Πριν καλά καλά ξεκινήσουμε να επεξεργαζόμαστε τι είναι και τι λένε αυτά τα κόμματα ,φτάνουμε στη διάλυσή τους .
Έτσι ο μαθητής το μόνο που μαθαίνει ,αν το μαθαίνει ,είναι πως κάποτε υπήρξαν τρεις σχηματισμοί με ονόματα που παραπέμπουν σε εθνικές ομάδες ποδοσφαίρου.
Ας τους ρίξουμε μια ματιά λοιπόν.
Γαλλικό κόμμα
Το Γαλλικό κόμμα ήταν ελληνική πολιτική παράταξη των πρώτων χρόνων ύπαρξης του ελληνικού κράτους.
Αρχηγός του κόμματος ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης και ιδρύθηκε κατά την διάρκεια της δεύτερης εθνοσυνέλευσης στο Άστρος το 1824, στην εθνοσυνέλευση αυτή ιδρύθηκαν και οι βασικότεροι αντίπαλοί του, που ήταν το Αγγλικό κόμμα του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και το Ρωσικό κόμμα του Ανδρέα Μεταξά, σαν συνέπεια της επίδρασης που είχαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και ανάλογα ποια υποστήριζε ο καθένας ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα. Το Γαλλικό κόμμα συμμετείχε και νίκησε στις βουλευτικές εκλογές του 1844 και του 1847. Ήταν κυρίως κόμμα των διανοούμενων, αλλά μαζί του συμπαρατάχτηκαν κυρίως πρόκριτοι, στρατιωτικοί, λόγιοι και έμποροι που είχαν σπουδάσει και διαμείνει στη Δυτική Ευρώπη. Επιφανείς υποστηρικτές του ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης, ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης και άλλοι.
Το Γαλλικό κόμμα συνέχισε να υπάρχει και μετά τον θάνατο του ηγέτη του το 1847 και διαλύθηκε με τον Κριμαικό πόλεμο.
Αγγλικό κόμμα
Το Αγγλικό κόμμα ήταν ελληνική πολιτική παράταξη των πρώτων χρόνων ύπαρξης του ελληνικού κράτους.
Αρχηγός του κόμματος ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Το κόμμα ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης εθνοσυνέλευσης στο Άστρος το 1824. Στην εθνοσυνέλευση αυτή ιδρύθηκαν και οι βασικότεροι αντίπαλοί του, που ήταν το Γαλλικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη και το Ρωσικό κόμμα του Ιωάννη Καποδίστρια, σαν συνέπεια της επίδρασης που είχαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και ανάλογα ποια υποστήριζε ο καθένας ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα. Το Αγγλικό κόμμα είχε απήχηση στους Φαναριώτες, νησιώτες και μικρή απήχηση στην Πελοπόννησο. Μέσω του αρχηγού του υιοθέτησε μια σταθερά αγγλόφιλη πολιτική, πιστεύοντας ότι η Αγγλία, λόγω των συμφερόντων της στην Ανατολή, ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να αντιταχθεί στα επεκτατικά σχέδια της Ρωσίας. Επίσης, υποστήριξε τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ενάντια στα ρωσικά σχέδια για τρεις ηγεμονίες.
Στην δίκη του Κολοκοτρώνη το Αγγλικό κόμμα επενέβη υπέρ των κατηγορουμένων και ο Μαυροκορδάτος επέκρινε τον τρόπο διεξαγωγής της δίκης με αποτέλεσμα η Αντιβασιλεία να τον παύσει από την Κυβέρνηση.
Ρωσικό κόμμα
Το Ρωσικό (δηλαδή ρωσόφιλο) κόμμα ήταν ελληνική πολιτική παράταξη των πρώτων χρόνων ύπαρξης του ελληνικού κράτους.
Άρχισε να διαμορφώνεται περί το 1825-26[1] με αρχηγό τον Ανδρέα Μεταξά, συγχρόνως περίπου με τα άλλα δύο κόμματα, το Γαλλικό υπό τον Ιωάννη Κωλέττη και το Αγγλικό υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Όπως φαίνεται και από την ονομασία, η κάθε παράταξη προσέβλεπε στην αντίστοιχη μεγάλη Δύναμη για βοήθεια σε εθνικό επίπεδο αλλά και για να επιβάλει την κυριαρχία της στην Ελλάδα. Εννοείται ότι η ρωσόφιλη παράταξη υποστήριζε θερμά τον Καποδίστρια και την πολιτική του αλλά μόνο μετά την δολοφονία του το 1831 πήρε, καθώς και τα άλλα δύο κόμματα, οριστική μορφή.[2]
Το Ρωσικό κόμμα λεγόταν και κόμμα των Ναπαίων από κάποιον Κερκυραίο Νάπα, φανατικό υποστηρικτή του Καποδίστρια. Το Ρωσικό κόμμα διατηρούσε επαφή με τη Ρωσική διπλωματική αποστολή και είχε μεγάλη υποστήριξη στην Πελοπόννησο. Έριχνε μεγάλο βάρος στην προάσπιση της Ορθοδοξίας, γεγονός που του προσέδωσε μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα. Επιφανείς υποστηρικτές του ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Ανδρέας Μεταξάς, ο οποίος διετέλεσε και αρχηγός του. Αρχηγοί της παράταξης εκτός του Μεταξά είχαν διατελέσει και οι Γενναίος Κολοκοτρώνης και Κωνσταντίνος Οικονόμος.
Το Ρωσικό κόμμα κυβέρνησε το 1832 και από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έως τις 16 Φεβρουαρίου 1844 με αρχηγό τον Α. Μεταξά, ο οποίος, μετά από λαϊκή εξέγερση, ανέλαβε πρωθυπουργός και αργότερα προκήρυξε εκλογές για τη σύνταξη και την ψήφιση συντάγματος. Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 1844 έχασε την πρωθυπουργία από τον Κωλέττη.
Γενικά για τα τρία κόμματα
Τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους παγιώνονται οι πολιτικοί σχηματισμοί που έμειναν ευρύτερα γνωστοί ως αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα ή αλλιώς Ναπαίοι (από το όνομα κάποιου που λεγόταν Nάπας και υπήρξε ένθερμος και γνωστός υποστηρικτής του Kαποδίστρια). Οι τρεις αυτοί σχηματισμοί είναι η απόληξη διεργασιών και ζυμώσεων που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια της Επανάστασης, ιδίως την περίοδο του Καποδίστρια, και επιβιώνουν έως τα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου. Σε όλη αυτή την περίοδο εντάσσονται σταδιακά στα κόμματα οι παραδοσιακές κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Έχοντας ως μέτρο τα δυτικά πρότυπα δεν μπορούμε ασφαλώς να κάνουμε λόγο για κόμματα αρχών. Πρόκειται μάλλον για συσσωματώσεις απαρτιζόμενες από τοπικοσυγγενικές ομάδες και φατρίες, οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους με χαλαρούς δεσμούς και συσπειρώνονταν γύρω από το πρόσωπο ενός αρχηγού ή μιας μικρής ηγετικής ομάδας. Ταυτόχρονα, καθένα από τα κόμματα αυτά πριμοδοτούνταν από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Aγγλία, Γαλλία και Ρωσία αντίστοιχα), γεγονός που ευθύνεται για τα ονόματα με τα οποία έμειναν τελικά γνωστά. Η πολιτική δύναμη ωστόσο των κομμάτων αυτών δεν εξαρτιόταν τόσο από τις προνομιακές σχέσεις που διατηρούσαν με τους εν Ελλάδι εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Πολύ περισσότερο είχε να κάνει με την ικανότητά τους να προσεταιρίζονται ομάδες συμφερόντων, φατρίες και δίκτυα που συγκροτούνταν στη βάση των δεσμών συγγένειας και διέθεταν ισχυρά κοινωνικοπολιτικά ερείσματα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η πρόσδεση των φατριών με τα κόμματα επιχειρούνταν μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος ανταλλαγών και αμοιβαίων εξυπηρετήσεων, το οποίο έχει θεματοποιηθεί ως "σύστημα πελατείας-προστασίας". Οι σχέσεις αυτές έδιναν τη δυνατότητα στις ηγεσίες των κομμάτων να πριμοδοτούν και να υποθάλπουν για αντιπολιτευτικούς λόγους την ένταση σε τοπικό επίπεδο (π.χ. εξεγέρσεις, ληστεία), κεφαλαιοποιώντας οφέλη στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Η τακτική αυτή αφορά κυρίως το γαλλικό και το ρωσικό κόμμα. Στο πρώτο συγκεντρώνονταν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικοπολιτικών ομάδων (ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, ορισμένοι πελοποννήσιοι προεστοί και νησιώτες προύχοντες καθώς και πολλοί ετερόχθονες) που συσπειρώνονταν γύρω από τη χαρισματική προσωπικότητα του Ι. Κωλέττη. Στους Ναπαίους, οι οποίοι διατηρούσαν προνομιακή σχέση με τη ρωσική διπλωματική αποστολή, ηγετικές φυσιωγνωμίες υπήρξαν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο A. Μεταξάς και η δύναμή τους επεκτείνεται, με πυρήνα την Πελοπόννησο, σε ολόκληρη την επικράτεια. Σε αντίθεση με τα λεγόμενα συνταγματικά κόμματα, το γαλλικό και το αγγλικό, που αντιπολιτεύτηκαν κατά την πρώτη οθωνική δεκαετία (1833-43) με βασική τους διεκδίκηση την παραχώρηση συντάγματος, οι Ναπαίοι έριξαν το βάρος τους στην "προάσπιση της Ορθοδοξίας", γεγονός που τους προσέδωσε μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα. Το αγγλικό κόμμα τέλος στερούνταν τοπικών ερεισμάτων στις επαρχίες και η δύναμή του εντοπίζεται σε ένα στενό κύκλο εγγράμματων και εξοικειωμένων σε ζητήματα διοίκησης προσωπικοτήτων, που έθεταν το αίτημα του θεσμικού εκσυγχρονισμού της δημόσιας ζωής και συγκεντρώνονταν γύρω από τον Αλ. Mαυροκορδάτο.
Ιωάννης Κωλέττης (από την ψήφιση συντάγματος και μετά)
Συνακόλουθα με την κύρωση του Συντάγματος αποφασίστηκε η διενέργεια εκλογών και ο Όθωνας πρότεινε στους Α. Μαυροκορδάτο και Ι. Κωλέττη να σχηματίσουν από κοινού κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα προς τις εκλογές. Ο Κωλέττης αρνήθηκε τη συμμετοχή του υπολογίζοντας τη φθορά, την οποία θα είχε ο πολιτικός που θα ανελάμβανε τη διενέργεια των εκλογών. Ως ημερομηνία εκκίνησης της εκλογικής αναμέτρησης ορίστηκε η 6η Ιουνίου ενώ σύμφωνα με τα τότε κρατούντα διήρκεσε περίπου δύο μήνες. Διενεργήθηκε δε κατά τον εκλογικό νόμο που είχε προηγουμένως ψηφίσει η Εθνοσυνέλευση. Σε αυτή την αναμέτρηση διαπράχθηκαν πολλές παρατυπίες και από την πλευρά του Μαυροκορδάτου και από την πλευρά των Κωλέττη και Μεταξά. Συγκεκριμένα ο Μαυροκορδάτος έχοντας στα χέρια του την κρατική μηχανή προσπαθούσε να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων ενώ αντίστοιχα ο Κωλέττης και ο Μεταξάς υπέθαλπαν τοπικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις φίλα κείμενων προς αυτούς προσώπων όπως αυτή του οπλαρχηγού Θεοδωράκη Γρίβα στην Ακαρνανία. Σε αυτό το κλίμα και πριν ακόμη ολοκληρωθούν οι εκλογές ο Μαυροκορδάτος υπέβαλε παραίτηση και στη θέση του ορίστηκε ο Κωλέττης. Τα τελικά αποτελέσματα στην κατανομή βουλευτικών εδρών έδωσαν στο Ρωσικό Κόμμα (Ναπαίοι) του Ανδρέα Μεταξά 55 έδρες, στο Αγγλικό Κόμμα (Μαρλαίοι) του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου 28 και στο Γαλλικό Κόμμα (Μοσχομαγκίτες) του Ιωάννη Κωλέττη είκοσι. Στις 6 Αυγούστου σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Γαλλικού και του Ρωσικού Κόμματος με πρώτο κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό τον Κωλέττη.
Η πρωθυπουργία του Κωλέττη σημαδεύτηκε από ένα αδυσώπητο πόλεμο των πολιτικών δυνάμεων και συνεχείς παρεμβάσεις προς όφελος της χώρας, που αντιπροσώπευε το κάθε κόμμα. Ο Ανδρέας Μεταξάς αποχώρησε σύντομα από το συνασπισμό, λόγω της διαχείρισης του εκκλησιαστικού ζητήματος, αφήνοντας στον Κωλέττη την απόλυτη ευθύνη της διακυβέρνησης και στρέφοντας το φιλικό του τύπο εναντίον του. Οι οικογενειακές φατρίες επικρατούσαν ακόμα δυσχεραίνοντας το έργο της κυβέρνησης. Επιπλέον ο βασιλιάς παρά τον περιορισμό του από το Σύνταγμα συνέχισε να παρεμβαίνει ανοικτά στην κρατική πολιτική.
Μέσα σε αυτή την κατάσταση ο Πρωθυπουργός προσπάθησε την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, ασκώντας διπλωματία προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, ενώ παράλληλα έθετε το στόχο της διεύρυνσής της προς τα παλαιά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ο Κωλέττης κατηγορήθηκε για συγκεντρωτισμό και περιφρόνηση του κοινοβουλευτισμού, χαρακτηριστικά οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες μιλούσαν για δικτατορία. Η πολιτική ένταση, όμως, την περίοδο εκείνη ήταν τόσο οξεία ώστε οι χαρακτηρισμοί ενείχαν στοιχεία υπερβολής και οι όποιες εξουσιαστικές πρακτικές είχαν άλλα μέτρα σύγκρισης από τα σύγχρονα και εξυπηρετούσαν άλλες ανάγκες.
Το σημαντικότερο στοιχείο της περιόδου υπήρξε η κυβερνητική σταθερότητα, γεγονός άγνωστο για τη μέχρι τότε πορεία του κράτους. Ωστόσο ο Κωλέττης στάθηκε φειδωλός σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις προσπαθώντας την ομαλή μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας προς τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Οι σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν στις 25 Ιανουαρίου 1847 με αφορμή την άρνηση του πρέσβη της στην Αθήνα Κωνσταντίνου Μουσούρου να παράσχει διαβατήριο στον υπασπιστή του βασιλιά, Τσάμη Καρατάσο, για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη (κύκλος γεγονότων που οδήγησε στη διακοπή των διπλωματκών σχέσεων των δύο χωρών και ονομάστηκαν Μουσουρικά).
Το τέλος του Κωλέττη και μεταθανάτιες κρίσεις
Στα τέλη του 1846 η υγεία του Κωλέττη άρχισε να επιδεινώνεται, δεδομένο που δημιούργησε κύμα αυτομόλησης βουλευτών προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης και κλίμα έντασης για τη διαδοχή στο Γαλλικό Κόμμα. Αυτή η κατάσταση οδήγησε τον Κωλέττη να ζητήσει από τον βασιλιά τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εκλογών. Έτσι ο Όθωνας στις 14 Απριλίου 1847 προκήρυξε εκλογές για τον Ιούλιο. Παρά την ασθένειά του, ο γηραιός Ηπειρώτης πολιτικός επικράτησε σαρωτικά στις εκλογές, εξασφαλίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία, αν και το αποτέλεσμά τους αμφισβητήθηκε έντονα από την αντιπολίτευση. Αυτός υπήρξε και ο τελευταίος του πολιτικός αγώνας. Ο Ιωάννης Κωλέττης πέθανε από νεφρίτιδα στις 31 Αυγούστου 1847 "ως αγωνιστής εν μέσω των φουστανελοφόρων του", όπως επισημαίνει ο ιστορικός Σπυρίδων Μαρκεζίνης, σιγοτραγουδώντας ένα ηπειρώτικο ηρωικό τραγούδι.
Μετά τον θάνατό του διατυπώθηκαν αντικρουόμενες θέσεις, ενίοτε ακραίες, από ιστορικούς, και σύγχρονούς του πολιτικούς. Η ιστορική έρευνα, όμως, αποδεικνύει, μάλλον ή ήττον τον Κωλέττη ως έναν ρομαντικό εκπρόσωπο του μεγαλοϊδεατισμού, ο οποίος από την ανάμιξή του στην πολιτική δεν αποκόμισε υλικά κέρδη. Σε αποκαλυπτήρια της προτομής του Ιωάννη Κωλέττη στα Ιωάννινα στις 5 Ιουνίου του 2005 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας επεσήμανε μεταξύ άλλων: "Ο Ιωάννης Κωλέττης είχε μια πλήρως τεκμηριωμένη πολιτική θεωρία για την εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων κατά τη μετεπαναστατική περίοδο. Καθοδηγητικό στοιχείο της πολιτικής του σκέψης ήταν οι ευρωπαϊκές προδιαγραφές και η μεταφορά τους στην ελληνική πραγματικότητα.
Από το Παρίσι, όπου βρέθηκε ως πρέσβης για σχεδόν μια δεκαετία, διερεύνησε τη θέση της χώρας "εις την μεγάλην μηχανήν του εκτεταμένου πολιτικού ορίζοντα", όπως έλεγε χαρακτηριστικά. Έχοντας βαθιά πίστη στις δυνατότητες που διέθετε και διαθέτει το ελληνικό έθνος, θεμελίωσε ως εισηγητής της Μεγάλης Ιδέας, την ενότητα του Ελληνισμού στο χώρο.
Οι αρετές που χαρακτήριζαν την πολιτική στάση και συμπεριφορά του Ιωάννη Κωλέττη ήταν η φρόνηση, η υπομονή και η επιμονή. Σύγχρονοι και μεταγενέστεροι, πολιτικοί φίλοι και αντίπαλοι, προσέδωσαν σειρά ιδιοτήτων στον Ηπειρώτη πολιτικό που, κατά παράδοξο τρόπο, ισχύουν όλες, ακόμα και οι πλέον αντίθετες: ήταν διάνοια "ολίγον χιμαιρική" αλλά και ρεαλιστής, φιλόδοξος αλλά όχι αλαζόνας, αυθόρμητος αλλά και επιφυλακτικός, ιδιαιτέρως ευφυής και συγχρόνως αθώος, ήταν τέλος ανατολίτης αλλά και ευρωπαίος.
Συνυπολογίζοντας το βάρος του πρόσφατου επαναστατικού παρελθόντος, έθετε ως στόχο του την οργάνωση μιας στερεής και σύγχρονης κρατικής εξουσίας, συγκροτώντας έναν εθνικό πολιτικό λόγο και επιζητώντας την ευρεία, ευρύτερη από τα όρια του κόμματός του, αποδοχή του πολιτικού του προγράμματος. Αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις που θέλησαν να ανατρέψουν το "ιστορικό" γεγονός του ’21, που προσπάθησαν να ακυρώσουν τις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί πριν την έκρηξη της Επανάστασης και κατά την εξέλιξή της.
Ο Ιωάννης Κωλέττης ήταν μια χαρισματική προσωπικότητα, που προκαλούσε έντονα συναισθήματα. Τον Κωλέττη θα μπορούσε κανείς να τον αγαπήσει ή να τον μισήσει, δεν θα μπορούσε όμως, σε καμία περίπτωση, να τον αγνοήσει.
Ο Ευάγγελος Κοροβίνης στο γνωστό βιβλίο του "Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία", εκδόσεις Αρμός, 5η έκδοση, (2008), τον χαρακτηρίζει με τα μελανότερα χρώματα, επειδή θεωρεί ότι ο Ιωάννης Κωλέττης εισήγαγε τη φαυλοκρατία στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, δεδομένου μάλιστα ότι υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός, ο οποίος διαχειριζόμενος τα κοινά απέκτησε μεγάλη περιουσία (630.000 χιλιάδες δραχμές).
Επιπλέον χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι: "Ο Κωλέττης μέχρι αργά το απόγευμα ασχολείτο με τη διεκπεραίωση ρουσφετιών πρώτα στην κατοικία του και μετά στην έδρα της κυβερνήσεως. Στη διάρκεια των υπηρεσιακών συσκέψεων που επακολουθούσαν συνήθως κοιμόταν, ενώ απουσίαζε συστηματικά από τις συνεδριάσεις της Βουλής.
Κριμαικός πόλεμος
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη πλευρά. Η σύρραξη, στην οποία έλαβαν μέρος οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής, υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις κύριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για επιρροή και εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, όμως πραγματοποιήθηκαν και μικρότερης έντασης εκστρατείες στη δυτική Ανατολία, τον Καύκασο, τη Βαλτική Θάλασσα, τη Λευκή Θάλασσα και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Ο πόλεμος έμεινε γνωστός στη ρωσική ιστοριογραφία ως Ανατολικός Πόλεμος (ρωσικά: Восточная война, βαστότσναγια βαϊνά), ενώ στη Βρετανία τον καιρό εκείνο αναφερόταν ως Ρωσικός Πόλεμος.
Έχει μείνει στην ιστορία ως πόλεμος σφαλμάτων εφοδιαστικής και στρατηγικής φύσεως καθώς και για το περίφημα ποίημα Η επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας του Τένισον. Από άποψη τεχνολογίας ήταν ο πρώτος που εισήγαγε μεγάλο αριθμό τεχνολογικών καινοτομιών. Χαρακτηριστικώς, ήταν η πρώτη σύρραξη που οι αντιμαχόμενοι έκαναν εκτεταμένη χρήση σε τακτικό επίπεδο του σιδηροδρόμου και του τηλέγραφου. Είναι επίσης διάσημος από την εργασία των Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ και Μέρι Σίκολ, οι οποίες εφήρμοσαν νεωτερικές νοσηλευτικές πρακτικές που έσωσαν πολλούς βρετανούς τραυματίες. Τέλος, ήταν η πρώτη φορά που ένας πόλεμος καταγράφηκε λεπτομερώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.
Η διένεξη για τους Αγίους Τόπους
Στα 1850, παρατηρητές της διεθνούς κατάστασης, μεταξύ αυτών ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς, ήδη είχαν προβλέψει τη βεβαιότητα ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου. Η αυτοκρατορική Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, λειτουργούσε τον καιρό εκείνο ως αστυφύλακας της Ευρώπης, διατηρώντας σταθερό το ισοζύγιο δυνάμεων που είχε αποφασιστεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815, διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε αντάλλαγμα για την παροχή στρατευμάτων που υπεράσπιζαν την ισορροπία δυνάμεων και έπαιξαν μάλιστα σημαίνοντα ρόλο στην κατάπνιξη των μεγάλων επαναστάσεων του ευρωπαϊκού χώρου των ετών 1848 και 1849, ανέμενε την ανοχή των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και τη μη ανάμειξή τους στις διαμάχες της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Μεγάλο Ασθενή όπως την έλεγαν, λόγω των πολλών δομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και την είχαν φέρει στα όρια της κατάρρευσης.
Παρόλα αυτά, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ένγκελς προέβλεψαν ότι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δε θα επέτρεπαν στους Ρώσους μια τέτοια ελευθερία κινήσεων, καθώς μια περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια έπληττε θανάσιμα τα συμφέροντά τους (τότε δεν είχε προσαρτηθεί ακόμα η Αίγυπτος από τους Βρετανούς και το μεταγενέστερο ρόλο του Σουέζ ως δρόμου για τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία είχαν τότε τα Στενά των Δαρδανελλίων). Ένας αναπόφευκτος λοιπόν γενικευμένος ευρωπαϊκός πόλεμος πρόβαλλε επί θύραις. Οι προβληματισμοί και οι συζητήσεις που άνοιξαν για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια τέτοια περίπτωση, συμπυκνώθηκαν στον όρο που δέσποσε επί 70 σχεδόν χρόνια στη διπλωματική σκακιέρα και πήρε το όνομα Ανατολικό Ζήτημα. Δηλαδή για κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη ο όρος αντανακλούσε τους προβληματισμούς της ως προς το πώς θα διαφυλαχθούν καλύτερα τα συμφέροντα της μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ποιες ενέργειες έπρεπε να αναληφθούν.
Το 1851 ήταν η αρχή της αλυσίδας που οδήγησε στα μετέπειτα γεγονότα. Το έτος εκείνο, πραξικόπημα στη Γαλλία κατέλυσε τη Δημοκρατία και αναγόρευσε σε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα Γ', ο οποίος έστειλε κατόπιν τον πρέσβη του στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να αναγκάσει τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν τη Γαλλία ως επικυρίαρχη αρχή των Αγίων Τόπων. Η προσπάθεια της Γαλλίας ήταν να επωφεληθεί από την ανάδειξή της ως προστάτιδος δύναμης των χριστιανών στην περιοχή, προβάλοντας ως ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη μεταξύ των καθολικών πιστών και με μοχλό το κύρος αυτό να εκμαιεύσει επιπλέον εισχώρηση στο μαλακό υπογάστριο της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας περαιτέρω προνομιακούς εμπορικούς όρους όσο και κοινωνική διείσδυση επηρεάζοντας έτσι πιο αποφασιστικά την κεντρική οθωμανική διοίκηση. Η Ρωσική Αυτοκρατορία αντέδρασε στην επιχειρούμενη αλλαγή καθεστώτος στους Αγίους Τόπους. Σύντομα οι Οθωμανοί, υπό την πίεση των Ρώσων, που έβλεπαν εξίσου καχύποπτα τη γαλλική διείσδυση σε περιοχές που υπέβλεπαν οι ίδιοι, βασιζόμενοι σε δύο συνθήκες, μία του 1757 και αυτή του Κιουτσιούκ-Καϊναρτζή του 1774, άλλαξαν την απόφασή τους, αποκηρύσσοντας τη γαλλο-οθωμανική συμφωνία και αναγορεύοντας τη Ρωσία σε προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ναπολέοντας Γ' αντέδρασε κάνοντας επίδειξη ισχύος, στέλνοντας ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο της σύγχρονης σειράς Καρλομάγνος στη Μαύρη Θάλασσα, πράξη που αποτελούσε παραβίαση της Σύμβασης του Λονδίνου για τα Στενά. Η επίδειξη αυτή δύναμης της Γαλλίας, συνδυασμένη με επιθετική διπλωματία και χρήματα, ανάγκασε το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ να αποδεχθεί μια νέα συνθήκη, επιβεβαιώνοντας ότι η Γαλλία και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελούσαν τις ανώτατες αρχές ελέγχου στους Αγίους Τόπους καθώς και τους κτήτορες των κλειδιών της Εκκλησίας της Γεννήσεως, που πριν ανήκαν στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ο τσάρος Νικόλαος Α' ανέπτυξε τις 4η και 5η τσαρικές στρατιές κατα μήκος του ποταμού Δούναβη, ως μέσο πίεσης στους Τούρκους, ενώ ταυτόχρονα άρχισαν συζητήσεις του υπουργού του των Εξωτερικών, κόμη Καρλ Νέσσελροντ, με Τούρκους αξιωματούχους. Ο κόμης Νέσσελροντ αφού ανέφερε στο βρετανό πρέσβη στην Αγία Πετρούπολη, σερ Τζωρτζ Χάμιλτον Σέιμουρ, ότι η πράξη της Γαλλίας αποτελούσε πράξη βίας και παρασκηνιακών σκοτεινών διεργασιών, κατακρίνοντας παράλληλα τη συνήθεια του γάλλου αυτοκράτορα να προσφεύγει από την πρώτη στιγμή στην απειλή χρήσης βίας, τόνισε ότι η παραβίαση αυτή έπρεπε να επανορθωθεί. Σύντομα η Ρωσία ενέτεινε την επιθετική χροιά της διπλωματίας της, ελπίζοντας να αποτρέψει τη Γαλλία ή τη Βρετανία ή και τις δυο μαζί από το να πάρουν μέρος στην επικείμενη σύρραξη με την Τουρκία, η οποία αρνείτο να υποκύψει στις ρωσικές πιέσεις.
Το φλερτ των Ρώσων με τους Βρετανούς συνεχίστηκε μέσω του βρετανού πρέσβη, με τον τσάρο Νικόλαο να επιμένει ότι η Ρωσία δεν είχε πρόθεση να επεκτείνει την επιρροή της, αλλά ότι έπρεπε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που είχε έναντι των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, ο τσάρος έστειλε τον πρίγκιπα Μένσικωφ σε ειδική αποστολή στην Υψηλή Πύλη. Προηγούμενες συνθήκες όριζαν ότι ο Σουλτάνος ήταν υποχρεωμένος να προστατεύει τη χριστιανική θρησκεία και τα δόγματά της. Ο πρίγκιπας Μένσικωφ προσπάθησε επί τη βάσει αυτών των συνθηκών να διαπραγματευτεί μια νέα πανευρωπαϊκή συνθήκη, η οποία θα παραχωρούσε και στους Ρώσους παρόμοια προνόμια να παρεμβαίνουν στα ζητήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στους Αγίους Τόπους όπως και οι Γάλλοι επί των θεμάτων της Καθολικής Εκκλησίας. Μια τέτοια συνθήκη θα επέτρεπε στη Ρωσία να ελέγξει την ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς, χρησιμοποιώντας τους ως πιόνια ανάλογα με τα στρατηγικά της συμφέροντα. Στις 16 Φεβρουαρίου ο πρίγκιπας Μένσικωφ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με το πολεμικό Γκρομόβνικ. Στην πρώτη του συνάντηση με το Σουλτάνο, παραβίασε το πρωτόκολλο, στηλιτεύοντας μπροστά στην ιερή ανώτατη οθωμανική Αρχή τις οθωμανικές παραχωρήσεις στους Γάλλους. Ακολούθησε η απαίτησή του για αντικατάσταση των υψηλά ιστάμενων οθωμανών αξιωματούχων.
Τον καιρό εκείνο η βρετανική πρεσβεία στην οθωμανική πρωτεύουσα ήταν υπό τις διαταγές του πρέσβη Χιου Ρόουζ, ο οποίος χρησιμοποιώντας τις ανεξάντλητες επαφές του εντός της αυτοκρατορίας, συγκέντρωσε πληροφορίες για τις κινήσεις και την ανάπτυξη των ρωσικών στρατευμάτων κατά μήκος του Δούναβη, συνόρου τότε της Ρωσίας και της Οθωμανικής Τουρκίας στην Ευρώπη. Αμέσως ο Ρόουζ ανησυχώντας για τον πραγματικό σκοπό της αποστολής του Μένσικωφ στην Τουρκία, έδωσε εντολή σε μια βρετανική πολεμική μοίρα να αποπλεύσει τάχιστα για την ανατολική Μεσόγειο, κατευθυνόμενη στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλα αυτά, ο Ουίτλεϊ Ντάντας, βρετανός ναύαρχος και διοικητής της μοίρας, δεν ακολούθησε τις εντολές του πρεσβευτή θεωρώντας ότι ανακατευόταν στις υποθέσεις του Ναυαρχείου. Μέσα σε μια εβδομάδα, οι ενέργειες του Ρόουζ ακυρώθηκαν. Αντιθέτως, οι Γάλλοι έστειλαν μια ναυτική πολεμική δύναμη να υποστηρίξει τους Οθωμανούς, λειτουργώντας ως μοχλός πίεσης στους Ρώσους και δηλώνοντας την αποφασιστικότητα των Γάλλων να παρέμβουν υπέρ των Οθωμανών σε πιθανή σύρραξη.
Πρώτες εχθροπραξίες[Επεξεργασία]
Την ίδια ώρα, η βρετανική κυβέρνηση του πρωθυπουργού λόρδου Αμπερντίν, έστελνε το λόρδο Στράτφορντ να αντικαταστήσει το συνταγματάρχη Χιου Ρόουζ ως απεσταλμένο της Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη. Ο λόρδος Στράτφορντ έπεισε το Σουλτάνο να απορρίψει τις ρωσικές απαιτήσεις. Ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, πολιτικός αντίπαλος του λόρδου Αμπερντίν, κατηγόρησε τον πρωθυπουργό και το λόρδο Στράτφορντ ότι με τις ενέργειές τους ο πόλεμος καθίστατο αναπόφευκτος, εκκινώντας τη διαδικασία κατά την οποία η κυβέρνηση του λόρδου Αμπερντίν θα έφτανε στην παραίτηση αργότερα μεσούντος του πολέμου.
Μετά την αποτυχία του πρίγκιπα Μένσικωφ, ο τσάρος Νικόλαος προήλασε με τις στρατιές του μέσα στα εδάφη των παραδουνάβιων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν αυτόνομες ηγεμονίες με χριστιανό ηγεμόνα υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης, στις όχθες του ποταμού Δούναβη. Ουσιαστικά η μορφή της πολιτικής τους υπόστασης ήταν προϊόν συμβιβασμού μεταξύ Τούρκων και Ρώσων, λειτουργώντας ως ανάχωμα από την πλευρά της Ευρώπης ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες. Η μη δυνατότητα πλήρους ελέγχου τους από την Τουρκία και η παράλληλη μη δυνατότητα κατοχής τους από τους Ρώσους λόγω της τουρκικής αντίδρασης αλλά και ευρωπαϊκών πιέσεων που δεν επιθυμούσαν τη Ρωσία να κατέβει νοτιότερα, είχε οδηγήσει σε αυτό το ιδιόμορφο πολιτικό καθεστώς.
Η Ρωσία μέσω πιέσεων είχε αποσπάσει σε προγενέστερο χρόνο την αναγνώρισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως προστάτιδας δύναμης των ορθόδοξων χριστιανών σε αυτές τις δυο επαρχίες. Αυτό το είχε καταφέρει πιέζοντας τους Οθωμανούς με δικαιολογίες ότι απειλούντο οι χριστιανοί των ηγεμονιών, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία απάντησης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία για να μη δώσει ισχυρή λαβή στη Ρωσία για επέκτασή της προς νότο είχε αποδεχθεί τα ρωσικά αιτήματα. Η δε Ρωσία αρκείτο σε αυτές τις παραχωρήσεις επηρεάζοντας κατά το δοκούν τα πολιτικά πράγματα σε αυτές τις ηγεμονίες, δημιουργώντας προβλήματα στους Οθωμανούς, μη μπορώντας όμως να επέμβει ανοιχτά χωρίς να αντιδράσουν οι έτερες μεγάλες δυνάμεις. Έτσι Ρωσία και Τουρκία μέσω αυτών των συμβιβασμών έπαιρναν ό,τι θεωρούσαν καλύτερο υπό τις υπάρχουσες συνθήκες και ανέμεναν την κατάλληλη στιγμή, η μεν Ρωσία της επίθεσης και κατοχής τους, η δε Οθωμανική Τουρκία την ισχυροποίησή της και την επαναφορά του απόλυτου ελέγχου επί αυτών χωρίς το φόβο πιέσεων.
Χρησιμοποιώντας όμως το πρόσχημα της απειλής της προστασίας των ορθόδοξων πληθυσμών των Αγίων Τόπων μέσω των οθωμανικών παροχών στους καθολικούς Γάλλους, η Ρωσία προχώρησε στην κατοχή των δύο αυτών ηγεμονιών του Δούναβη. Ο τσάρος Νικόλαος πίστευε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ειδικότερα η Αυστρία η οποία επίσης είχε βλέψεις στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, δεν θα πρόβαλλαν ισχυρή αντίδραση στην προσάρτηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών, ειδικά από τη στιγμή που η Ρωσία είχε βοηθήσει τις αυστριακές προσπάθειες για την κατάπνιξη των μεγάλων επαναστατικών κινημάτων του 1848.
Όταν στις 2 Ιουλίου 1853 τα τσαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Μεγάλη Βρετανία, ελπίζοντας να διατηρήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ανάχωμα στη ρωσική επέκταση στην Ασία, έστειλε ένα στόλο στα Δαρδανέλλια, όπου ενώθηκε με το στόλο που είχε στείλει η Γαλλία. Την ίδια ώρα παρόλα αυτά, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήλπιζαν για ένα διπλωματικό συμβιβασμό. Οι αντιπρόσωποι των τεσσάρων ουδέτερων Μεγάλων Δυνάμεων - Βρετανίας, Γαλλίας, Αυστρίας και Πρωσίας - συναντήθηκαν στη Βιέννη, όπου ετοίμασαν μια διπλωματική νότα που τους έκανε αισιόδοξους ότι θα δέχονταν οι Ρώσοι και οι Οθωμανοί. Η νότα αν και έγινε δεκτή από τον τσάρο Νικόλαο Α', απορρίφθηκε από το σουλτάνο, ο οποίος θεωρούσε ότι οι ασαφείς διατυπώσεις της επέτρεπαν πολλές διαφορετικές ερμηνείες. Προσπαθώντας να εξευμενίσουν το σουλτάνο, οι Βρετανία, Γαλλία και Αυστρία πρότειναν τροποποιήσεις, οι οποίες όμως δεν έγιναν δεκτές από τη ρωσική Αυλή. Οι Βρετανία και Γαλλία απέρριψαν την ιδέα των νέων διαπραγματεύσεων, παρότι οι Αυστρία και Πρωσία δε θεωρούσαν ότι η απόρριψη των προτεινόμενων τροποποιήσεων δικαιολογούσε την εγκατάλειψη της διπλωματικής οδού.
Στις 23 Οκτωβρίου 1853, ο σουλτάνος κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και πέρασε στην επίθεση, μετακινώντας τα στρατεύματά του κοντά στο ρωσικό στρατό στο Δούναβη αργότερα τον ίδιο μήνα. Η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις σε δύο κύρια μέτωπα, τον Καύκασο (όριο των δύο αυτοκρατοριών στην Ασία) και το μέτωπο του Δούναβη. Ο οθωμανός στρατιωτικός διοικητής Ομάρ Πασάς κατάφερε να πετύχει κάποιες νίκες στο μέτωπο του Δούναβη. Στον Καύκασο, οι Οθωμανοί κατάφεραν να κρατήσουν τις θέσεις τους με τη βοήθεια των μουσουλμάνων Τσετσένων υπό τον ιμάμη Σαμίλ.
Ο τσάρος Νικόλαος απάντησε με την εμπλοκή πολεμικών πλοίων, τα οποία στη μάχη της Σινώπης στις 30 Νοεμβρίου 1853 κατέστρεψαν μια μοίρα οθωμανικών φρεγατών και κορβεττών που εκτελούσε καθήκοντα περιπολίας, ενώ ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Σινώπης, στην περιοχή του Πόντου, στη βόρεια Ανατολία. Η καταστροφή της οθωμανικής ναυτικής μοίρας αποτέλεσε το πρόσχημα για τους Βρετανούς και τους Γάλλους για να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία, στο πλευρό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με το πέρας της 28ης Μαρτίου 1854 και την αδιαφορία από τη Ρωσία για το βρετανο-γαλλικό τελεσίγραφο που της είχε επιδοθεί λίγες ώρες πριν, περί απόσυρσης του τσαρικού στρατού από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν επισήμως τον πόλεμο στη Ρωσία.
Ειρηνευτικές προσπάθειες στο αρχικό στάδιο του πολέμου
Γάλλοι Ζουάβοι και Ρώσοι στρατιώτες σε μάχη σώμα με σώμα στο Μαλαχόφ Κουργκάν
Ο τσάρος Νικόλαος πίστευε ότι εξαιτίας της ρωσικής βοήθειας προς την Αυστρία για την κατάπνιξη της ουγγρικής εξέγερσης του 1848, οι Αυστριακοί θα του συμπαραστέκονταν, ή θα έμεναν στη χειρότερη περίπτωση ουδέτεροι. Παρόλα αυτά, η Αυστρία ένιωσε απειλή από τα ρωσικά στρατεύματα. Όταν η Βρετανία και η Γαλλία απαίτησαν την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, η Αυστρία υποστήριξε το αίτημά τους και παρότι δεν κήρυξε αμέσως τον πόλεμο στη Ρωσία, αρνήθηκε να εγγυηθεί την ουδετερότητά της.
Η Ρωσία τότε απέσυρε τα στρατεύματά της από τις ηγεμονίες του Δούναβη, οι οποίες καταλήφθηκαν στη συνέχεια από τους Αυστριακούς, στην κατοχή των οποίων παρέμειναν ώς τη λήξη του πολέμου. Αν και με τη ρωσική απόσυρση από τις ηγεμονίες αυτές, εξέλιπαν πλέον οι αφορμές κήρυξης του πολέμου, οι Βρετανία και Γαλλία συνέχισαν τις εχθροπραξίες. Αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν το Ανατολικό Ζήτημα βάζοντας ένα τέλος στη ρωσική απειλή κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι σύμμαχοι πρότειναν διάφορους όρους για μια ειρηνική διευθέτηση, οι οποίοι περιελάμβαναν ότι η Ρωσία έπρεπε να πάψει να χρησιμοποιεί ως προτεκτοράτα της τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να εγκαταλείψει κάθε απαίτηση που αφορούσε οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασής της στα οθωμανικά πολιτικά πράγματα εκ μέρους των ορθόδοξων χριστιανών, να συναινέσει στην αναθεώρηση της Σύμβασης των Στενών του 1841 και να δεχθεί να έχουν πρόσβαση (δικαίωμα ναυσιπλοΐας) στον ποταμό Δούναβη όλα τα έθνη. Ο τσάρος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτά τα τέσσερα Σημεία και ο Κριμαϊκός Πόλεμος μπήκε στην κύρια φάση του.
Χρονολόγιο των μαχών.
Μάχη της Σινώπης, 30 Νοεμβρίου 1853
Πολιορκία του Πετροπαβλόφσκ, 30-31 Αυγούστου 1854, στις ακτές του Ειρηνικού
Μάχη της Άλμα, 20 Σεπτεμβρίου 1854
Πολιορκία της Σεβαστούπολης, 25 Σεπτεμβρίου 1854 και 8 Σεπτεμβρίου 1855
Μάχη της Μπαλακλάβα, 25 Οκτωβρίου 1854, στην οποία πραγματοποιήθηκε η αποτυχημένη 'επέλαση της Ελαφράς Ταξιαρχίας'
Μάχη του Ίνκερμαν, 5 Νοεμβρίου 1854
Μάχη της Ευπατόρια, 17 Φεβρουαρίου 1855
Μάχη του ποταμού Τσερνάγια, 25 Αυγούστου 1855
Ναυτικές επιχειρήσεις στην Αζοφική θάλασσα, Μάιος-Νοέμβριος 1855
Πολιορκία του Καρς, Ιούνιος- 28 Νοεμβρίου 1855
Υπόθεση Πατσίφικο
Η Υπόθεση Πατσίφικο ήταν μια διπλωματική και πολιτική κρίση μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας το 1847-1850 που ανέκυψε με αφορμή την επίθεση το 1849 του αθηναϊκού όχλου κατά της περιουσίας του βρετανικής υπηκοότητας Εβραίου Δον Πατσίφικο, προξένου της Πορτογαλίας. Η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τη χρονιά εκείνη για πρώτη φορά το «κάψιμο του Εβραίου» ή του «Ιούδα», πασχαλινό έθιμο κατά το οποίο έκαιγαν αχυρένιο ομοίωμα Εβραίου. Με αφορμή την απαγόρευση αυτήν όχλος επιτέθηκε στον Εβραίο Δον Πατσίφικο, εισέβαλε στο σπίτι του και προξένησε καταστροφές. Ο Πατσίφικο ζήτησε υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση από το ελληνικό κράτος αλλά δεν ικανοποιήθηκε και τότε στράφηκε στη βρετανική κυβέρνηση. Η υπέρμετρη αντίδραση της Βρετανίας, που κορυφώθηκε με τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας από το Βρετανικό Ναυτικό το 1850 και την κατάσχεση ελληνικών πλοίων στο Αιγαίο, ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση, αποτελεί πρωτοφανή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων αναίτια επίδειξη ισχύος και αμφισβήτηση της κυριαρχίας κυρίαρχου κράτους και έχει παραμείνει κλασικό παράδειγμα στρατηγικής καταναγκασμού μέσω της "διπλωματίας της κανονιοφόρου". Η κρίση έληξε ύστερα από παρέμβαση των άλλων δύο προστάτιδων δυνάμεων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, της Γαλλίας και της Ρωσίας και αφού η Ελλάδα δέχτηκε ισχυρό οικονομικό πλήγμα. Ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός έμεινε στην ιστορία ως Παρκερικά, από το όνομα του Βρετανού ναυάρχου.
Παρκερικά ή Πατσιφικά ή Υπόθεση Πατσίφικο (όρος που δόθηκε από την γαλλική διπλωματία, κατά το υπόθεση Ντρέιφους), ονομάσθηκαν, από τους Έλληνες, τα υπέρογκα ενάντια της Ελλάδας πιεστικά εκ μέρους της Αγγλίας μέτρα, (ναυτικός αποκλεισμός, απαγόρευση καταπόπλων πλοίων, με κίνδυνο κατάσχεσης αυτών κ.λπ.) που λήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1850, εξ αφορμής επεισοδίου που σημειώθηκε στην Αθήνα σε βάρος του Ισπανοεβραίου και Άγγλου υπηκόου Δαυίδ Πατσίφικο, πρώην Προξένου της Πορτογαλίας και στη συνέχεια τοκογλύφου. Η ονομασία προήλθε από το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Ουΐλιαμ Πάρκερ που και εφάρμοσε τα μέτρα αυτά, κατά διαταγή του τότε υπουργού των εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον, ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει την εξαιρετικά υπέρογκη αποζημίωση.
Γεγονός όμως υπήρξε ότι έναντι των μέτρων εκείνων πάντες οι Έλληνες από του Βασιλέως μέχρι και του τελευταίου εργάτη επέδειξαν γενναία ψυχραιμία και οι δε πληγέντες από τα μέτρα αυτά κυρίως έμποροι και ναυτιλλόμενοι στον Πειραιά τάχθηκαν όλοι στο πλευρό της ελληνικής Κυβέρνησης επιδοκιμάζοντας την στάση της.
Τελικά μετά από διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας και της παρέμβασης της Ρωσίας ο ναυτικός αποκλεισμός ήρθη στις 15 Απριλίου του 1850 όπου και το ζήτημα της αποζημίωσης του Πατσίφικο παραπέμφθηκε σε διεθνή διαιτησία.
Ο πρωταγωνιστής
Ο Δαυίδ ή Νταβίντ Πατσίφικο ήταν Ισπανοεβραίος ή πορτογαλοεβραίος (Γιβραλτάρ 1784-1854 Λονδίνο), τυχοδιώκτης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1836 ως Πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα από το 1836 ως το 1842 οπότε και παύθηκε συνεπεία καταχρήσεων. Στη συνέχεια προσκολλήθηκε στο κύκλο της Δούκισσας της Πλακεντίας που έζησε για κάποιο διάστημα με βοηθήματά της. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη τοκογλυφία με άγνωστους πόρους.
Διαμένοντας τότε επί της οδού Καραϊσκάκη, της συνοικίας Ψυρή, (Αθήνα), έγινε παραίτιος οχλοκρατικού επεισοδίου σε βάρος του, λόγω ασέβειας που επέδειξε κατά την εκφορά του επιταφίου του Ιερού Ναού Αγίου Φιλίππου και του επακόλουθου εθίμου της καύσης ομοιώματος του Ιούδα. Συγκεκριμένα το έτος εκείνο (1849) πρωτοαπαγορεύθηκε το έθιμο αυτό μετά την εκφορά του Επιταφίου, τουλάχιστον στην Αθήνα λόγω της έκτακτης τότε επίσημης επίσκεψης του Γάλλου τραπεζίτη Ρότσιλντ. Έτσι ο αθηναϊκός λαός ανέβαλε τη τέλεση του εθίμου για την Δευτέρα του Πάσχα, στη πλατεία Ηρώων (στου Ψυρή). Όταν όμως επενέβη η αστυνομία και ακολούθησαν ταραχές, διερχόμενο το πλήθος προ της οικίας του Πατσίφικο είτε προκαλούμενο απ' τον ίδιο είτε θεωρώντας αυτόν ως υπαίτιο της απαγόρευσης επιτέθηκε στη οικία του προκαλώντας καταστροφές, ο ίδιος δε μόλις που διασώθηκε από τη μανία του πλήθους και κατέφυγε στη αγγλική πρεσβεία, έχοντας πρόσφατα αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα. Ιδιαίτερα άξιο προσοχής είναι ότι αμέσως το πρωί της επομένης του συμβάντος ο τότε Άγγλος πρεσβευτής Σερ Έντμοντ Λάιονς προέβη σε διάβημα προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών για την καταβολή αποζημίωσης στον θιγέντα με το αστρονομικό για τα τότε δεδομένα ποσό των 886.736 δραχμών και 57 λεπτών. Τότε η ελληνική κυβέρνηση βεβαίως αρνήθηκε θεωρώντας ότι το θέμα ανήκει στη Δικαιοσύνη.
Η άρνηση αυτή έδωσε την ευκαιρία στον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση την άμεση καταβολή της αποζημίωσης για τις καταστροφές που υπέστη ο Πατσίφικο, χωρίς να είχε γίνει ούτε στοιχειώδης καταγραφή. Το ποσό αυτό είχε κριθεί πολλαπλάσιο ακόμη και της αξίας των τότε ανακτόρων (της Πλατείας Κλαυθμώνος). Επειδή και τότε η ελληνική κυβέρνηση δεν συναίνεσε σε αυτό, άνευ δηλαδή της δικαστικής οδού, ο Πάλμερστον έφθασε στο πρωτόγνωρο για τα τότε διεθνή δρώμενα να διατάξει τον αγγλικό στόλο να προβεί σε ναυτικό αποκλεισμό του Ελληνικού Βασιλείου και ακόμη την κατάσχεση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Παρκερικά κατά το ωμότερο και βιαιότερο τρόπο προκειμένου να πετύχει τους στόχους του, δηλαδή την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και την μεταβολή της ακολουθούμενης τότε φιλορωσικής πολιτικής.
Ο Αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός δεν αφορούσε μόνο την υπόθεση Πατσίφικο. Είχε ακόμη και εδαφικές διεκδικήσεις στο όνομα του Κράτους των Ιονίων νησιών που κηδεμόνευε παράνομα η Αγγλία, συγκεκριμένα, διεκδικούσε από την Ελλάδα τα νησιά Σαπιέντζα και Ελαφόνησο,και επίσης, απαιτούσε:
Αποζημίωση για έξι πλοιάρια που ληστεύθηκαν.
Ικανοποίηση για καθύβριση της Αγγλικής σημαίας και ασέβεια προς τον Άγγλο πρόξενο Μπόυντ.
Αποζημίωση για δυο κακοποιημένους Επτανήσιους στον Πύργο.
Αποζημίωση για τον αγρό του Φίνλεϊ που περιλήφθηκε χωρίς αποζημίωση στον Βασιλικό Κήπο.
Με την αιτηθείσα επέμβαση όμως των Μεγάλων Δυνάμεων της Ρωσίας και της Γαλλίας και ιδιαίτερα με την αποχώρηση του Γάλλου πρέσβη από το Λονδίνο η υπόθεση πλησίασε στο τέλος της.
Αξίζει να αναφερθεί η μνεία του Μακρυγιάννη στα γεγονότα αυτά, που αποδίδει το λαϊκό αίσθημα και τον σοβαρό τους αντίκτυπό: "...και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον οπούναι περίπου από τρεις μήνες και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριο και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπούχουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα..."
και αλλού γράφει:
"....ήρθε ο Πάκερ [Πάρκερ] με όλο το στόλο του, ο ναύαρχος της Αγγλίας, και μας μπλοκάρισαν κάμποσον καιρόν. Τότε με διόρισαν αρχηγό κι ενώθηκα με όλους τους Αθηναίους. και πήγα και μίλησα του αξιοσέβαστου Γκενεράλ Τζούρτζη και τον παρακάλεσα με δάκρυα να πάη να μιλήσει του Πάκερ. Τότε ο Γκενεράλης πήγε και μίλησε. Ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση μου έστειλαν τον Γαρδικιώτη και μου είπαν να βαρέσω ντουφέκι. Τους είπα, ντουφέκι δεν βαρώ, ότι όσα κανόνια έχει ο Πάκερ, δεν έχομε ντουφέκια εμείς..."
Ο οικονομικός λόγος της Αγγλικής επέμβασης ήταν πως η Αγγλία άρχισε να νοιώθει τον ισχυρό ανταγωνισμό του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού, που ήδη είχε γίνει πρώτη σημαία στην Δουνάβια ναυσιπλοΐα, που τότε ήταν σημαντική εμπορική οδός.
Ορίστηκε επιτροπή διαιτησίας η οποία και εξακρίβωσε πως η ζημία που τελικά είχε υποστεί ο Πατσίφικο ήταν μόλις 3.750 δραχμές, με αρκετές αμφιβολίες, αφού και ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποδείξει το τρόπο απόκτησης των καταλογιζομένων ειδών. Έτσι αφενός η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε στον Πατσίφικο το ποσόν των 3.750 δραχμών και αφετέρου επεστράφη σε αυτήν το υπόλοιπο ποσό εκ 330.000 δραχμών που είχε εν τω μεταξύ καταθέσει στην Αγγλία, ως εγγύηση, για την άρση τουλάχιστον του αποκλεισμού.
Στην Αγγλία το θέμα συζητήθηκε στην Βουλή των Λόρδων όπου καταδικάστηκε η ενέργεια του πρωθυπουργού, ενώ η Βουλή των Κοινοτήτων αναίρεσε την απόφαση. Ο Πάλμερστον υπερασπίστηκε τις ενέργειές του όχι μόνο για την συγκεκριμένη υπόθεση αλλά για την γενικότερη εξωτερική πολιτική του, που υιοθετούσε την υπεράσπιση οποιουδήποτε Βρετανού πολίτη με όλα τα μέσα, με μια ομιλία πέντε ωρών γνωστή ως Civis Romanus sum (Είμαι Ρωμαίος πολίτης). Η Βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας απέστειλε σχετικό έγγραφο στον Πρωθυπουργό θεωρώντας τον εν λόγω υπουργό ως κύριο υπαίτιο της εις βάρος της Αγγλίας αποδιδόμενη διεθνή δυσφορία αλλά και κοινοποιώντας την απαγόρευση πλέον οποιασδήποτε ενέργειας επί εξωτερικών σχέσεων χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της.
Μετά το τέλος της υπόθεσης ο Πατσίφικο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.
Ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας κατά τον Κριμαικό πόλεμο (αυτό που το βιβλίο αποκαλεί "βίαιη συμπεριφορά Αγγλίας και Γαλλίας").
Στις 18 Νοεμβρίου 1853 ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες μεταξύ Ρώσων και Τούρκων στον Δούναβη και ο Ρωσικός στόλος κατέστρεψε μοίρα του Τουρκικού στόλου που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Σινώπης. Ακολούθησε απόβαση των όψιμων συμμάχων της Οθ. Αυτοκρατορίας στην χερσόνησο της Κριμαίας και έναρξη εχθροπραξιών που περιορίστηκαν πλέον σε Ρωσικό έδαφος.
Τα νέα του Ρωσοτουρκικού πολέμου συγκίνησαν σφοδρά τους Έλληνες και τον Βασιλιά Όθωνα που στην κυριολεξία εκείνη την εποχή φλέγονταν από τον πυρετό της "Μεγάλης Ιδέας" του Κωλέττη και της απελευθέρωσης των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό Οθωμανικό ζυγό. Ο ίδιος ο Όθων αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις των ξένων πρεσβευτών στην Αθήνα, συγκέντρωσε μυστικά μεγάλα ποσά από πλούσιους ομογενείς και οργάνωσε μια σειρά από επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο στην Θεσσαλία και στην Μακεδονία, τα οποία εμψύχωσε με τους καλύτερους μόνιμους Έλληνες αξιωματικούς και άλλους τοπικούς οπλαρχηγούς (Σπυρίδων Καραϊσκάκης, Θεόδωρος Γρίβας, Κίτσος Τζαβέλας στην Ήπειρο), (στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, Καταραχιάς, αδελφοί Μπασδέκη, Καραούλης στην Θεσσαλία) εκ των οποίων οι περισσότεροι απόγονοι των Αγωνιστών του 1821. Τα κινήματα αυτά παρουσιάστηκαν στους ξένους ως δήθεν αυθόρμητα και αρχικά σημείωσαν κάποιες ασήμαντες τοπικές επιτυχίες καθώς οι Τουρκικές δυνάμεις ήταν αποσπασμένες στην Κωνσταντινούπολη και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Τα νέα των Ελληνικών εξεγέρσεων καταθορύβησαν την Αγγλία και την Γαλλία, όχι τόσο γιατί θεωρούσαν το μικρό Ελληνικό Βασίλειο επικίνδυνο στρατιωτικά, αλλά επειδή υπήρχε φόβος για έναν γενικό ξεσηκωμό των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ίσως είχε
απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ο Άγγλος πρεσβευτής Ουάιζ και ο Γάλλος Ρουάν πίεζαν τον Όθωνα να μην υποθάλπτει τα κινήματα αυτά, απειλώντας ανοιχτά με συμμαχική στρατιωτική επέμβαση (όπως είχε ήδη γίνει μια φορά στο παρελθόν). Μάλιστα κλιμάκωσαν τις απειλές τους όταν μαθεύτηκε πως ο Όθων σκόπευε να μεταβεί στην Θεσσαλία και να ηγηθεί ο ίδιος προσωπικά των επαναστατών. Την πρόθεση του Όθωνα που στήριζε αποφασιστικά η Βασίλισσα Αμαλία και θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες αν μετουσιωνόταν σε πράξη, εμπόδισαν την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή ο υπουργός Προβελέγγιος και ο υπουργός στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτζος. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Νέσελροντ με διακοίνωση του στήριξε την Ελληνική εξέγερση, αλλά αυτό δεν είχε κανένα πρακτικό αντίκρυσμα.
Στην Γαλλία ο Ναπολέων Γ΄ υπό το βάρος των εξελίξεων, αποφάσισε την άμεση εκθρόνιση του Όθωνα δια της βίας, ενώ από κοινού με την Αγγλία αποφασίστηκε ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά. Έτσι, στις 13 Μαΐου 1854 γαλλικά πολεμικά πλοία εμφανίστηκαν στον Πειραιά και αποβίβασαν στρατεύματα υπό τον στρατηγό Φορέυ. Οι πρέσβεις των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων επέδωσαν τελεσίγραφο με τις αξιώσεις τους στον Όθωνα, επιβάλλοντας του να κηρύξει ουδετερότητα έναντι των εμπολέμων και να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Μαυροκορδάτο (το περίφημο "υπουργείο κατοχής"), πρόσωπο που εμπιστεύονταν και ο οποίος θα αναλάμβανε να εκπληρώσει όλες τις Ελληνικές υποσχέσεις. Έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Μαυροκορδάτο και μέλη του Αγγλικού και Γαλλικού κόμματος όπως ο Ρήγας Παλαμίδης (Εσωτερικών), Δημήτριος Καλλέργης (Στρατιωτικών), της οποίας άλλαξε πολλές φορές η σύνθεση καθώς πολλοί υπουργοί παραιτούνταν λόγω της απροκάλυπτης αποδοκιμασίας της Ελληνικής κοινής γνώμης στο έργο τους. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση αυτή δεν είχε την παραμικρή ανεξαρτησία, αλλά αντιθέτως οι αποφάσεις της ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής υπαγορεύονταν άμεσα και χωρίς να τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα από τους πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων στην Αθήνα.
Μάλιστα τα Γαλλικά στρατεύματα κατοχής υπό τον "γενναίο" στρατηγό Τινάν, προσπαθώντας να εξευτελίσουν τον Όθωνα παρήλαυναν επιδεικτικά σχεδόν καθημερινά μπροστά από τα Ελληνικά
ανάκτορα. Αλλά ο στρατός κατοχής δεν περιορίστηκε μόνο σε περιπάτους. Κατά διαταγή του "γενναίου" στρατηγού Τινάν, Γάλλοι στρατιώτες κατέστρεψαν το τυπογραφείο της εφημερίδας "Αιών" και συνέλαβαν και απήγαγαν στον Πειραιά τον διαπρεπή δημοσιογράφο Ιωάννη Φιλίμωνα, οπαδό του Ρωσικού κόμματος, που είχε στηλιτεύσει με άρθρα του την αποικιακή πολιτική των Αγγλογάλλων. Η γενικότερη αυθάδης συμπεριφορά των Γάλλων στρατιωτών προς τους Αθηναίους είχε αυξήσει την λαϊκή δυσαρέσκεια στο κατακόρυφο, και η τάξη εντός της πόλης διατηρείτο με μεγάλη δυσκολία. Η τελευταία τραγική συνέπεια της παρουσίας των στρατευμάτων κατοχής ήταν η διάδοση της χολέρας στους πολίτες των Αθηνών και ο θάνατος εκατοντάδων από την μεταδοτική αυτή ασθένεια. Υπό την πρόφαση της επιδημίας ο στρατός κατοχής ζήτησε την μεταστάθμευση του στα Πατήσια (έτσι ώστε να σκληρύνει περαιτέρω το καθεστώς κατοχής), αλλά συνάντησε την αποφασιστική στάση του Μαυροκορδάτου ο οποίος απείλησε με την παραίτηση του. Ο Μαυροκορδάτος ήταν και ο μοναδικός ο οποίος διασώθηκε στην συνείδηση του λαού, καθώς όρθωσε το ανάστημα του σε κάποιες πρωτοφανείς απαιτήσεις των ξένων, ενώ έδιωξε από το γραφείο του τον γραμματέα της Αγγλικής πρεσβείας γιατί μίλησε απρεπώς για τον Βασιλιά.
Ο βίος του "υπουργείου Κατοχής" ήταν βραχύς και διήρκεσε ως τον Σεπτέμβριο του 1855, καθώς η
τότε η κυβέρνηση αναγκάστηκε σε παραίτηση υπό το βάρος ενός μεγάλου κοινωνικού σκανδάλου που αφορούσε τον Καλέργη και την Βασίλισσα Αμαλία. Ακολούθησε νέα κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη με τα ίδια υποτελή χαρακτηριστικά. Ο στρατός κατοχής αποχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Φεβρουαρίου 1857, μετά το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου και την οριστική συντριβή όλων των εστιών επανάστασης στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνόρευαν με την Ελλάδα.
Το Ελληνικό Βασιλικό ζεύγος υπέμεινε τους συνεχείς εξευτελισμούς από τα στρατεύματα κατοχής και τους πρεσβευτές με καρτερία και υπερηφάνεια και η γενναία τους στάση, τους είχε καταστήσει ιδιαίτερα αγαπητούς σε όλους τους Έλληνες. Η δημοτικότητα του Όθωνα άγγιξε το απόγειο της στους δημόσιους πανηγυρισμούς για την εικοσιπενταετία της Βασιλείας του στις 25 Ιανουαρίου 1858. Στους πανηγυρισμούς συμμετείχαν με ανυπόκριτο ενθουσιασμό όλοι οι Έλληνες επιβραβεύοντας την ανδροπρεπή στάση του Όθωνα στην μεγάλη κρίση του Κριμαϊκού πολέμου που μόλις είχε τερματιστεί. Παρά το πανηγυρικό κλίμα, η κρίση για τον Θρόνο του Όθωνα πλησίαζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου