Εχουμε ένα καφάλαιο το οποίο καθαρά αναφέρεται στη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα.
Εδώ ο μαθητής μπερδεύεται και δικαίως γιατί για το προσφυγικό έτσι και αλλίως υπάρχει ολόκληρη ενότητα με τριάντα και βάλε σελίδες.
Το διακριτικό σημείο για να καταλάβει ο υποψήφιος ότι του ζητείται κάτι από εδώ και όχι από τις σελίδες της ανάπτυξης του προσφυγικού ,είναι η χρονική αναφορά στην περίοδο 1922-1936.
Συνδιαστικές εδώ αποφεύγονται μεταξύ των κεφαλαίων γιατί οι συγγραφείς είναι διαφορετικά άτομα και ενίοτε με τα αντικρουόμενα γραπτά τους προκαλούν σύγχυση στους μαθητές που ούτως ή άλλως είναι αρκετά πιεσμένοι από τις συνθήκες .
Καλούνται για παράδειγμα εδώ οι μαθητές να απομνημονεύσουν νούμερα μετακινουμένων πληθυσμών ( 1.230.000 Έλληνες Χριστιανοί,45.000 Αρμένιοι) ενώ στη σελίδα 147 της ενότητας του προσφυγικού έχουν λιγοστέψει οι Έλληνες κατά 10.000 ,είναι 1.220.000 ενώ στην αμέσως προηγούμενη σελίδα οι Αρμένιοι έχουν γίνει 50.000.
Αναρρωτιέται κανείς προς τι τέτοια λεπτομέρεια και τελικά γιατί πρέπει να υπάρξει και εναλλακτική εκδοχή αυτής της λεπτομέρειας ;
Για τα πολλαπλά σύμπαντα των 610.000 μουσουλμάνων ,ας μη μιλήσουμε καλύτερα.
Ελονοσία Φυματίωση
Η Ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικά πρωτόζωα του γένους Πλασμώδιο (Plasmodium) και η οποία μεταδίδεται στον άνθρωπο μόνο από το θηλυκό κουνούπι του γένους Ανωφελές (Anopheles) Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις έλος και νόσος, καθώς είχε παρατηρηθεί ότι η νόσος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω από ελώδεις περιοχές. Διεθνώς αποκαλείται μαλάρια [malaria (από τις ιταλικές λέξεις: mal + aria = κακός αέρας)] από την πεποίθηση που επικρατούσε κάποτε ότι η ασθένεια προκαλούταν από τον 'κακό αέρα' κοντά στα έλη. Πριν από τη χρήση της κινίνης η ελονοσία ήταν συχνά ένα θανάσιμο κακό. Ακόμη και όταν η μορφή της ήταν ήπια επέφερε μια μείωση της ζωτικότητας και της απόδοσης των ανθρώπων.
Η φυματίωση προσβάλει συνήθως τον πνεύμονα, αλλά μπορεί να επηρεάσει και άλλα μέρη του σώματος. Η φυματίωση μεταδίδεται, όταν οι άνθρωποι που νοσούν από φυματίωση βήχουν, φταρνίζονται ή μεταδίδουν το σάλιο τους, μέσω του αέρα.[2] Οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές και λανθάνουσες. Όμως, περίπου μία στις δέκα λοιμώξεις σε λανθάνουσα μορφή εξελίσσεται τελικά σε ενεργό νόσο. Εφόσον η φυματίωση δεν αντιμετωπιστεί, αποβαίνει μοιραία για πάνω από το 50% των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί.Τα κλασικά συμπτώματα ενεργού λοίμωξης από φυματίωση είναι ο χρόνιος βήχας με ίχνη αίματος στα πτύελα, ο πυρετός, η νυχτερινή εφίδρωση και η απώλεια βάρους. (Η φυματίωση (ΤΒ) ονομάστηκε στο παρελθόν «σαράκι», λόγω της απώλειας βάρους που υφίσταντο οι πάσχοντες. Η μόλυνση άλλων οργάνων προκαλεί ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων. Η διάγνωση της ενεργού φυματίωσης βασίζεται σε ακτινογραφία φυματίωσης, (κοινώς σε ακτινογραφία θώρακα, καθώς και σε μικροσκοπική εξέταση και μικροβιολογική καλλιέργεια των υγρών του σώματος.
Ανακήρυξη Δημοκρατίας 1924 από Παπαναστασίου
Στις 24 Μαρτίου, ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ανήγγειλε σε πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη βουλή ότι η δυναστεία των Γλύξμπουργκ κηρύσσεται έκπτωτη και ανακήρυξε αβασίλευτη δημοκρατία. Την επόμενη ημέρα, αυτό ψηφίστηκε και από τη βουλή καθώς και η διενέργεια δημοψηφίσματος για την κατάργηση της βασιλείας και την ανακήρυξη της δημοκρατίας[1]. Μερικές ημέρες μετά έγινε το Δημοψήφισμα του 1924 στο οποίο ο λαός ψήφισε 70% περίπου υπέρ της ανακήρυξης Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Η κυβέρνηση καταψηφίστηκε στις 19 Ιουλίου και παραιτήθηκε. Στις 24 Ιουλίου 1924 αντικαταστάθηκε από την Κυβέρνηση Σοφούλη.
Επεμβάσεις στρατού και πραξικοπήματα
Η περίοδος 1922-1936 χαρακτηρίζεται από μια παρατεταμένη και διαρκώς διογκούμενη κρίση του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος η οποία (αναπόφευκτα) συνοδεύεται από κρίση των πολιτικών κομμάτων. Η κρίση των κομμάτων έχει ως κύρια έκφραση της την αστάθεια των κομματικών σχηματισμών τόσο της μοναρχικής όσο και της λεγόμενης «δημοκρατικής παράταξης».
Η πολιτική κρίση έμοιαζε αρχικά ότι αποτελούσε μια απλή συνέχεια του «εθνικού διχασμού» του 1916 και της «πολιτικοποίησης» του θρόνου, της ταύτισης δηλαδή του βασιλιά με τη συντηρητική πολιτική παράταξη. Όμως, οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, η απομάκρυνση του βασιλιά, η κατάργηση της βασιλείας και η ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924, έκαναν αντιληπτό ότι η πολιτική κρίση είχε πολύ βαθύτερες ρίζες, ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια κρίση στις σχέσεις του βασιλιά με το κοινοβούλιο και την κυβέρνηση. Η ανακήρυξη της δημοκρατίας δεν οδήγησε στο ξεπέρασμα της πολιτικής κρίσης. Αντίθετα, η κρίση εξακολούθησε να αγκαλιάζει το πολιτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα στο σύνολο του.
Το πρόβλημα βρισκόταν στην «καρδιά» του ίδιου του κοινοβουλευτικού συστήματος και των αστικών πολιτικών κομμάτων: στην αδυναμία τους να «αντιπροσωπεύσουν» τη λαϊκή κοινωνική και πολιτική δυναμική, δηλαδή να την εντάξουν σε σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση στην προοπτική των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού. Από το 1935 και μετά η κρίση παίρνει τη μορφή της ανοικτής κρίσης ηγεμονίας, καθώς καμία πολιτική μερίδα δεν είναι πλέον σε θέση να αναλάβει την πολιτική διακυβέρνηση.
Στην πορεία προς τη δικτατορία του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, και της «δημοκρατικής παράταξης», προετοίμαζαν στρατιωτικά πραξικοπήματα, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο ότι για τα αστικά κόμματα η υπεράσπιση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης είναι υπεράνω της υπεράσπισης του κοινοβουλευτισμού.
Η «δημοκρατική παράταξη» μηχανορραφεί,
αλλά αποτυγχάνει οικτρά
Τον Αύγουστο του 1928 προκηρύσσονται εκλογές στις οποίες ως αρχηγός των Φιλελευθέρων εμφανίζεται ξανά ο Βενιζέλος, που από το 1924 μέχρι το 1928 απείχε από την ενεργό πολιτική. Οι Φιλελεύθεροι συγκεντρώνουν, χάρη στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, 225 από τις 250 έδρες της Βουλής. Πρόκειται για εκλογικό θρίαμβο, που ωστόσο, η κυβερνητική θητεία των Φιλελεύθερων που ακολουθεί θα εξανεμίσει την αρχική μεγάλη λαϊκή υποστήριξη (όπως άλλωστε συμβαίνει σχεδόν πάντα στον κοινοβουλευτισμό…).
Ο Βενιζέλος αντιλαμβάνεται εξ αρχής, με δεδομένο το μέγεθος των ταξικών αντιθέσεων που περιγράψαμε στην προηγούμενη δημοσίευσή μας, ότι το κεντρικό ζήτημα ήταν ο έλεγχος και η καταστολή του εργατικού κινήματος ως προϋπόθεση της σταθεροποίησης και ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Όρος για την οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα ήταν τα χαμηλά μεροκάματα και η διατήρηση της αδυναμίας αντίδρασης του κόσμου της εργασίας. Με αυτά τα δεδομένα λοιπόν, το 1929 ένα χρόνο μόλις μετά τις εκλογές, η βενιζελική πλειοψηφία θα ψηφίσει το νόμο «περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», δηλαδή το διαβόητο Ιδιώνυμο με το οποίο, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, θα καταδικαστούν για τις ιδέες τους και την πολιτική και κοινωνική τους δράση περί τους 3.000 κομμουνιστές.
Η ξεκάθαρα ταξική πολιτική των Φιλελεύθερων αποξενώνει τα λαϊκά στρώματα από το κόμμα αυτό και στις εκλογές που έγιναν μετά το τέλος της τετράχρονης κυβερνητικής θητείας του Βενιζέλου, τον Σεπτέμβριο του 1932, οι Φιλελεύθεροι επέτυχαν πενιχρή νίκη επί του δεξιού Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη, που το αποτελούσαν κατά μέγα μέρος βασιλικοί. Το αποτέλεσμα ήταν οι Φιλελεύθεροι να μην έχουν απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, δεν μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση, και το Νοέμβριο ο Τσαλδάρης σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας. Ο Βενιζέλος εξανάγκασε τη νέα κυβέρνηση σε παραίτηση και προκηρύχτηκαν νέες εκλογές τον Μάρτιο του 1933. Όμως κι αυτή η τακτική ναυάγησε, γιατί το Λαϊκό Κόμμα κέρδισε 135 έδρες ενώ οι Φιλελεύθεροι 96. Η ήττα των Φιλελεύθερων οδήγησε τον Στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα να υποκινήσει πραξικόπημα τη νύχτα της 5ης προς 6η Μαρτίου με ενθάρρυνση του ίδιου του Βενιζέλου. Το πραξικόπημα απέτυχε οικτρά.
Το πραξικόπημα του Πλαστήρα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αρκετοί από τους πρώην υποστηρικτές του Βενιζέλου είχαν γίνει τώρα σκληροί αντίπαλοι του. Στις 6 Ιουνίου του 1933 έγινε απόπειρα εναντίον της ζωής του Βενιζέλου με μια περιπετειώδη καταδίωξη αυτοκινήτων στο δρόμο Αθήνας-Κηφισιάς. Αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο σωματοφύλακας του και να τραυματιστεί η γυναίκα του.
Ένα νέο πραξικόπημα έγινε την πρώτη Μαρτίου του 1935, σχεδιασμένο και αυτό από βενιζελικούς αξιωματικούς (ο Βενιζέλος όχι απλά γνώριζε αλλά και είχε αποδεχθεί την αρχηγία του πραξικοπήματος). Παρόλο που οργανώθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα από το προηγούμενο, το πραξικόπημα του 1935 κατέληξε κι αυτό σε μια εξευτελιστική αποτυχία. Τρεις αξιωματικοί του στρατού εκτελέσθηκαν για την ανάμιξη τους και περισσότεροι από χίλιοι αποστρατεύθηκαν. Αυτές υπήρξαν και οι πιο μαζικές αποστρατεύσεις που είχαν γίνει μέχρι τότε στις ένοπλες δυνάμεις και έτσι απέμεινε στο στρατό ένα σώμα αξιωματικών με καθαρά δεξιό (έως ακροδεξιό) προσανατολισμό. Αμέσως μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και λογοκρισία στον τύπο.
Ο δρόμος προς τη δικτατορία Μεταξά
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1935 οι βενιζελικοί ηττήθηκαν κατά κράτος με αποτέλεσμα τη μεγάλη νίκη του Λαϊκού Κόμματος, το οποίο κέρδισε 281 έδρες σε μια Βουλή 300 εδρών, ενώ η Βασιλική Ένωση του Μεταξά κέρδισε 7 έδρες.
Ο Κονδύλης αναλαμβάνει πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του ανακοινώνει την κατάργηση της δημοκρατίας στην εθνοσυνέλευση. Στις 3 Νοεμβρίου πραγματοποιείται «δημοψήφισμα». Το αποτέλεσμα, φανερά νοθευμένο, ήταν 1.491.992 ψήφους υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας και 32.454 κατά. Ο Βενιζέλος όχι μόνο αποδέχεται το νόθο αποτέλεσμα, αλλά επιπλέον από τη Γαλλία συνέστησε την «καλοπροαίρετη ανοχή»(!) της μοναρχίας.
Ο βασιλιάς επιστρέφει στην Ελλάδα, υποτίθεται, ως η ενσάρκωση της «εθνικής συμφιλίωσης» και επιχειρεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα, να επιτύχει την προσέγγιση των δυο αστικών παρατάξεων. Το πολιτικό αδιέξοδο επιβεβαιώνεται στις εκλογές που ακολουθούν. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, το Φιλελεύθερο κόμμα (οι βενιζελικοί) εξέλεξαν 141 βουλευτές, το Λαϊκό κόμμα 143 και το ΚΚΕ (Λαϊκό Μέτωπο) 15.
Το εκλογικό αποτέλεσμα μετατρέπει το ΚΚΕ σε ρυθμιστικό παράγοντα στο κοινοβούλιο. Τόσο ο Τσαλδάρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, όσο και ο αντίπαλος του Θεμιστοκλής Σοφούλης του Φιλελεύθερου κόμματος αρχίζουν μυστικές διαπραγματεύσεις με το ΚΚΕ.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 ο Σοφούλης και ο αντιπρόσωπος του Λαϊκού Μετώπου Στέλιος Σκλάβαινας έκλεισαν μυστική συμφωνία: το Λαϊκό Μέτωπο υποσχέθηκε να ψηφίσει τον Σοφούλη για πρόεδρο της βουλής και να υποστηρίξει την κυβέρνηση του. Ο Σοφούλης υποσχέθηκε σ’ αντάλλαγμα ότι θα πρότεινε μέσα σ’ ένα μήνα διάφορα νομοσχέδια, όπως τη μείωση της τιμής του ψωμιού, την αναστολή της εξόφλησης των χρεών των μικροκτηματιών, αμνηστία για τους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους, κατάργηση της μυστικής αστυνομίας που είχε ιδρυθεί πρόσφατα, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων και διατήρηση του αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Με βάση τη συμφωνία, στις 6 Μαρτίου ο Θεμιστοκλής Σοφούλης έγινε πρόεδρος της βουλής με τις ψήφους του Λαϊκού Μετώπου. Η τακτική των μυστικών συμφωνιών με αστικά πολιτικά κόμματα, την οποία ακολούθησε και το ΚΚΕ, ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής που είχε χαράξει η σταλινική Κομιντέρν (η Κομμουνιστική Διεθνής) και είχε επιβάλει στα ευρωπαϊκά Κομουνιστικά Κόμματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου