Ξεκινάμε λοιπόν να περιγράφουμε τα κατορθώματα της ΕΑΠ και εδώ ασχολούμαστε με το τι κατάφερε η ΕΑΠ στον αγροτικό κόσμο ,αφήνοντας όμως και μια υπόνοια ότι δεν έγιναν όλα από εκείνη.
Προσοχή εδώ ,σε ερωτήσεις τύπου Σωστό - Λάθος , η αγροτική αποκατάσταση δεν είναι καθ'ολοκληρία ,έργο της ΕΑΠ.
Η αποκατάσταση διακρίθηκε σε αγροτική και αστική. Η ΕΑΠ έδωσε το βάρος στην αγροτική αποκατάσταση και φρόντισε ιδιαίτερα για την εγκατάσταση του σε παραμεθόριες περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, στοχεύοντας και στην ενίσχυση των συνόρων. Η αγροτική αποκατάσταση περιλάμβανε τη στέγαση σε ανταλλάξιμα σπίτια των χωριών ή σε νέους προσφυγικούς οικισμούς, που συντάσσονταν με πρότυπα ρυμοτομικά σχέδια. Τέτοιοι οικισμοί δημιουργήθηκαν πάνω από 2.000 σε όλη την Ελλάδα, από τους οποίους 1.381 στη Μακεδονία και 236 στη Θράκη. Η αγροτική αποκατάσταση προέβλεπε επίσης τη διανομή στους πρόσφυγες κλήρων 35 στρέμματα, που δεν αποτελούσαν ενιαία έκταση και ποίκιλλαν ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας και το μέγεθος της οικογένειας. Στους αγρότες παραχωρούνταν επιπλέον εργαλεία, σπόροι και ζώα για τις καλλιέργειες των χωραφιών τους.
Με την αστική αποκατάσταση, που περιλάμβανε μόνο τη στέγαση και όχι τη μέριμνα για εξεύρεση εργασίας, ασχολήθηκε περισσότερο το Υπουργείο Πρόνοιας και όχι η ΕΑΠ. Οι πρώτοι αστικοί προσφυγικοί οικισμοί οικοδομήθηκαν σε περιοχές της Αθήνας, όπως στη Καισαριανή, στον Βύρωνα, στην Νέα Ιωνία και στη Κοκκινιά του Πειραιά. Ακολούθησαν οι συνοικισμοί της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, των Σερρών, του Βόλου, του Αγρινίου κ.α. Η δημιουργία των αστικών συνοικισμών, συχνά ελλείψει χρόνου και χρημάτων, δεν συνοδεύονταν από έργα υποδομής και κοινής ωφέλειας. Τα σπίτια των αστικών και αγροτικών συνοικισμών ήταν λιθόκτιστα ή από οπτόπλινθους, υπήρχαν όμως και ορισμένα ξύλινα προκατασκευασμένα, που προέρχονταν από τη γερμανική εταιρεία DHTG, στα πλαίσια των γερμανικών αποζημιώσεων του πολέμου. Μερικές οικογένειες προσφύγων, που δεν κατάφεραν να υπαχθούν στην κρατική μέριμνα παροχής στέγης, θα ζήσουν για αρκετά χρόνια σε χαμόσπιτα δημιουργώντας ολόκληρες παραγκουπόλεις στα όρια των πόλεων ή γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς.
Και λίγα λόγια για τον Βύρωνα και την Καισαριανή.
Ομαδικός γάμος στον Βύρωνα
Η δημιουργία της Καισαριανής και του Βύρωνα από τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες
«Καλύτερα να μείνουν εδώ νά τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».
Αριστείδης Στεργιάδης
(επιστολή του ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη προς τον Γ. Παπανδρέου)
«Η βρισιά τουρκόσπορος εναντίον των προσφύγων, ήταν με σωρό άλλες ανάλογες βρισιές (όπως σκατοογλούδες, παληοαούτηδες, λεφούσια κ.λπ.), στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα κυβερνητικά όργανα». Ο Α. Βαζούρας (Βήμα, 20/6/76), δίνει τη διάσταση της υποδοχής που επιφύλαξαν στους Μικρασιάτες πρόσφυγες οι «γηγενείς» κάτοικοι της μητροπολιτικής Ελλάδας.
Εξαθλιωμένοι και ανέστιοι, οι πρόσφυγες με τη φτηνή τους εργατική δύναμη και τη μαζική τους εγκατάσταση σε χώρους όπου υπήρχε ζήτηση, συνέβαλαν ώστε να επταπλασιαστεί η ελληνική βιομηχανική παραγωγή σε μόλις επτά χρόνια (1921-1928), ενώ ζωντάνεψαν οι νεκρές αγροτικές περιοχές. Την ίδια περίοδο, 150.000 πρόσφυγες πέθαναν από πείνα και αρρώστιες. Οι γηγενείς ένιωσαν να απειλούνται από το ξένο στοιχείο που γεννά αισθήματα φόβου, αηδίας, μίσους και έχθρας. Η εφημερίδα Τύπος, μάλιστα, πρότεινε το 1933 να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια για να αποφεύγουν οι «Έλληνες» την επαφή μαζί τους...
Διασκορπισμένοι στη Δυτική Θράκη, τη Μακεδονία και την Αθήνα, οι πρόσφυγες εξακολούθησαν να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες ακόμη και μετά τη σύναψη των προσφυγικών δανείων που εξανεμίστηκαν χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Πλάι στο Ντερέ
Οκτώ χιλιάδες πρόσφυγες, κυρίως από τα Βουρλά, εγκαταστάθηκαν μεταξύ του 1922 και του 1923 στις δυτικές παρυφές του Υμηττού, δίπλα στο νοσοκομείο Συγγρού. Οι πλημμύρες του Ιριδανού δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στους σκηνίτες του Συνοικισμού Συγγρού, που σταδιακά άρχισαν να στήνουν ξύλινες παράγκες (περίπου πεντακόσιες) και πλίνθινα σπίτια (περίπου χίλια). Σε κάθε σπίτι κατοικούσαν δύο με τρεις οικογένειες, ενώ οι πιο τυχεροί ζούσαν στα 350 σπίτια που κατασκεύασε η Επιτροπή Αποκαταστάσεως. Εξάλλου, μία παλιά φαρμακαποθήκη μετατρέπεται στον Ι. Ναό του Αγ. Νικολάου.
Η περιοχή του Βύρωνα
Τα παραπήγματα είχαν κοινόχρηστες τουαλέτες, οι αναθυμιάσεις των οποίων σκέπαζαν το συνοικισμό. Όγκοι σκουπιδιών συγκεντρώνονταν στην πλαγιά του Υμηττού, ενώ ο Ντερές ήταν γεμάτος ακαθαρσίες, σκουπίδια και ράκη ταπητουργίας. Κατσίκες, άλογα, πρόβατα, αγελάδες και χοίροι που έβοσκαν ανάμεσα στα σπίτια, συμπλήρωναν την εικόνα του συνοικισμού που μαστιζόταν από τη φυματίωση, τα εντερικά, τον παράτυφο κ.ά.
Το 1928 άρχισαν να γίνονται οι πρώτες συστηματικές προσπάθειες για τη βελτίωση των οικιστικών συνθηκών των 15.000 κατοίκων της περιοχής. Από το 1929 αρχίζει η παραχώρηση οικοπέδων και ξεκίνησε η οργανωμένη οικοδόμηση της Καισαριανής, ενώ την ίδια χρονιά δημιουργείται και σχολείο για τετρακόσιους μαθητές, με δωρεά της συζύγου του Ελ. Βενιζέλου, Έλενας. Οι προσφυγικές πολυκατοικίες ήταν διώροφες και φιλοξενούσαν τέσσερις οικογένειες. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εργάστηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες ως λιμενεργάτες, οικοδόμοι, αγωγιάτες, φορτοεκφορτωτές, πηγαδάδες και πλανόδιοι μανάβηδες, ενώ στα πλινθόκτιστα άρχισαν να ξεφυτρώνουν μικρά μπακάλικα.
Με την προσέλευση των Αρμένιων και των Πόντιων προσφύγων, ο πληθυσμός της Καισαριανής έφτασε το 1940 τους 20.000 κατοίκους, ενώ ήδη από το 1934 λειτουργούσε ως αυτόνομος Δήμος.
Στη μνήμη του ποιητή
Σε αντίθεση με την Καισαριανή ο Βύρωνας σχεδιάστηκε επί χάρτου πριν οικοδομηθεί και κατοικηθεί από τους πρόσφυγες που κατέλυσαν αρχικά στη θέση των σημερινών σχολείων του Βενιζέλου, στην Καισαριανή. Ο συνοικισμός Παγκρατίου δημιουργήθηκε το 1923 από τον πολιτικό μηχανικό Γ. Σούλη, σε συνεργασία με τον Επ. Χαρίλαο, πρόεδρο του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων, στο πλαίσιο της προσπάθειας του υπουργού Περιθάλψεως Απ. Δοξιάδη να ανεβρεθεί καλύτερη στέγη για τους πρόσφυγες από τις αίθουσες των σχολείων όπου εγκαταστάθηκαν μετά την ομαδική τους άφιξη στην Αθήνα.
Στις 29 Απριλίου 1923 σε πανηγυρική τελετή, παρουσία του Βασιλιά Γεωργίου Β’ και του αρχηγού της Επανάστασης Ν. Πλαστήρα, παραδόθηκαν τα τέσσερα πρώτα οικοδομικά τετράγωνα που διέθεταν 305 δωμάτια. Ένα χρόνο αργότερα, το 1924, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων Μορκεντάου, ανακοινώνει από το παράθυρο του Διοικητηρίου, στην παλιά αγορά, τη μετονομασία του συνοικισμού σε «Βύρωνα», με αφορμή την εκατονταετηρίδα από το θάνατο του φιλέλληνα ποιητή.
Οι 15.000 πρώτοι κάτοικοι του Βύρωνα στεγάστηκαν σε κτίσματα που κατέλαβαν συνολικά 100 στρέμματα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο είχε στις άκρες διώροφα κτίρια και στο κέντρο ισόγειες κατοικίες ενός ή δύο δωματίων, με μία εξωτερική τουαλέτα ενός τετραγωνικού μέτρου. Σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο.
Ο Βύρωνας διέθετε πρωτοποριακές για την εποχή υπηρεσίες και δημόσια κτίρια: Αγορά με είκοσι καταστήματα, σχολείο (στο κτίριο του 1ου-2ου-3ου Δημοτικού), παιδικό σταθμό, μηχανοκίνητο ξυλουργείο, δημόσια λουτρά στη θέση των σημερινών σχολείων της Αγ. Τριάδας, τουρκικό χαμάμ στην πλατεία Δεληολάνη, καθώς και τα κινηματοθέατρα Μον Σινέ και Μαριάννα, ενώ δημιουργείται και νοσοκομείο (στο κτίριο του παλιού Δημαρχείου). Στη Νέα Ελβετία, στο ρέμα που βρίσκεται σήμερα η οδός Καραολή-Δημητρίου, υπήρχαν βοσκοτόπια.
Ο συνοικισμός, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες στις σχέσεις τους με τους κατοίκους της Αθήνας, αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς και το 1934 ανακηρύχθηκε αυτόνομος Δήμος. Οι γειτονιές του είχαν διατηρήσει έντονα την προσφυγική προέλευση των κατοίκων: Κλαζομενές, Νέα Βρυούλλα, Νέα Αλάτσατα, Κορδελιό, Βυζάντιο, Νέα Έφεσος.
Το 1964 δημιουργείται στον Καρέα ένα καινούργιο κέντρο για την οργανωμένη εγκατάσταση προσφύγων, με την οικοδόμηση των προσφυγικών και εργατικών πολυκατοικιών, όπου στεγάζονται προσωρινά Ρουμάνοι και αργότερα Αρμένιοι και Πόντιοι. Την ίδια περίοδο ξεκινά η ανοικοδόμηση του Βύρωνα, με την αντικατάσταση των προσφυγικών κατοικιών από πολυκατοικίες.
Κοκκινιά
Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς
Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις.
Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών.
Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.
Θεμέλιος λίθος
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.).
Πληθυσμός
Η επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας στην πόλη την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι φυσική κι αναμενόμενη εξαιτίας: α) της εγκατάστασης πλήθους νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη Ρέντη υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.
Ονομασία
Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι.
Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.
Οικίες
Τα οικήματα του συνοικισμού της Κοκκινιάς ήταν -ως επί το πλείστον- ισόγειες κατασκευές αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένα κοινό χώρο υγιεινής. Κάθε οικογένεια, ανεξαρτήτως μελών, διαβίωνε σε 36 τ.μ.. Υπήρχαν κι άλλες αρχιτεκτονικές μορφές όπως: τα διώροφα συγκροτήματα που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει ένα ανοικτό αίθριο για κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλυντήρια) ή οι διώροφες κατοικίες -με τις ίδιες αναλογίες- που στέγαζαν δυο οικογένειες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα “Γερμανικά” στη βόρεια πλευρά του συνοικισμού: οι γερμανικές παράγκες που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες στεγάζουν -μέχρι σήμερα- πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν ν’ αποκατασταθούν μ’ άλλον τρόπο. Η αυτοστέγαση των προσφύγων ήταν ένας ακόμη τρόπος κατοίκισης. Ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές στήνονταν σε προσφυγικά οικόπεδα, τα οποία αγόρασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικιών, εκτός των ιδιωτικών, ήταν η ομοιομορφία που έδινε την εικόνα της αναγκαστικής κι επιβεβλημένης εξομοίωσης των κατοίκων.
Το εσωτερικό των σπιτιών εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε σ’ αυτό, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από τα χρηστικά αντικείμενα, τ’ απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση των ενοίκων. Ο μπουφές με τα γυαλικά, η τραπεζαρία, η γωνιά των ρούχων κι οι συμπληρωματικές ντιβανοκασέλες ήταν τα συνήθη υπάρχοντα είδη των σπιτιών, ενώ αν δεν διέθεταν περισσευούμενο δωμάτιο μπορούσε κανείς στον ίδιο χώρο να συναντήσει τη ντουλάπα, το ψυγείο, ακόμη και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού.
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα ρείθρα των πεζοδρομίων, οι περιποιημένοι φανοστάτες, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα, οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, τις ταράτσες, τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, έδιναν μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά που μοσχοβολούσε νοικοκυροσύνη και πάστρα. Τα κεντήματα με τα ζωηρά χρώματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών, ενώ σε μια εταζέρα βρίσκονταν τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων κι άλλα αγαπημένα αντικείμενα τα οποία εξέθεταν σε καθημερινή θέα, όπως φωτογραφίες της οικογένειας, στεφανοθήκες, μπακίρια, μεταξωτά χάλια τοίχου, το παραδοσιακό χαλί υποδοχής της εισόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα που έδιναν μιαν αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας στο προσφυγικό καταφύγιο μετά τον κατακλυσμό.
Συνθήκες διαβίωσης
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή.[1]
Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.
Η ανασύσταση της ζωής στην προπολεμική Νίκαια
Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων.
Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο.
Πολιτισμική ταυτότητα
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.
Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος , ο αθλητισμός.
Τέλος , η Νέα Ιωνία
Η Νέα Ιωνία ιδρύθηκε το 1923. Ως ημέρα ίδρυσης της θεωρείται η Κυριακή 27 Ιουνίου του 1923, όταν έγινε η θεμελίωση του προσφυγικού συνοικισμού από τον αρχηγό της Επαναστατικής Κυβέρνησης, Νικόλαο Πλαστήρα και τον ιερέα Παπαϊωακείμ Πεσματζόγλου, ο οποίος είχε οδηγήσει ως άλλος Μωϋσής, τους χιλιάδες συμπατριώτες του Σπαρταλήδες (από την πόλη Σπάρτη της Πισιδίας) στην Ελλάδα, μετά την Μικρασιατική καταστραφή.
Εκτός των Σπαρταλήδων, εκ των πρώτων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, που τότε ονομαζόταν «Ποδαράδες» και υπαγόταν στον Δήμο Αθηναίων, πρόσφυγες από την Ινέπολη και την Κασταμονή, τη Σαφράμπολη, τη Νεάπολη, την Καππαδοκία, την Αλάϊα και την Αττάλεια της Παμφυλίας και ακόμη από την Σμύρνη και τα περίχωρά της, τα Βουρλά, το Αϊβαλί, τα Θυάτειρα και άλλες πολιτείες της Μ. Ασίας που ανθούσαν σπουδαίες Ελληνορθόδοξες κοινότητες.
Η πόλη αναπτύχθηκε ταχύτατα, παρά τις φοβερές ελλείψεις και την προχειρότατη εγκατάσταση σε μικρές προσφυγικές κατοικίες ή και σε σκηνές χιλιάδων προσφύγων. Όντας οι περισσότεροι κάτοικοι αστοί πρόσφυγες, ικανοί στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις ανέδειξαν γρήγορα την πολιτεία τους σε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με κύριους κλάδους: την Κλωστοϋφαντουργία και την Ταπητουργία. Γρήγορα η Νέα Ιωνία έγινε πόλος έλξης χιλιάδων εργατών από την επαρχία. Το 1934, μαζί με άλλους συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά, η Νέα Ιωνία ονομάστηκε δήμος, όμως δεν περιλαμβάνονταν η Καλογρέζα και η Αλσούπολη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου