Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ 4 Η περίοδος της δημιουργίας

Περνάμε σε ένα πάρα πολύ σημαντικό κεφάλαιο που παρουσιάζει το έργο που παρήγαγε η Κρητική Πολιτεία και μάλιστα το παρουσιάζει σε συνοπτική μορφή και δεν κουράζει τον μαθητή.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 φθάνει στη Σούδα και αναλαμβάνει τη διοίκηση της νεοσύστατης Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, ως Ύπατος Αρμοστής, ο Πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας. Με την ίδρυση της "Κρητικής Πολιτείας", τα Χανιά γνωρίζουν την μεγαλύτερη ακμή στην ιστορία τους, ως πρωτεύουσα της Κρήτης. Συνεχίζουν να είναι έδρα του Αρμοστή και πρωτεύουσα του Κρητικού Κράτους, μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. Η Κρητική Πολιτεία έχει δική της σημαία και νόμισμα - την Κρητική δραχμή - ιδρύεται η Τράπεζα Κρήτης, συντάσσεται το Σύνταγμα του Κρητικού Κράτους, γίνονται εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων, αρχίζει να εκδίδεται η Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας και δημιουργείται η Κρητική Χωροφυλακή. Συγκροτείται το Συμβούλιο του Ηγεμόνα και συνιστώνται πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία: Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων, Συγκοινωνιών και Ασφαλείας και Δικαιοσύνης (με Σύμβουλο-Υπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο).


Στη νέα κρητική πολιτεία η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος μαζί με όμιλο Άγγλων τραπεζιτών ίδρυσαν το 1899 την Τράπεζα Κρήτης. Αργότερα, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η Τράπεζα Κρήτης απέκτησε το δικαίωμα κυκλοφορίας χαρτονομίσματος για τη δική της περιοχή, όπως η Ιονική στα Ιόνια Νησιά το 1864 και η Ηπειροθεσσαλίας το 1882. Συγχωνεύθηκε με την Εθνική το 1919.
Ταχυδρομείο

Μέχρι την δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας, στην Κρήτη λειτουργούσαν τα εξής ταχυδρομεία: Αυστριακό, Τουρκικό, Ελληνικό, και κατά την μεταβατική περίοδο και το Γαλλικό, το Ιταλικό, το Αγγλικό και το Ρώσικο ταχυδρομείο, που εξυπηρετούσαν κυρίως τις ανάγκες των περιοχών που διοικούσαν οι δυνάμεις τους.
Μετά την δημιουργία του νέου κράτους, ιδρύθηκε στις 1 Μαρτίου 1900 η "Κρητική Ταχυδρομική Υπηρεσία", που λειτούργησε σ' ολόκληρο το νησί. Εξέδωσε κρητικά γραμματόσημα και ίδρυσε συνολικά 35 μόνιμα ταχυδρομικά γραφεία και 79 κινητά (αγροτικά). Τα γραμματόσημα αυτά κυκλοφόρησαν στην Κρήτη μέχρι την ένωση. Παράλληλα με την λειτουργία των Ταχυδρομικών γραφείων της Κρητικής Πολιτείας, στις 3 μεγάλες πόλεις της Κρήτης συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι το 1914 περίπου, τα ξένα ταχυδρομικά γραφεία (Γαλλικό, Αυστριακό, Ιταλικό), που εκδίδαν και ειδικές σειρές γραμματοσήμων για την Κρήτη.
Ασφάλεια

Η κατάσταση από πλευράς δημόσιας ασφάλειας δεν ήταν καλή. Στην Κρήτη υπήρχε εκτεταμένη οπλοφορία από χριστιανούς και μουσουλμάνους, και εκτός από τα εθνικά προβλήματα υπήρχαν και προσωπικά, κομματικά και βεβαίως ενδημικά προβλήματα, όπως η ζωοκλοπή, βεντέτες κ.λ.π.. Οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο και κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις για προστασία. Οι ξένοι διοικητές εκτελούσαν τα αστυνομικά τους καθήκοντα με τις δυνάμεις στρατού που είχαν στις περιοχές τους αλλά αναγκάστηκαν να συγκροτήσουν τμήματα χωροφυλακής από Κρητικούς, ο κάθε ένας στο νομό που διοικούσε. Η οργάνωση και ο τρόπος λειτουργίας του καθ' ενός από τα τέσσερα σώματα χωροφυλακής που δημιουργήθηκαν, ήταν σύμφωνη με τα ισχύοντα στη χώρα του κάθε διοικητή, αλλά και με την εμπειρία που είχε η κάθε χώρα από ανάλογες περιπτώσεις. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να αστυνομεύεται η Κρήτη από τέσσερα ανεξάρτητα σώματα χωροφυλακής τα οποία ήταν οργανωμένα επάνω σε τελείως διαφορετικά πρότυπα. Τον Ιανουάριο του 1899 ο Γεώργιος κάλεσε στα Χανιά τους αρχηγούς χωροφυλακής των τεσσάρων διαμερισμάτων για ν' ακούσει τις προτάσεις τους όσον αφορά τη δημιουργία Κρητικής Χωροφυλακής. Το καλοκαίρι του 1899, ο λοχαγός των καραμπινιέρων Federico Craven, διορίσθηκε επίσημα διοικητής και οργανωτής της «Κρητικής Χωροφυλακής». Η Κρητική Χωροφυλακή είχε σημαντικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση και διατήρηση της τάξης.
Οπλοφορία
Μετά την σφαγή των κατοίκων του Ηρακλείου, 10.000 ένοπλοι του Ηρακλείου-Λασιθίου και των άλλων διαμερισμάτων της Κρήτης συγκεντρώθηκαν και απειλούσαν να εκδικηθούν τους Τούρκους. Όλες οι πλευρές, η Εκτελεστική Επιτροπή της Συνελεύσεως των Κρητών, οι αρχηγοί και καπετάνιοι, οι αρχηγοί των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, προέτρεπαν τους Ελληνοκρητικούς σε αυτοσυγκράτηση, ώστε να λυθεί ευνοϊκά το Κρητικό Ζήτημα. Παρ' όλα αυτά, άρχισαν αντεκδικήσεις από τους χριστιανούς εις βάρος του μουσουλμανικού στοιχείου, ενώ από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Εκτελεστική Επιτροπή ζητήθηκε ο αφοπλισμός και των δύο πλευρών. Οι μουσουλμάνοι που βρίσκονταν στο Ηράκλειο αφοπλίστηκαν, όμως οι χριστιανοί ήταν δύσπιστοι στο να παραδώσουν τα όπλα, αν δεν έφευγε ο τούρκικος στρατός από το νησί.
Στις 30 Οκτωβρίου 1898 ολοκληρώθηκε η εκκένωση του φρουρίου Ηρακλείου. Με προκήρυξή του ο Γεώργιος στις 26 Αυγούστου 1899 ζήτησε από τους Κρήτες να παραδώσουν τα όπλα, υποσχόμενος ότι θα ιδρύονταν «Ιστορικά Μουσεία», όπου και θα τοποθετούνταν. Μέρος των όπλων παραδόθηκαν, άλλα καταστράφηκαν, αρκετοί από τους 38.000 μουσουλμάνους από τα φρούρια επέστρεψαν στην επαρχία.
Οι διαμάχες μεταξύ των δύο στοιχείων συνεχίσθηκαν ως το 1913, με τη δημιουργία ένοπλων παρακρατικών οργανώσεων, «Ζουρίδες» για τους Τουρκοκρητικούς, «Εφτάρι» για τους Ελληνοκρητικούς, ιδίως στο Μονοφάτσι και Μαλεβίζι για την κυριαρχία των πλούσιων γαιών.
Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση ήταν ήδη ανεπτυγμένη στην Κρήτη, αλλά με την σύσταση της Κρητικής Πολιτείας εμφάνισε νέα άνθηση. Η πρώτη νομολογία για την εκπαίδευση εισήχθη με διατάξεις του Συντάγματος του 1899, με τις οποίες καθιερώθηκε η υποχρεωτική παιδεία και για τα δύο φύλα.
Κατά την περίοδο αυτή λειτούργησαν δύο τύποι δημοτικών σχολείων, τα κατώτερα (τετρατάξια) και τα ανώτερα ή πλήρη (εξατάξια). Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπήρχαν τα ημιγυμνάσια με τρεις τάξεις στα μικρά επαρχιακά κέντρα, τα πλήρη εξατάξια γυμνάσια στα αστικά κέντρα του νησιού, και τα τριτάξια ανώτερα παρθεναγωγεία των Χανίων και Νεάπολης και το πεντατάξιο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου. Με νόμο του 1903 ιδρύθηκε στο Ηράκλειο παιδαγωγική σχολή, το τριτάξιο διδασκαλείο και ιεροδιδασκαλείο στη Μονή Αγ. Τριάδας των Χανίων. Δάσκαλοι διορίστηκαν εκτός από απόφοιτοι Γυμνασιακών τάξεων, απόφοιτοι σχολαρχείων και ορισμένοι απόφοιτοι τετρατάξιων δημοτικών.
Ο αριθμός σχολείων και μαθητών συνεχώς μεγάλωνε μέχρι την Ένωση και τα ποσοστά αναλφαβητισμού μειώθηκαν. Η νομοθεσία της Κρητικής πολιτείας σε εκπαιδευτικά θέματα ίσχυσε ως το 1914 οπότε και εφαρμόστηκε η κοινή γενική εκπαιδευτική πολιτική και νομοθεσία του Ελληνικού Κράτους.
Πολιτιστική ζωή

Το 1899 συγκροτήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος "Χρυσόστομος" και στη συνέχεια ιδρύονταν συνεχώς πνευματικά, φιλανθρωπικά, αθλητικά και εργατικά σωματεία, και διοργανώνονταν πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επισκέπτονταν την Κρήτη πολλοί ελληνικοί και ξένοι θίασοι, και δίνονταν μαθητικές θεατρικές παραστάσεις, ορισμένες και στα αρχαία Ελληνικά, συναυλίες και οργανώνονταν μουσικοφιλολογικές εσπερίδες. Ο φωνογράφος και ο κινηματογράφος πρωτοεμφανίστηκαν στα Χανιά. Κυκλοφόρησαν εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1901 στην Κρητική Βουλή έγινε πρόταση χειραφέτησης της γυναίκας, από τον Σφακιανό βουλευτή Γεώργιο Δασκαλογιάννη.



Δρομάκι από το νησί της Σπιναλόγκα
Ειδική αναφορά έχουμε για το λεπροκομείο της Σπιναλόγκα.
Το 1903 στην Κρήτη ιδρύεται Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό.
Δεν είχε βρεθεί ακόμα το φάρμακο για τη λέπρα και η κολλητική νόσος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανθρώπων. Οι χανσενικοί ήταν απομονωμένοι σε περιοχές (μεσκινιές) έξω από τις πόλεις περιμένοντας να ζήσουν από την φιλευσπλαχνία των διαβατών.
Στην Κρήτη διατηρούνται ακόμα τα τοπωνύμια Μεσκινιά, για παράδειγμα στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Ειδικά στο Ηράκλειο πρόκειται για τη συνοικία Χρυσοπηγή που βρίσκεται νότια από τη Λεωφόρο Ικάρου, πριν τη συνοικία Πόρος.
Ήταν η εποχή που ο κόσμος πανικοβάλλονταν από τη λέπρα και οι λεπροί έπρεπε να φορούν κουδούνια για να προειδοποιούν τον κόσμο να απομακρύνεται έγκαιρα από κοντά τους. Τότε δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία στην ασθένεια αυτή και ότι ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν πολύ μικρότερος από όσο νόμιζαν. Ποιος όμως θα ρίσκαρε να μολυνθεί από μια ανίατη, θανατηφόρο ασθένεια;
Έτσι ένα νησάκι ήταν ιδανική λύση για να απομακρυνθούν από τον υγιή πληθυσμό οι χανσενικοί και να αισθανθούν ασφαλείς οι υγιείς. Η Σπιναλόγκα ήταν ιδανική λύση γιατί πρόσφερε εύκολη επικοινωνία με τη στεριά για τη μεταφορά των ασθενών, τροφίμων και εφοδίων. Επίσης υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια σ’ αυτή μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.
Στις 30 Μαίου του 1903 υπογράφηκε η απόφαση για να μετατραπεί η Σπιναλόγκα σε νησί των λεπρών και μεταφέρθηκαν 250 ασθενείς από διάφορα μέρη της Κρήτης. Μετά το 1913 η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα και άρχισαν να έρχονται ακόμα περισσότεροι άρρωστοι στη Σπιναλόγκα, ενώ αργότερα δέχτηκε ασθενείς ακόμα και από άλλες χώρες και χαρακτηρίστηκε σαν Διεθνές Λεπροκομείο.
Όσο για το εκκλησιαστικό μέρος έχουμε τα εξής...
Στις 4 Αυγούστου 1900 ο τότε Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης και ο Υπουργός της αυτονομημένης Κρητικής Πολιτείας Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραψαν στο Ηράκλειο σύμβαση (6133/1900), που επικυρώθηκε στα Χανιά στις 14 Οκτωβρίου του ίδιου έτους και αποτέλεσε τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κρήτης (Νόμος 276/1900 της Κρητικής Πολιτείας). Σύμφωνα με αυτόν τον Κώδικα Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξακολουθούσε να εκλέγει τον προκαθήμενο της Κρητικής Εκκλησίας και η Πολιτεία αναγνώρισε στον Οικουμενικό Θρόνο το δικαίωμα της συνέχισης του ιδιαίτερου εκκλησιαστικού καθεστώτος της Κρήτης κατά το πρότυπο των τοπικών Επισκοπικών Συνόδων. Ο Νόμος του 1900 («Διάταγμα περί του Καταστατικού Νόμου της εν Κρήτη Ορθοδόξου Εκκλησίας») ίσχυσε για μια και πλέον 60ετία και καταργήθηκε από το ισχύοντα σήμερα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας Κρήτης (Ν.4149/1961).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου