλη αν πρόκειται περί ενός και του αυτού κράτους.
Το Στέμμα εισακούσαν εισηγήσεις κακών συμβούλων επεδίωξε την εφαρμογήν προσωπικής πολιτικής διά της οποίας η Ελλάς απομακρυνθείσα των κατά παράδοσιν φίλων της, επεζήτησε να προσεγγίση τους κληρονομικούς εχθρούς της.
Στις 24 Νοεμβρίου 1916 η ολοκληρωμένη Προσωρινή Κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.

Η Ελλάδα το 1916 είχε κοπεί στα δύο: Από τη μια μεριά, το κράτος της Θεσσαλονίκης που περιλάμβανε τη Μακεδονία, την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αποφάσιζε να διενεργηθεί στρατολογία σε μεγάλη κλίμακα και οργάνωνε τη μεραρχία του Αρχιπελάγους και κατόπιν τις μεραρχίες Κρήτης και Σερρών. Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση των Αθηνών αντιπαρατασσόταν στους οπαδούς του Βενιζέλου με τους απολυθέντες στρατευσίμους ("επιστράτους") που είχε οργανώσει ο Ιωάννης Μεταξάς σε παρακρατικές ομάδες προς απόκρουση κινδύνου. Τον Δεκέμβριο του 1916 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αναθεμάτισε και αφόρισε τον Βενιζέλο. Στην προσπάθεια των Γάλλων και του Βενιζέλου να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τη νότια Ελλάδα, τα Γαλλικά θωρηκτά έμπαιναν στον Πειραιά και αποβίβαζαν 3000 άνδρες, ενώ βομβάρδιζαν περιοχές της Αθήνας γύρω από το Στάδιο και κοντά στα Ανάκτορα, σε μια σειρά επεισοδίων γνωστών ως «Νοεμβριανά». Όλα τα λιμάνια ήταν αποκλεισμένα από τους Γάλλους με αποτέλεσμα η Αθήνα αλλά και άλλες πόλεις κοντά σ΄ αυτήν να λιμοκτονήσουν.
Με την επέμβαση των γαλλικών δυνάμεων ο εθνικός διχασμός έφθασε στο απόγειό του.
Η επίσημη είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο (1917)

Τμήμα του ελληνικού στρατού παρελαύνει στην Αψίδα του Θριάμβου, Παρίσι, κατά την νικητήρια παρέλαση μετά το πέρας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Ιούλιος 1919.
Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο του προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Μετά λοιπόν, από τελεσίγραφο των συμμάχων ο Βασιλιάς, μπροστά στον κίνδυνο αιματοχυσίας, αποσύρεται από το θρόνο, χωρίς να παραιτηθεί τυπικά, στις 15 Ιουνίου 1917, και φεύγει στην Ελβετία αφήνοντας στη θέση του το δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο. Ο Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα και σχηματίζει κυβέρνηση στις 13 Ιουνίου. Ο Βενιζέλος έχοντας χάσει πλέον πολλούς οπαδούς δεν διεξάγει εκλογές και ανακαλεί το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής του 1915. Η ανασυσταθείσα Βουλή ονομάζεται ειρωνικά "Βουλή των Λαζάρων". Στις 15 Ιουνίου κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις επισημοποιώντας την ανάλογη πράξη της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Επακολούθησαν εξορίες των πολιτικών αντιπάλων του Βενιζέλου στην Κορσική, καθαιρέσεις δεκάδων μητροπολιτών, απολύσεις εκατοντάδων δικαστικών και αξιωματικών, εξευτελισμοί χιλιάδων κληρικών και δημοσίων υπαλλήλων κλπ. Η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα τη θριαμβευτική νίκη κατά των Γερμανοβουλγάρων στα υψώματα του Σκρα Ντι Λέγκεν στις 30 Μαΐου 1918 και τη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στην τελική επίθεση και διάσπαση του μετώπου, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Λίγες μέρες αργότερα, η Βουλγαρία θα συνθηκολογήσει και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους η Τουρκία θα συνάψει ανακωχή στον Μούδρο.
Ο Φρανσαί ντ' Εσπερέ, αρχιστράτηγος του Βαλκανικού Μετώπου, με αφορμή τον νικηφόρο αγώνα των Ελλήνων θα σημειώσει: "Ιδιαιτέρως διά τον ελληνικόν στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδην ορμήν, τα οποία επέδειξε κατά τον υπ' αυτού διαδραματισθέντα ένδοξον ρόλον επί των οχθών του Στρυμώνος και του Αξιού".
Η συνθηκολόγηση, τέλος, της Γερμανίας στις 11 Νοεμβρίου 1918 βάζει τέλος στον Μεγάλο Πόλεμο που διήρκεσε τέσσερα χρόνια.



Ο Διχασμός μέσα σε όλα τα άλλα έφερε την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι και τη δολοφονία του Ιωνα Δραγούμη.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επέστρεφε στις 30 Ιουλίου 1920 από την Γαλλία στην Ελλάδα με το τρένο από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών . Εκεί, την ώρα της επιβίβασης, δυο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί - ο υπολοχαγός μηχανικού Γεώργιος Κυριάκης και ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης, αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Έλληνα Πρωθυπουργό, πυροβολώντας με τα περίστροφα τους από κοντινή απόσταση. Έριξαν πάνω από 10 σφαίρες συνολικά, με τον Βενιζέλο να τραυματίζεται ελαφρά στον αριστερό ώμο και χέρι. Η αποτυχία τους ήταν αποτέλεσμα της ψύχραιμης αντίδρασης του Έλληνα πρωθυπουργού που όταν ένιωσε τον κίνδυνο άρχισε να τρέχει δεξιά - αριστερά, σε συνδυασμό προς την τυχαία πτώση του πίσω από αποσκευές και την ανεξήγητη αστοχία, σχεδόν εξ' επαφής, των υποψήφιων δολοφόνων .

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος νοσηλεύτηκε για μια μέρα σε Γαλλικό νοσοκομείο και όταν ανάρρωσε , παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στην δίκη των δύο επίδοξων δολοφόνων του. Στην κατάθεση του άφησε σαφείς υπαινιγμούς για συνωμοσία κατά της ζωής του από τον εξόριστο Βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές, μένοντας για πολλά χρόνια στις Γαλλικές φυλακές .

ΤΑ "ΙΟΥΛΙΑΝΑ" ΤΟΥ 1920

Η είδηση της απόπειρας δεν έγινε αμέσως γνωστή στην Αθήνα, παρά μόνο το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου του 1919. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Εμμανουήλ Ρέπουλη, αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Βενιζέλου, προσπάθησε ο ίδιος να κρύψει την είδηση, αλλά ήδη ανεπίσημες φήμες στην πόλη διέδιδαν τον θάνατο του Βενιζέλου. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της "είδησης", ένα οργισμένο πλήθος Βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους Αθηναϊκούς δρόμους ζητώντας εκδίκηση , κρατώντας ρόπαλα και λοστούς επιτέθηκαν αρχικά κατά των γραφείων όλων των Αντιβενιζελικών εφημερίδων καταστρέφοντας αυτά σχεδόν ολοσχερώς (Η Πολιτεία, Η Καθημερινή, το Σκριπ, η εσπερινή), αμέσως μετά επιτέθηκαν στις οικείες των συγγενών των επίδοξων δολοφόνων, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού της Αντιπολίτευσης και του εξόριστου Βασιλιά), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών, ενώ λεηλάτησαν και τις οικείες των ηγετών της "Ηνωμένης Αντιπολίτευσης", καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς την οικεία του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη .

Το Βενιζελικό όργιο βίας και λεηλασίας είχε μικρή διάρκεια, αλλά ήταν πολύ αποτελεσματικό. Ξεκίνησε στις 12.00 το μεσημέρι και σταμάτησε στις 19.00, όταν ξεκίνησε η δοξολογία στην Μητρόπολη για την σωτηρία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Όλα τα στελέχη της Αντιπολίτευσης κρύβονταν κατατρομοκρατημένα, κανείς αντιβενιζελικός δεν αντίδρασε (αυτή ήταν η κύρια αιτία που δεν υπήρξαν θύματα), ενώ τα όργανα της τάξης του κράτους παρακολουθούσαν διακριτικά την κατάλυση κάθε έννοιας έννομης τάξης. Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν ήταν σοβαρές, αλλά αυτό που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη ήταν η αναίτια και ψυχρή δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Ο Ίων Δραγούμης πληροφορήθηκε την είδηση της απόπειρας νωρίς το μεσημέρι. Οδήγησε την Μαρίκα Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά για να την προστατεύσει από τυχόν βιαιοπραγίες εις βάρος της λόγω των πολιτικών της φρονιμάτων και υπό το καθεστώς μιας έντιμης αλλά μοιραίας αντίληψης του καθήκοντος, αποφάσισε να επιστρέψει στα γραφεία της εφημερίδας του, ώστε να επιμεληθεί την έκδοση της. Είχε απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου της απόφασης του. Ένιωθε την υποχρέωση να μην κρυφτεί αλλά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του ως ένας από τα ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης.

Κατέβηκε με το αμάξι του την οδό Κηφισίας ως το ύψος των Αμπελοκήπων στην τότε έπαυλη Θων. Εκεί τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που άνηκαν στο περίφημο τάγμα ασφαλείας του Παυλου Γύπαρη. Ο Δραγούμης συναισθάνθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε από τον οδηγό να προχωρήσει. Οι ένοπλοι όμως ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη τον χτήπησαν στο πρόσωπο και τον οδήγησαν βίαια στον στρατώνα του τάγματος τους. Στο προαύλιο του στρατώνα βρίσκονταν ο Παύλος Γύπαρης, διοικητής των Βενιζελικών ταγμάτων ασφαλείας, παλαιός γνώριμος του Δραγούμη από τον Μακεδονικό Αγώνα, και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, επίσης γνώριμος του Δραγούμη απο την θητεία του στην πρεσβεία της Αλεξάνδρειας. Αρχικά οι δύο άνδρες συζητούσαν χαμηλόφωνα κοιτάζοντας βλοσυρά τον Δραγούμη. Η αγωνιώδης αναμονή του αιχμαλώτου διήρκεσε 20 λεπτά. Μετά από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα που δέχτηκε, ο Γύπαρης διέταξε 18 στρατιώτες με οπλισμένα τα ντουφέκια, να οδηγήσουν τον Δραγούμη αιχμάλωτο, πεζή ως το φρουραρχείο .

Οι στρατιώτες περιστοίχισαν τον Δραγούμη και τον οδήγησαν στην συμβολή των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης. Εκεί σταμάτησαν και τον έστησαν σε έναν μαντρότοιχο. "Δεν υπάρχει πλέον ελπίδα?" τους ρώτησε ο μελλοθάνατος μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Κανείς από τους ενόπλους δεν απάντησε. Πρότειναν όλοι τα όπλα τους και έριξαν στον άτυχο άνδρα εξ επαφής χωρίς καν παράγγελμα. Ο Δραγούμης δεν αντιστάθηκε, ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει από τους δολοφόνους του. Ήρεμα στάθηκε μπροστά τους, κοιτώντας τον Αττικό ουρανό που τόσο ύμνησε και αγάπησε, για τελευταία φορά...Οι εύστοχες ριπές των όπλων τον άφησαν στον τόπο χωρίς πνοή. Οι δολοφόνοι του, πλησίασαν την σωρό του και τον λόγχισαν για να βεβαιωθούν για τον θάνατο του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στον στρατώνα τους.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ - ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Το πτώμα του Δραγούμη έμεινε σκυλευμένο στο πεζοδρόμιο για πολλές ώρες. Αργά το απόγευμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, όπου μετά από ειδοποίηση αργά το βράδυ, προσήλθε τραγική μορφή ο γηραιός πατέρας του Στέφανος Δραγούμης, (πρώην πρωθυπουργός και τελευταίος ύπατος αρμοστής στην Κρήτη) για να αναγνωρίσει τον νεκρό γιο του. Η οικογένεια του νεκρού απαίτησε νεκροψία που έδειξε ότι ο άτυχος άνδρας έφερε 9 σφαίρες στο κορμί του, έντεκα λογχισμός διαμπερείς δια ξιφολόγχης και κάταγμα του αριστερού μηρού δια υποκοπάνου όπλου.
Την επομένη δεν κυκλοφόρησε (όπως είναι λογικό μετά την καταστροφική λαίλαπα της προηγούμενης ημέρας) καμία εφημερίδα της Αντιπολίτευσης. Όλες οι Βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, αφιερώνοντας λίγες μόνο λέξεις για την στυγερή δολοφονία. Αρκετές μάλιστα υποστήριζαν ότι ο Δραγούμης σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Κάποιες δε, υποστήριξαν ότι οι εκτελεστές ήταν σε αυτοάμυνα γιατί δήθεν τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφο του! Αντιπολιτευόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν δέκα μέρες μετά αποκαθιστώντας την αλήθεια.

Η κηδεία του έγινε μέσα σε ανείπωτη θλίψη από τους οικείους του και συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο πλήθος πολιτών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συγκλονίστηκε όταν έμαθε το στυγερό έγκλημα και αμέσως απέστειλε θερμό συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του Δραγούμη, φανατικό πολιτικό του εχθρό. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα η μνήμη του θλιβερού γεγονότος τον κατέτρεχε για αυτό και μερίμνησε προσωπικά για την ανεύρεση των δολοφόνων αλλά όχι και για την ανεύρεση τυχόν ηθικών αυτουργών (αν υπήρχαν). Έτσι τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που είχαν φυγαδευτεί στην Κρήτη από τους Βενιζελικούς, παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στην ελληνική βουλή για τα τραγικά γεγονότα, ο αντικαταστάτης του πρωθυπουργού εν απουσία του Εμμανουήλ Ρέπουλης, προσπάθησε άνευρα και ομολογουμένως διόλου πειστικά να υποστηρίξει την κυβερνητική εκδοχή των γεγονότων για δήθεν σύντονες προσπάθειες του να αποφευχθούν τα επεισόδια και η δολοφονία. Στις αιτιάσεις της Αντιπολίτευσης απάντησε με δικαιολογίες και υπεκφυγές, ενώ στο τέλος ανήγγειλε εμφανώς συντετριμμένος και πιθανή πρόθεση του να εγκαταλείψει τον δημόσιο βίο . Η ηθική αυτουργία του φόνου χρεώθηκε στον ίδιο τον Γύπαρη και στον Μπενάκη, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί κάποια κατηγορία. Το 1922 ο Μπενάκης παραπέμφθηκε σε δίκη για ηθική αυτουργία αλλά απαλλάχτηκε, με την κόρη του, την Πηνελόπη Δέλτα να είναι κατηγορηματική στο αρχείο της, για την αθωότητα του πατρός της.

Η δολοφονία του Ιωνος Δραγούμη κηλίδωσε τον πολιτικό βίο της χώρας βαθαίνοντας το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους (βενιζελικών-αντιβενιζελικών), επιβεβαίωσε την κοινωνική αίσθηση για τον Βενιζελικό αυταρχισμό στην άσκηση της εξουσίας και τελικά αποτέλεσε έναν ρυθμιστικό παράγοντα για το απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα για την "Ηνωμένη Αντιπολίτευση" στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, κάτι που υποβαθμίζει συστηματικά η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία.