Σε αυτό το κεφάλαιο μπαίνουμε σε πιο ορθόδοξη ιστορία αφήνοντας πίσω τα λαογραφικά. Θα μιλήσουμε για Πόντιους της διασποράς ,δηλαδή άτομα που έδρασαν εκτός Πόντου.
Έχουμε πάλι ονόματα και περιοχές.
Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου
Ο Θεοφύλακτος Θεοφύλακτου γεννήθηκε στην Μεγάλη Τσίτη Αργυρούπολης του Πόντου το 1884. Ορφανός από μητέρα ανατρέφεται από τη γιαγιά του Άννα στο Βατούμ. Η μάνα Άννα, όπως την έλεγε σε όλη του τη ζωή, τον παραδίδει πέντε ετών στο δάσκαλο του σχολείου τής Τσίτης, που προφήτεψε ότι θα μάθει … γράμματα. Τρέχοντας από τότε αδιάκοπα, μυστικά καθοδηγούμενος και άθελα (όπως λέει) χειραγωγούμενος από τις υποθήκες και τις αρχές τής μάνας Άννα, συνέχισε να τρέχει, σαν να τον κυνηγούσε η ώρα, το ρολόι. Ο Θ.Θ. ως εμπνευστής και πρωτεργάτης στην ίδρυση της Εύξεινου Λέσχης, προέβλεψε ότι αυτή θα είναι η Εστία όλων των εκ Πόντου, Καυκάσου και Ρωσίας Ποντίων …
Κτενίδης Φίλων (1889-19).
Θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, γιατρός. Ήταν ιδρυτής του σωματείου «Παναγία Σουμελά» και εμπνευστής της ιδέας για ανιστόρηση της νέας μονής Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βερμίου.
Γεννήθηκε το 1889 στην Τραπεζούντα. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Κρώμνη, για αυτό και αναφέρεται συχνά σ' αυτήν. Το 1906 αποφοίτησε αριστούχος από το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Από τον ίδιο χρόνο έως το 1909 εργάστηκε ως λογιστής. Παράλληλα ήταν φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας της Τραπεζούντας «Εθνική Δράσις». Το 1910 εκδίδει το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Επιθεώρησης». Καταδιώκεται από τους Νεότουρκους και κατεβαίνει στην Αθήνα, όπου γράφεται στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου.
Το 1912-13 τάσσεται εθελοντής στον Ελληνικό στρατό και συμμετέχει στις επιχειρήσεις των μετώπων Ηπείρου και Μακεδονίας. Το 1914-15 καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, επειδή υπηρέτησε στον Ελληνικό στρατό, καταφεύγει στα ελληνικά χωριά του εσωτερικού της Τραπεζούντας, όπου προσφέρει δωρεάν τις πολύτιμες υπηρεσίες του ως γιατρός. Με την είσοδο των ρωσικών στρατευμάτων στην Τραπεζούντα πηγαίνει στον Καύκασο και από το 1915 ως το 1917 υπηρετεί ως γιατρός, διευθυντής του μεγαλύτερου ρωσικού στρατιωτικού νοσοκομείου στα Πλάτανα. Αποστρατεύτηκε μετά την επανάσταση του 1917. Το 1918 υπήρξε πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ποντίων στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας. Με πρόταση του, απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του προέδρου (για να μπορεί να κινείται ελεύθερα) και πηγαίνει στην Αθήνα, για να ενημερώσει την Ελληνική κυβέρνηση πάνω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου. Απογοητευμένος από τη δυσάρεστη τροπή του πήρε το εθνικό αυτό θέμα, φεύγει για το Παρίσι, για ιατρική ειδίκευση.
Το 1920 διακόπτει για δεύτερη φορά τις σπουδές του και σπεύδει εθελοντής στο μικρασιατικό μέτωπο, όπου πιστεύει πως κρίνεται η τύχη του Ελληνικού έθνους. Το 1922 πήγε με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη. Το 1935 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη. Από το 1938 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη ασκώντας το επάγγελμα του γιατρού.
Νοσταλγός της αλησμόνητης πατρίδας, γράφει πολλά θεατρικά έργα, και το 1950 εκδίδει το λαογραφικό περιοδικό «Ποντιακή Εστία». Στόχος του περιοδικού, το οποίο βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, ήταν η συγκέντρωση καν διαφύλαξη των ιστορικών και λαογραφικών θησαυρών του Πόντου. Παράλληλα κάνει σκληρό και επίπονο αγώνα για την ανιστόρηση στην Ελλάδα, της ερειπωθείσας στον Πόντο ιστορικής Σταυροπηγιακής Μονής της Παναγίας Σουμελά.
Το 1951 θεμελιώνει τον πρώτο μικρό ναό στην Καστανιά. Το λογοτεχνικό έργο του Κτενίδη, που περιλαμβάνει κυρίως ποιήματα, με κορυφαίο συνθετικό ποίημα την «Καμπάνα του Πόντου», είναι ένας ύμνος στις αλησμόνητες πατρίδες. Από τα πρώτα του ποιήματα, που δονούνταν από πατριωτισμό, ως την «Καμπάνα» της νοσταλγίας και το «Λάκριμα Ρέρουμ» (Τα δάκρυα των πραγμάτων) του γκρεμισμένου Κάστρου, οι στίχοι του σαν κελάρυσμα των νερών του Πυξίτη της Τραπεζούντας, σαν κελάηδισμα των πουλιών στα ποντιακά παρχάρια, συγκινούν και θα συγκινούν τους Πόντιους πάντοτε. Δυστυχώς, επειδή όλα τα ποιήματα του είναι γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο, δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά τους και οι μη Πόντιοι.
Από την «Καμπάνα του Πόντου» ένα δείγμα της ποίησης του:
«Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν,
μαύρον άμον την νύχταν
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόερα 'ς σον Κάστρον
'ς σον Κάστρον, 'ς σα μαντρότοιχα,
τη μαυρο Τραπεζούντας...
Κάποτ' εγέντονε σεισμός
κι η γη όλεν εσείεν κι έναν ημέραν άχαρον,
έναν ημέραν μαύρον,
επάρθαν τα κλειδιά 'θε
κι ο Κάστρεν εκρεμίεν.
Κι ο Κάστρεν, ο θεόρατον
εγέντον κοιμητήριν...».
Τα 17 θεατρικά του έργα, δράματα, ηθογραφίες και κωμωδίες, πολλά από τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα θεατρικά έργα άλλων Ελλήνων και ξένων δραματουργών, απαθανάτισαν τα ήθη και έθιμα του Πόντου, θεμελίωσαν και στέριωσαν το ποντιακό θέατρο στην Ελλάδα. Είναι ο μοναδικός Πόντιος θεατρικός συγγραφέας, που τα έργα του έχουν παρουσιαστεί από τους περισσότερους ερασιτεχνικούς θιάσους, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η Αλεξάνδρα Ιασονΐδου-Αργυροπούλου, σε δημοσίευμα της στο «Αρχείον του Πόντου» με τίτλο «Λαογραφικά στοιχεία μέσα από το θεατρικό έργο του Φίλωνα Κτενίδη», αναφέρει μεταξύ άλλων: «Μέσα στα θεατρικά έργα του Φ. Κτενίδη μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή, όπως κυλούσε στην πατρογονική γη, στον Πόντο. Είναι μια πλούσια πηγή για τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις, την κοινοτική ζωή κλπ.».
Ο Ιωακείμ Σαλτσής, στη νεκρολογία για το θάνατο του μεγάλου Πόντιου ποιητή, σημειώνει: «Υπέροχη -ξέχωρα- πνευματική προσφορά του ποιητή της «Καμπάνας του Πόντου» είναι τα θεατρικά του έργα. Η παραγωγή τους αρχίζει μεταπολεμικώς και συνεχίζεται αργότερα, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού του. Ανεβάζονται στη νεοδημιουργημένη «Ποντιακή Σκηνή» στην Αθήνα, Πάτρα και στις επαρχίες της Β. Ελλάδας κατ' επανάληψη. Πάταγο δημιουργεί και συναγερμό προκαλεί παντού το ανέβασμά τους. Είναι αλήθεια ότι η «Ποντιακή Σκηνή» δημιουργείται ήδη από την Κατοχή. Αλλά πάσχει από έλλειψη έργων. Συμπυκνωτής της αντιλήψεως ότι οι ποντιακοί λαογραφικοί θησαυροί και θρύλοι θ' αποδώσουν αν διδαχτούν από Σκηνής σε ιδιώματα ποντιακά είναι ο Φ. Κτενίδης, ο οποίος προχωρεί στο έργο αυτό της δημιουργίας ακαταπόνητος και αδάμαστος. Όλα του τα έργα (με κορωνίδα τον «Ξενητέαν») είναι εξαιρετικά και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από την σύγχρονη Ελληνική ηθογραφική παραγωγή. Δεκαέξι θεατρικά έργα συνθέτει έως το 1958. Ορυμαγδός γονιμότητας και παραγωγικότητας...».
Ο Ιωάννης Εφραιμίδης έγραψε: «Υπήρξε μία διακεκριμένη προσωπικότητα μεταξύ του πνευματικού κόσμου της Ποντιακής οικογενείας. Συγγραφέας αρίστων θεατρικών ποντιακών έργων, δημιούργησε καινούργια ζωή στο καθυστερημένο Ποντιακό Θέατρο και του έδωσε πνευματική πνοή. Ηθογράφος και ποιητής. Χαρίσματα φυσικά. Ήταν ίσως ο πρώτος μεταξύ των Ποντίων όστις μελέτησε-ερεύνησε τον χαρακτήρα και την ζωή του Ποντίου, τις αναμνήσεις από την ζωή της αλησμόνητης Πατρίδος μας και συνέγραψε τα ωραία θεατρικά του έργα, τις ηθογραφίες και άλλες πολλές πνευματικές εργασίες. Δεν επιθυμώ να θεωρηθώ υπερβολικός στην διαπίστωσή μου, ότι με τον Κτενίδη ανυψώθηκε η στάθμη του πολιτισμού του Ποντιακού λαού στο Πανελλήνιο. Γεγονός το οποίο αναγνωρίζεται και από τον γηγενή κόσμο...».
Τα θεατρικά έργα του Κτενίδη είναι τα εξής: «Ο Ξενιτέας», «Ο Μάραντον», «Το Γιάντες», «Το Μαυροκόρτ'ς», «Ο Γκιαούρτς», «Η Προξενεία», «Ο Χωρέτες», «Ο Τελευταίον ο χορός», «Ο Κλήδονας», «Ο Διγενής Ακρίτας», «Οι Πατρίδες», «Σουμελά», «Η γυναίκα του πρωτομάστορα», «Ο Κλήδονας», «Η Αποθήκη της Στοφορίνας», «Η Ανεψιά τη Βέβαια», «Η Δασκαλίτσα», «Υπουργικά βάσανα», και «Ο Ζουρνάς».
Ως δημοσιογράφος άρχισε να γράφει φιλολογικά θέματα στην εφημερίδα της Τραπεζούντας «Εθνική Δράσις», όταν ήταν 20 χρόνων. Φίλος με τον εθνομάρτυρα δημοσιογράφο Νίκο Καπετανίδη και οι δυο τους «δεν ήξεραν αν έγραφαν παίζοντας ή αν έπαιζαν γράφοντας», όπως σημειώνει ο ίδιος στις αναμνήσεις του, στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία». Στα 21 του χρόνια εκδίδει το δεκαπενθήμερο φιλολογικό και λαογραφικό περιοδικό «Επιθεώρησις». Σύντομα το περιοδικό ξεπερνά τα σύνορα του Πόντου και κυκλοφορεί και στη Ρωσία όπου έχει και συνεργάτες. Κτενίδης και Καπετανίδης ο ένας πάντοτε κοντά στον άλλον. Εκτός από τα εθνικά τους ενδιαφέροντα, παρακολουθούν και τα φιλολογικά δρώμενα στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη μέσα από τα έντυπα που φτάνουν φανερά ή κρυφά στον Πόντο. Είναι αναγνώστες του περιοδικού του Γρηγόρη Ξενόπουλου «Η διάπλασις των παίδων» και διαβάζουν Έλληνες, Ρώσους και άλλους Ευρωπαίους συγγραφείς. Οι σπουδές του τον αναγκάζουν να πάει στην Αθήνα. Τότε αφήνει την διεύθυνση του περιοδικού του στο φίλο του Καπετανΐδη, ο οποίος εκδήδει τα τελευταία τεύχη. Ο Κτενίδης σημειώνει ότι τα τεύχη που έβγαλε ο Καπετανίδης ήταν τα καλύτερα. Το 1950 προχώρησε στην έκδοση του περιοδικού «Ποντιακή Εστία».
Ο Σταθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης), στον προλογισμό μιας τριετίας (της «Ποντιακής Εστίας» τον Ιανουάριο του 1953), γράφει μεταξύ άλλων: «Εγώ τουλάχιστο, παίρνοντας παράδειγμα τα προηγούμενα ποντιακά περιοδικά, τα οποία ύστερα από ένα χρονικό διάστημα έπαψαν να εκδίδονται ή άλλα φυτοζωούν, νόμιζα πως και η «Ποντιακή Εστία» θα 'σβηνε σύντομα, για να παραχωρήσει τη θέση της σε κάποιο άλλο περιοδικό. Το οικονομικό προπάντων ζήτημα ήταν κατά τη γνώμη μου ο σκόπελος, πάνω στο οποίο η «Ποντιακή Εστία» ήθελε να προσκρούσει και να συντριβεί. Πόσο όμως βγήκα γελασμένος...». Ο ίδιος ο Γεροστάθης. στον επικήδειο του για τον Κτενίδη ανέφερε: «...Ανήσυχος νοσταλγός και οραματιστής, εκδίδει, το 1950 το λαογραφικό περιοδικό της Βόρειας Ελλάδας, την «Ποντιακή Εστία». Συγκεντρώνει γύρω του τους κορυφαίους Ποντίους λαογράφους των Επαρχιών και της Αθήνας και επιτυγχάνει τις συνεργασίες των Πανεπιστημίων μας. Και σύντομα η «Ποντιακή Εστία» ανεβαίνει σε περιωπή.
Στις σελίδες της βρίσκουν θεραπεία του νοσταλγημένου ψυχικού, ηθικού και εθιμικού τους κόσμου, χιλιάδες Πόντιοι πρόσφυγες. Αλλά και ποικίλες ιστορικές πληροφορίες από τη συνολική ζωή των πατέρων τους μέσα στην ιστορική διαδρομή 30 αιώνων καταγράφονται σε αυτή. Εξέχουσα θέση μέσα στο περιοδικό κατέχουν πεζογραφήματα του διευθυντή του: Ιστορικά, κοινωνικά, έργα θεατρικά. Μα καταγράφονται και λαογραφικά θέματα σε μορφή εύθυμου διαλόγου και περιγραφής σε ελληνοποντιακό γλωσσικό ιδίωμα, όπως είναι ο «Βεβαίας» και η «Καρτερή». Ποιήματα ολκής και αξίας, όπως είναι «Ο θάνατος τη Δήμο» κ.ά., με κορωνίδα και απαρχή την περιλάλητη ελεγεία «Η Καμπάνα του Πόντου». Λόγος ποιητικός, προορισμένος να ζήσει.
Ο Φίλων Κτενίδης είναι ορμητικός πατριώτης και πατριδολάτρης. Δεν πρόκειται καθαυτό για την έκδοση ενός λαογραφικού περιοδικού. Πρόκειται για κάτι άλλο. Με πόνο ο στοχαστής-εκδότης βλέπει ότι και η ποντιακή κοινωνία αργά αλλά σταθερά, παίρνει τη ροπή προς τη γνωστή -ξενική- διαφοροποίηση και σύγχυση και ανασκουμπώνεται αποβλέποντας με πάθος, ν' αναστυλώσει τις αρχαιόπρεπες παραδόσεις του Πόντου. Όσες είναι γόνιμες, βιώσιμες και άξιες ικανές να διδάξουν. Τα ήθη του Πόντου τα οποία είναι πρόσφορα για μια ανόρθωση, ανανέωση και φυσιολογική εξέλιξη και στερέωση των Ποντίων. Με το λόγο. Ναι με το λόγο. Διότι «ο λόγος είναι μαγεία». Μοχθεί. Μεταβάλλεται σε ασκητή του γραφείου του, μακριά από κοινωνικές συντροφιές. Μόνος του για χρόνια, άγρυπνος ερευνητής, κριτής και ρυθμιστής ύλης, διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και φύλλων. Μεσάνυχτα περνούν. Έως την 2α και 3η πρωινή ώρα αγωνίζεται με την πένα στο χέρι. «Αντλεί εις πίθον Δαναΐδων»; Στάθηκε ανεδαφικός; Όχι.
Δεκατέσσερα χρόνια περνούν και η «Ποντιακή Εστία» -άθλος διάρκειας χρονικής, αποτελεί ένα θησαυρό και ένα κώδικα λαογραφικής, ιστορικής, εθνολογικής και γλωσσολογικής ύλης. Συγκίνησε και πότισε χορταστικά το δέντρο του πατρογονικού ήθους. Και επηρέασε τις σύγχρονες ποντιακές γενεές: Έδωσε αυτοεπίγνωση και συνείδηση του «είναι», στον Ελληνοποντιακό κόσμο. Και ενέγραψε υποθήκη αναμετάδοσης στις ερχόμενες γενεές του. Μεθαύριο οι τόμοι του περιοδικού θα κινούν την ευγενική περιέργεια, θα συγκινούν, θα οδηγούν, θα επηρεάζουν τους κουρασμένους από την αροθυμία και το ηθικό χρέος επιγόνους...
Η επίσημη αναγνώριση των πνευματικών μόχθων του γιατρού ήρθε πανηγυρική και επίκαιρη. Το 1956 η Ακαδημία Αθηνών βραβεύει την «Ποντιακή Εστία». Χωρίς, ποτέ, να το επιδιώξει ο ίδιος προσωπικά. Το Νοέμβριο του 1950, σε μια διάλεξη του, εμπιστεύεται, εξομολογείται την ορμή της ψυχής του. Ότι τον διαφλέγει ο πόθος να ανιστορήσει το εθνικοθρησκευτικό παλλάδιο του Πόντου, τη μονή της Παναγίας Σουμελά. Η πρόταση ξαφνιάζει, αλλά και επιδοκιμάζεται και ενθουσιάζει. Και το 1951 καταθέτει το θεμέλιο λίθο. Και γίνεται ο κτήτορας της μονής και ο κύριος ρυθμιστής και πρωτομάστορας των παραπέρα δομικών εξελίξεων. Με το τίποτε στην αρχή. Με μόνο βοηθό την πίστη του την ακράδαντη ότι οι Πόντιοι θα σπεύσουν να τον βοηθήσουν υλικά. Και το ένστικτο του δεν τον διαψεύδει. Μια δυο εκκλήσεις του από τις στήλες της «Ποντιακής Εστίας» και οι δωρεές, οι συνδρομές, καταφθάνουν η μια πίσω από την άλλη.
Το 1959 ο Κτενίδης έριξε την ιδέα για σύγκληση παμποντιακού συνεδρίου. Στενό συνεργάτη του στην υπόθεση αυτή έχει το Χρήστο Κουλαουζίδη, δημοσιογράφο, μέλος της διοίκησης της «Παναγίας Σουμελά». Η πρόταση του Κτενίδη δημοσιεύτηκε στην «Ποντιακή Εστία» και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Τα ποντιακά έντυπα άρχισαν να ασχολούνται με το θέμα αυτό. Οι αρθογράφοι επέμεναν στη συμμετοχή στο συνέδριο και των Ελληνοποντίων του εξωτερικού. Έγιναν και πολύ αυστηρές κρίσεις. Η πρώτη επίσημη σύσκεψη για τη σύγκληση του συνεδρίου έγινε στις 16 Αυγούστου 1959 στη μονή της Παναγίας Σουμελά, στο Βέρμιο. Πήραν μέρος 35 εκπρόσωποι 28 ποντιακών σωματείων. Μέλη της Κεντρικής Οργανωτικής Επιτροπής του συνεδρίου εκλέχθηκαν με σειρά επιτυχίας οι Φίλων Κτενίδης, Ελευθέριος Παυλίδης, Χρήστος Κουλαουζίδης, Νικόλαος Γεωργιάδης, Δημήτριος Σεϊτανίδης, Αγαθή Κογκαλίδου και Αντώνιος Σουρμελής. Επιλαχόντες ήταν οι Ιωάννης Αβραμάντης, Ευστάθιος Αθανασιάδης, Αντώνιος Τερζόπουλος, Παναγιώτης Τανιμανίδης, Γεώργιος Σακκάς, Ηλίας Σπανάκης και Αθανάσιος Ανδρεάδης. Προσύσκεψη είχε γίνει στις 19 Απριλίου 1959. Θεωρήθηκε το σοβαρότερο βήμα για τη σύγκληση του συνεδρίου. Τελικά, αποφασίστηκε η σύγκληση του συνεδρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 1959. Το συνέδριο όμως αυτό δεν έγινε ποτέ.
Ο Κτενΐδης γράφει στην «Ποντιακή Εστία» του Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1959: «...Χωρίς αυτήν την προεργασία, πολύ φοβούμεθα ότι το Παμποντιακόν Συνέδριον, του οποίου η σύγκλησης αποτελεί έκδηλων ανάγκην του συντονισμού των ενεργειών όλων -Σωματείων και ατόμων- που πιστεύουν εις την σκοπιμότητα της καλλιέργειας και διαφυλάξεως της Ποντιακής Ιδέας, θα μείνει ένα από τα πολλά όνειρα που πλάθουν οι ίδιοι... Μόνον όνειρον...».
Ο Ιωάννης Πασαλίδης (1885 - 15 Μαρτίου 1968) ήταν Έλληνας ιατρός γυναικολόγος και πολιτικός.
Γεννήθηκε στη Σάντα της Τραπεζούντας του Πόντου και παρότι οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες κατάφερε και σπούδασε ιατρική στην Οδησσό και την Μόσχα. Εγκαταστάθηκε στο Σοχούμ απ' όπου ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στο αγώνα της δημιουργίας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Με την ανεξαρτησία της Γεωργίας εκλέχθηκε, το 1918, στο Κοινοβούλιο αυτής, που τότε ήταν ανεξάρτητη της Ρωσίας. Ήταν μάλιστα ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής της Γεωργίας.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και το 1923 εκλέχτηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης στην ελληνική Βουλή. Την περιφέρεια αυτή εκπροσώπησε ως μέλος και πρόεδρος της ΕΔΑ στις εκλογές του 1951, 1956, 1958, 1961 και 1964. Επίσης ο Πασαλίδης υπήρξε ιδρυτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος, ενός από τους σχηματισμούς του προσχώρησαν στο ΕΑΜ.[1] Το 1945 ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της οργάνωσης εκείνης. Την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών συνελήφθη και του επιβλήθηκε κατ' οίκον περιορισμός.
Απεβίωσε το 1968 στη Θεσσαλονίκη.
Για τον Β. Ιωαννίδη δε γίνεται ιδιαίτερη αναφορά πέραν του ότι ήταν από τους πρωτεργάτες της κίνησης για Ποντιακή Δημοκρατία.
Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο Επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού, αργότερα, οργανώνοντας αντιανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων. Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Ο Καραβαγγέλης γεννήθηκε στη Στύψη της Λέσβου στις 16 Ιουνίου του 1866, από Ψαριανό πατέρα . Οι γονείς του Χρυσόστομος και Μαρία, απέκτησαν, εκτός από τον πρωτότοκο Στυλιανό, τον μετέπειτα Γερμανό, και άλλα επτά παιδιά, έξι κορίτσια και ένα αγόρι, απ΄ τα οποία, το αγόρι και ένα κορίτσι πέθαναν νωρίς.
Μεγάλωσε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας όπου μετακόμισε η οικογένειά του όταν ο Στυλιανός ήταν δύο χρονών, όπου ο πατέρας του άνοιξε εκεί εμπορικό κατάστημα. Από το Αδραμύττιo θα φύγει νέος πια, με υποτροφία που του χορηγεί, εκτιμώντας την ευφυΐα του, την φιλομάθειά του και το παρουσιαστικό του, ο Μητροπολίτης Εφέσου Αγαθάγγελος, για να σπουδάσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία θα αποφοιτήσει με άριστα το 1888. Την ημέρα της αποφοίτησης, χειροτονήθηκε διάκονος από τον Πατριάρχη Διονύσιο Ε΄ και πήρε το όνομα Γερμανός, προς τιμήν του ιδρυτή της Σχολής, Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του, με δαπάνες του πλούσιου ομογενή Στεφάνοβικ, σπουδάζοντας επί τριετία φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και της Βόννης.
Μετά την ανακήρυξή του σε διδάκτορα επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου το 1891 διορίστηκε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Το 1896 χειροτονήθηκε επίσκοπος Πέραν με τον τίτλο "επίσκοπος Χαριουπόλεως" όπου και ανέπτυξε σπουδαία δράση αφενός καταπολεμώντας ξένες προπαγάνδες και αφετέρου για την ελληνοπρεπέστερη μόρφωση των Ελλήνων μαθητών αποσπώντας τους από ξένες σχολές που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, ιδίως των Καθολικών.
Το 1900 τοποθετείται Μητροπολίτης Καστορίας (σημερινής Καστοριάς), από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνος Ε΄. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ενόπλων ομοίως Βουλγάρων Εξαρχικών που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μαζί και με άλλους ιεράρχες της περιοχής που έδρασαν ομοίως ακολουθώντας το παράδειγμά του ο Μακεδονικός Αγώνας γενικεύθηκε. Κατάφερε πολλά χωριά και κωμοπόλεις να αποσκιρτήσουν από τη Βουλγαρική Εξαρχία και να επανενταχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικο-κεντρικό. Οι προσπάθειές του εκείνες, στέλνοντας σχετικές εκθέσεις στους Έλληνες πρωθυπουργούς Α. Ζαΐμη και Θ. Δεληγιάννη, τελικά απέδωσαν, όταν το 1904 η Ελλάδα υπό την πίεση και της κοινής γνώμης απεφάσισε την ενεργή συμμετοχή της στον ένοπλο αγώνα αντίστασης.
Ο ελληνικός κλήρος, ως ήταν επόμενο, υποστήριξε με μανία την τότε επιχείρηση του ελληνικού κράτους, με συνέπεια ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης να καταστεί ο μεγαλύτερος εχθρός του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Πολλά στοιχεία για τη δράση του αντλούνται από τα απομνημονεύματα του, τα οποία δημοσιεύτηκαν από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ) (Καραβαγγέλης Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς. Ο Μακεδόνικος Αγων.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης κατέστη ο πρώτος και ο πιο επίμονος υπέρμαχος του αντιανταρτικού κινήματος. Στην αρχή προσπάθησε με τα κηρύγματά του να συνετίσει τους πάντες ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στη περιοχή είναι όλοι Έλληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Στα επόμενα όμως 7 χρόνια (1900 - 1907) όπου γενικεύτηκαν οι καταστροφές και οι σκοτωμοί ως μητροπολίτης Καστοριάς ύψωσε το σύνθημα «Βούλγαρος να μη μείνει».
Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκδίκηση των σφαγών που συγκλόνισαν τότε τον κόσμο. Μεταξύ αυτών των αντιποίνων ήταν και η σφαγή στο Γορίτσανι για την οποία ο ίδιος ο Γερμανός Καραβαγγέλής γράφει:
«Το χωριό είχε πάνω από 600 σπίτια... Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε να εφαρμόσει την τιμωρία τους, μου έγραψε και εγώ του έστειλα τα ονόματα των δικών μας (πρακτόρων), για να μην τους αγγίζει. Στις παραμονές της 25ης Μαρτίου 1905 αυτός, μαζί με 300 άντρες κρύφτηκε στο δάσος που βρισκόταν απέναντι από το χωριό. Πρωί - πρωί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν οι τουφεκιές. Σκότωναν και πυρπολούσαν τα σπίτια τους. Εκείνη τη μέρα δολοφονήθηκαν 79 Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν αλλά πολύτιμοι. Οι δικοί μας άνθρωποι δεν έπαθαν πολλές ζημιές, επειδή είχα δώσει τον κατάλογο τους στον Βάρδα και αυτοί είχαν κρυφτεί...».
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης διατηρούσε στο γραφείο του τη φωτογραφία του κομμένου κεφαλιού του Λάζαρ Ποπτράικοφ, βούλγαρου κομμιτατζή.
Είναι πολύ φυσικό κάτω από εκείνη την αντιπαλότητα και το θρησκευτικό μένος να συνέβησαν και διάφορα έκτροπα που φέρεται να συνέργησε ο επίσκοπος Γερμανός χωρίς όμως και να έχουν όλα αποδειχθεί όπως ότι χρησιμοποιούσε υπηρεσίες μισθωτών δολοφόνων - τούρκων ληστών και πλήρωνε 5 λίρες (τούρκικες) για να του φέρουν το κομμένο κεφάλι ανθρώπου που ο ίδιος είχε επιλέξει, (όπως εικάζεται ότι ο Κότε (Κώττας) από το χωριό Ρούλια Καστοριάς έσφαξε τον τραυματισμένο στην επανάσταση βοεβόδα Λάζαρ Ποπτράικοφ), ή ότι πλήρωσε για το κεφάλι του 50 λίρες(!) και έβαλε στο γραφείο του φωτογραφία του κομμένου κεφαλιού...
Ως ηγέτης του αντιβουλγαρικού ανταρτικού κινήματος ο ίδιος γράφει:"Οι αντάρτικες ομάδες μεγάλωναν και αυξάνονταν συνεχώς (παραθέτονται τα ονόματα 30 Κρητών που ήταν επικεφαλής τέτοιων ομάδων). Διατηρούσα μαζί τους τακτική επαφή, μέσω του προξενείου του Μοναστηρίου και των μητροπολιτών. Συναντιόμουν προσωπικά μαζί τους και τους συμβούλευα να σκοτώνουν όλους τους ιερείς και βούλγαρους δασκάλους." (χαρακτηριστικό σημείο του θρησκευτικού και μόνο μένους).
Για τους σκοπούς που επιδίωκε ενδεικτική είναι η προφητική δήλωση του στον H. Brailsford [3]σε μια από τις συναντήσεις τους μετά από την επανάσταση του Ιλίντεν: "Η συμμαχία μας με τους Τούρκους είναι προσωρινή. Θα έρθει η μεγάλη μέρα όταν ο Ελληνισμός θα προβάλει τα δικαιώματα του. Αλλά πρώτης προτεραιότητας είναι η ανάγκη συντριβής των Βούλγαρων."
Η δράση αυτού του μητροπολίτη είναι χαρακτηριστική για το ρόλο της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα εναντίον των Βουλγαρο-μακεδόνων που είχαν υπαχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία. Οι ελληνικές προσπάθειες για την προσάρτηση των εδαφών όπου κατοικούσαν και Βούλγαροι της Μακεδονίας έγιναν δυνατές μετά την παρέλευση δέκα τουλάχιστον χρόνων από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και όχι χάρη στην αποτυχία της Επανάστασης του Ιλίντεν (1903), όπως πολλοί πρεσβεύουν δεδομένου ότι δέκα χρόνια μετά, το 1913, υπεγράφη η πρώτη συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που προηγήθηκε σαφώς της ελληνικής προσάρτησης.
Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε μετά από επιμονή στο Πατριαρχείο την μετακίνησή του Γερμανού όπου και εξελέγη και ανέλαβε Μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο αλλά και ένοπλες ομάδες κατά Τούρκων ατάκτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμασείας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεοτούρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη όπου και φυλακίστηκε, το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπεί στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924 ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμφτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Κατηγορήθηκε από τους Μακεδόνες (αλλά και από κύκλους της Αθήνας) ότι κατέδωσε τον Κώττα Χρήστου στις Οθωμανικές αρχές. Ο καπετάν Κώττας ήταν αδελφοποιητός (από την παλιά συνεργασία τους) με το Μήτρο Βλάχο και αδυνατούσε εξ αυτού να τον σκοτώσει. Το ίδιο και ο Μήτρο Βλάχο προς αυτόν. Αυτό εξόργιζε τον Καραβαγγέλη, αλλά και πολλούς Έλληνες που ήταν αμείλικτοι προς τη Βουλγαρική πλευρά. Εν τούτοις, οι κατηγορίες αυτές δεν αποδείχτηκαν ποτέ.
.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
Τον Απρίλιο του 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων κατά της ρωσικής λαίλαπας από τα σταθμεύοντα στη περιοχή ρωσικά στρατεύματα, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές(¹). Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ.
Καρς
Η Καρς είνα μια πόλη στην βορειανατολική Τουρκία και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο πληθυσμός της πόλης ήταν 73.826 κάτοικοι το 2010.
Στο κείμενο του Στράβωνα η πόλη αναφέρεται ως η πόλη με το όνομα Χορζηνή της Αρχαίας Αρμενίας . Για την ετυμολογία του ονόματος μερικές προτείνουν ότι το όνομα προέρχεται από την Γεωργιανή λέξη ("κάρι") που σημαίνει "η πύλη" ενώ άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι προέρχεται από την Αρμένικη λέξη ("χαρς") που σημαίνει "νύφη".
Ταιγάνιο (Τανγκαρόκ).
Το Τανγανρόγκ (σπανιότερα Ταϊγάνιο, ρωσ. Таганрог) είναι μία πόλη της νότιας Ρωσίας, επίνειο του Ροστόφ στη βόρεια ακτή του κόλπου Ταγκανρόγκ (Αζοφική θάλασσα), αρκετά χιλιόμετρα δυτικά από τις εκβολές του ποταμού Ντον με πληθυσμό 293.600 (1994).
Αναφέρεραι από τον ιστορικό Ηρόδοτο ως Εμπόριον Κρεμνές (Ταϊγάνιον), αλλά και από τον Ξενοφώντα και τον Στράβωνα ως μια ελληνική αποικία του 7ου-5ο αιώνα π.Χ. των Μιλησίων. Η πόλη είναι γνωστή και ως γενέτειρα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Άντον Τσέχωφ, αλλά και ως ο τελικός προορισμός του Έλληνα ευργέτη Ιωάννη Βαρβάκη που στην ακμή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας μεταγκαταστάθηκε το 1812 από το Αστραχάν μεταφέροντας εκεί όλη την κινητή του περιουσία και εγκαθιστώντας εκεί την οικογένεια του το 1815.
Η πρώτη ρωσική Ναυτική βάση ιδρύθηκε επίσημα από τον Πέτρο τον Μέγα στις 12 Σεπτεμβρίου, 1698 και το Ταγκανρόγκ φιλοξένησε τον Αζοφικό Στολίσκο της Αικατερίνης της Μεγάλης (1770-1783) που στη συνέχεια έγινε ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας.
και πάμε τώρα να δούμε τον Κ. Κωνσταντινίδη από τη Μασσαλία.
Γεννήθηκε το 1856 στην Τραπεζούντα. Πατέρας του ήταν ο περίφημος καπετάν Γιώρ πασάς, ισόβιος δήμαρχος της Κερασούντας και η μητέρα του ήταν Τραπεζούντια από τη γνωστή οικογένεια του Χατζηκακούλογλου. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Κερασούντα. Έφηβος έφυγε από εκεί για την Αθήνα να συνεχίσει τις σπουδές του. Παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας μέχρι το 1878. Στα 22 του χρόνια έφυγε για την Μασσαλία όπου ζούσε ο θείος του ο Διονύσιος Κωνσταντινίδης που ασχολούνταν με το εμπόριο. Κοντά του παρέμεινε επί 4 χρόνια.
Το 1883 ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο και επιδόθηκε στο εμπόριο με εκπληκτική επιτυχία. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φουντουκιών της Μασσαλίας και ολόκληρης της Δυτικής Ευρώπης, κάνοντας τα φουντούκια γνωστά σε όλα τα Ευρωπαϊκά εμπορικά λιμάνια. Παράλληλα έδωσε μεγάλη ώθηση στην εισαγωγή και εξαγωγή σε όλα τα είδη ξηρών καρπών.
Από το 1918 και έπειτα, ο Κωνσταντινίδης μπαίνει επικεφαλής της κίνησης για την ανεξαρτησία του Πόντου και προσφέρει σημαντικά ποσά άλλα και τον προσωπικό του μόχθο για τη διεξαγωγή του αγώνα, παρά την εξ αρχής αρνητική στάση του Ελ. Βενιζέλου. Τον Οκτώβριο του 1917 ήδη με την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και την αποχώρηση των Ρώσων από τον Πόντο, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έστειλε επιστολές (εγκύκλια γράμματα) από τη Μασσαλία παντού όπου ζούσαν Πόντιοι και τους ζητούσε να οργανωθούν και να αγωνιστούν για τον κοινό σκοπό. Ταυτόχρονα έκανε έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ) για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους του Πόντου, με πολίτευμα δημοκρατικό. Έστειλε και ταχυδρομικά δελτάρια με το χάρτη του Πόντου στην Ελληνική και Γαλλική γλώσσα. Έδωσε και συνεντεύξεις στην Παρισινή εφημερίδα "Ζουρνάλ ντ' Ελλέν" και δημοσίευσε χάρτη του Πόντου στα ελληνικά και στα γαλλικά.
Ως πρόεδρος του Α' Παμποντιακού
Συνεδρίου που έγινε στη Μασσαλία στις 22 Ιανουαρίου 1918 έστειλε στον επίτροπο (υπουργό) Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Λέοντα Τρότσκι το ακόλουθο τηλεγράφημα: "Συνεδρίον, συγκληθέν εν Μασσαλία, πολίτων καταγομένων εκ Πόντου, αποτελούμενον εξ αντιπρώσωπων πολίτων διαμενόντων εις Ηνωμένας Πολιτείας, εις την Ελβετίαν, εις την Αγγλίαν, εις την Ελλάδα, Αίγυπτον και εις όλας τας χώρας της Ευρώπης και της Αμερικής σας παρακαλεί να συμφωνήσετε, αυτή η χώρα να αναλάβει τας τύχας της, ώστε μετά την αποχώρησιν των Ρωσικών στρατευμάτων να μην ξαναπέσει εις την Τουρκικήν κυριαρχίαν. Επιθυμία μας είναι να δημιουργήσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν, απο τα Ρωσικά σύνορα έως πέρα στην Σινώπην, και παρακαλούμε να επεμβήτε δυναμικά εις αυτό το θέμα. Ελπίζοντες εις την αποτελεσματικήν σας υποστήριξην, σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων. Δια το συνέδριον, ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Γ.Κωνσταντινίδης". Αυτή η κίνηση με την επιστολή δεν πολύ άρεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας.
Την ίδια χρονιά εξέδωσε στο Παρίσι την περίφημη "Πραγματεία Περί Πόντου, Λόγος εκφωνηθείς εις το εν Μασσαλία Παμπόντιον Συνέδριον" με σκοπό την προώθηση της ιδέας για την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Ακολουθεί ένα δεύτερο συνέδριο στη Μασσαλία που εξουσιοδοτεί τον Κ. Κωνσταντινίδη να βρει λύση στο εθνικό πρόβλημα.
Στις 17 Νοεμβρίου 1918 αποφάσισε να οργανώσει τους Πόντιους που ζούσαν στην περιφέρεια της Μαύρης Θάλασσας και στη Νότια Ρωσία. Στέλνει, επίσης, στις συμμαχικές κυβερνήσεις ένα υπόμνημα ζητώντας την ανεξαρτησία «της χώρας που περιλαμβανόταν άλλοτε στην Αυτοκρατορία των Κομνηνών, εκτάσεως 170.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου, με ενάμισι εκατομμύριο χριστιανούς ορθοδόξους και 500.000 μουσουλμάνους ελληνικής γλώσσας». Κατά τα τέλη του Δεκέμβρη του 1918, ο μητροπολίτης Αμάσειας, Γερμανός Καραβαγγέλης, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε ένα γράμμα στον Γ. Κωνσταντινίδη, στη Μασσαλία, και του ζητούσε να παρακαλέσει τους επιφανείς Ποντίους του εξωτερικού να διαλαλήσουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα πρωτάκουστα στην ιστορία κακουργήματα των Τούρκων.
Το Φεβρουάριο του 1920 συνοδεύει τον Μητροπολίτη Χρύσανθο που ξαναταξιδεύει στην Ευρώπη μαζί με τους ηγέτες του Ποντιακού κινήματος. Στη διάσκεψη της Ειρήνης, στο Λονδίνο, ο Χρύσανθος υπέβαλε ένα υπόμνημα στις 10 Μαρτίου, με το οποίο ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και ανέπτυσσε εκτενώς την επιχειρηματολογία που υποστήριζε τα δίκαια των Ελλήνων της περιοχής. Οι ελπίδες όμως διαψεύστηκαν, τα αιτήματά τους απορρίφτηκαν και ο Πόντος στην ουσία παραχωρήθηκε στην ηττημένη Τουρκία. Τη χαριστική βολή στο αίτημα ανεξαρτησίας του Πόντου επέφερε η επικράτηση του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των Σεβρών, υπέγραψε συνθήκη φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση και γρήγορα κέρδισε και την υποστήριξη της Δύσεως συνάπτοντας συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με τη Γαλλία και Ιταλία. Η ελπίδα για έναν ανεξάρτητο Πόντο είχε οριστικά χαθεί.
Λίγο πριν πεθάνει το 1930, δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 44 πίνακες του μεγάλης αξίας, ενώ την πλούσια βιβλιοθήκη του δώρισε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ας δούμε τώρα τη θέση του Βενιζέλου στο Ποντιακό Ζήτημα.
Ο Βενιζέλος, παρότι αρχικά αμφιταλαντεύτηκε, επέλεξε να αγνοήσει τα αιτήματα των Ποντίων και να υποστηρίξει στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 1918, την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Μια θέση που εξόργισε τους Έλληνες του Πόντου και τις ποντιακές οργανώσεις, οι οποίες με επικεφαλής το μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο προσπάθησαν να παρέμβουν αυτοτελώς στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης προωθώντας το αίτημα δημιουργίας Ελληνικού Κράτους στον Πόντο. Ο Βενιζέλος συνέχισε την πολιτική του και στις 4 Φεβρουαρίου του 1919 δήλωσε στον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον ό,τι παρότι οι Έλληνες του Πόντου επιθυμούσαν την ανεξαρτησία, αυτός αντιτάχθηκε απόλυτα. Επίσης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sunday Times, δήλωσε ότι δέχεται να συμπεριληφθεί ο Πόντος στην Αρμενία. Σφοδρή υπήρξε η αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα κατακλύστηκε από τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Από τη Μασσαλία, το Λονδίνο, το Αλγέρι, τη Νέα Υόρκη κ.ά. οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν "την προβαλλόμενη ιδέα καθ' ην η πατρίς ημών φέρεται περιλαμβανομένη εντός μέλλοντος αρμενικού κράτους."
Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων άλλαξε η πολιτική της κυβέρνησης. Απεστάλησαν στον Πόντο και στον Καύκασο ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης και ο Ι. Σταυριδάκης για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Βενιζέλος φαίνεται να αποδέχεται εν μέρει τα ποντιακά σχέδια, επιτρέποντας τη δημιουργία ειδικού ποντιακού σώματος στον ελληνικό στρατό, ώστε μελλοντικά να μπορεί να αποσταλεί στον Πόντο. Όμως, ακόμα και τότε ήταν ορατή η αποστασιοποίηση του Βενιζέλου από το Ποντιακό Ζήτημα το οποίο δεν το ενέτασσε στα ευρύτερα εθνικά σχέδια. Στο απόρρητη έγγραφο που φέρει την υπογραφή του, ο αγώνας για την χειραφέτηση του ποντιακού ελληνισμού δεν αντιμετωπίζεται ως μέρος του ευρύτερου εθνικού ζητήματος αλλά ως «αγών των Ποντίων».
Οι Πόντιοι συνέχισαν να επιζητούν την ελλαδική βοήθεια και να απαιτούν την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο. Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει τους απαιτούμενους πόρους για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης. Βασικό επιχείρημά τους ήταν ότι οι αντάρτικες ποντιακές δυνάμεις, θα μπορούσαν να αποκόψουν τις γραμμές εφοδιασμού των κεμαλικών από τους σοβιετικούς. Το Νοέμβριο του 1919 οι Βρετανοί απέρριψαν σχέδιο αποστολής του ποντιακού τμήματος του ελληνικού στρατού στο Βατούμι και τη συγκρότηση επί τόπου ποντιακού στρατού. Ο Ελ. Βενιζέλος, με αφορμή τη βρετανική άρνηση επανήλθε στις απορριπτικές του θέσεις και επαναμετάθεσε το Ποντιακό Ζήτημα στο πλαίσιο του Αρμενικού. Η στάση αυτή προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου.
Στις 31 Ιουνίου 1919, ο Χρύσανθος, με υπόμνημά του προς το Βρετανό πρωθυπουργό, ζήτησε ενίσχυση του ποντιακού κινήματος. Πρότεινε τη διάθεση ποντιακών ταγμάτων, τα οποία μαζί με Αμερικανούς θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την τάξη στον Πόντο. Η γενικότερη όμως στάση των συμμάχων ήταν αρνητική. Το Νοέμβριο του 1919 ο συνταγματάρχης Δ. Καθενιώτης πρότεινε, ανεπιτυχώς, στο Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα να αποσταλεί στο Βατούμι το Τάγμα Ποντίων που είχε δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού. Τον Ιανουάριο του 1920 επανέλαβε τις προτάσεις του στο Βρετανό Αρμοστή του Βατούμι για μια ελληνοβρετανική επέμβαση κατά των Τούρκων εθνικιστών και των μπολσεβίκων. Ο Καθενιώτης πρότεινε την απόβαση στην Τραπεζούντα των ποντιακών ταγμάτων, που είχαν δημιουργηθεί στα πλαίσια του ελληνικού στρατού, ώστε να δημιουργηθεί μια μικρή ελεύθερη περιοχή όπου θα κατέφευγαν οι Έλληνες από τη Ρωσία που καταδιώκονταν από τους μπολσεβίκους. Επιπλέον, το απόσπασμα αυτό ενισχυμένο, θα μπορούσε να αναχωρήσει στο εσωτερικό γύρω από το Ερζιγκιάν, ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα του αρμενικού στρατού από τους Τούρκους.
"Απληροφόρητος στο ζήτημα του Πόντου"
Η πρόταση αυτή συνάντησε την άρνηση της βρετανικής πλευράς. Την αρνητική απάντηση της βρετανικής κυβέρνησης στην πρόταση αυτή εισηγήθηκε ο Βρετανός αρμοστής στο Βατούμι Γουόρντροπ (Wardrop). Tην απόρριψη της πρότασης, παρόλο που αυτή εξυπηρετούσε άριστα τον αντιμπολσεβικικό αγώνα της Αντάντ, ο Δ. Καθενιώτης ερμηνεύει ως αποτέλεσμα της υποκειμενικής στάσης του Άγγλου Αρμοστή να αποδεχτεί τη μεταφορά των Ταγμάτων του Πόντου στο Βατούμι, γιατί ήταν φανατικός σλαβόφιλος, ευμενέστατα διακείμενος προς τους Βουλγάρους.
Με αφορμή τη βρετανική άρνηση, ο Ε. Βενιζέλος έσπευσε να δηλώσει: "... θεωρώ όλως απίθανον ότι θα ληφθεί περί τούτων ειδική πρόνοια, πλην των γενικών εγγυήσεων, ως ζητούν να επιτύχουν υπέρ των ξένων εθνοτήτων, όσαι θα παραμείνωσιν υπό Τουρκικήν Κυριαρχίαν." Για την πρόταση αποστολής στρατού, ο οποίος θα προστάτευε τον ελληνικό πληθυσμό, ο Βενιζέλος απάντησε: "... τούτο δεν είναι δυνατόν, διότι ούτε η Ελλάς ούτε οι σύμμαχοι έχουν τώρα στρατεύματα διαθέσιμα δια τα μέρη εκείνα.» Η δήλωση αυτή του Ελ. Βενιζέλου προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Εθνοσυνέλευσης του Πόντου. Σε τηλεγράφημα που στάλθηκε από το Βατούμι στις 8 Ιανουαρίου 1920 στον Έλληνα πρωθυπουργό αναφέρονταν: "Σφόδρα ετάραξεν το Εθνικόν Συμβούλιον Πόντου Υμετέρα ανακοίνωσις... Εγκατάλειψις των Ποντίων υπό πεπολιτισμένης Ευρώπης υπό κυριαρχίας τυράννου είναι αδύνατος και σκληρά. Παρακαλούμεν θερμώς Υμετέραν Εξοχότητα εξακολουθήση δραστηρίους αυτής ενεργείας και επιτύχη τελείαν απελευθέρωσιν Πόντου από βδελυρού ζυγού." Ο μητροπολίτης Χρύσανθος δήλωσε για τον Βενιζέλο ότι ήταν «Απληροφόρητος στο ζήτημα του Πόντου».
Η κυβέρνηση Βενιζέλου, σε μια προσπάθεια εξευμενισμού της βρετανικής πλευράς, η οποία είχε αντιταχθεί στα πολιτικά αιτήματα των Ποντίων, δεν ανταποκρίθηκε στις αγωνιώδεις εκκλήσεις των Ποντίων ανταρτών για στρατιωτική βοήθεια. Όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε, αλλά εμπόδισε και την αποστολή βοήθειας. Ο Πόντιος αξιωματικός Χ. Καραϊσκος του ελληνικού στρατού είχε μεταβεί στον Πόντο για να βοηθήσει τη συνένωση των ανταρτικών ομάδων. Κατάφερε όντως να πετύχει τη σύγκλιση των διαφόρων αντάρτικων ελληνικών ομάδων και να θεσπίσει κανόνες στις απελευθερωμένες περιοχές. Όπως γράφει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, μετά τις επιτυχίες του πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου συναντήθηκε με τους υπευθύνους της Ελληνικής Αρμοστείας. Ο συνταγματάρχης Καθενιώτης, υλοποιώντας κυβερνητικές εντολές, αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε βοήθεια. Ο Καραϊσκος γράφει: "Παρ' όλη την αποτυχία των ενεργειών μου, επιχείρησα να ξαναπάω στον Πόντο. Εμποδίστηκα .ομως βίαια από την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Κωνσταντινούπολης και περίμενα ευκαιρία να φύγω με άλλο μέσο. Εννοείται ότι δεν το κατόρθωσα. Εν τω μεταξύ κάθε εξωτερική βοήθεια και συναντίληψη για τον διεξαγόμενο εκεί κάτω αγώνα, εθνικό αλλά άνισο, είχε ματαιωθεί."
O Xρύσανθος, αντιδρώντας στις επιλογές Βενιζέλου, απείλησε με κοινή εξέγερση των Ελλήνων και Μουσουλμάνων κατοίκων, εάν τελικά προκρινόταν η λύση της υπαγωγής του Πόντου στην Αρμενία. H Kεντρική Επιτροπή των Ποντίων, που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, σε έγγραφό της προς την Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδος δηλώνει: "... επί ενός τόσον σοβαρού εθνικού ζητήματος αφορώντος αυτήν την ύπαρξιν Ελληνικής Πατρίδος ημών, καθήκον ημών θεωρούμεν όπως διαμαρτυρηθώμεν πάσαις δυνάμεσι κατά πάσης τοιαύτης αναληθούς διαβεβαιώσεως καθ' ην ήτο ποτέ δυνατόν να δεχθώμεν να υπαχθεί η Πατρίς μας υπό τον ζυγόν των Αρμενίων. Δηλούμεν δε ρητώς και κατηγορηματικώς ότι διαρρηγνύομεν τα ιμάτιά μας δια μίαν τοιαύτην σκέψιν και ότι ουδέποτε θα δεχθώμεν μίαν τοιαύτην λύσιν, όντες έτοιμοι να υποστώμεν πάσαν θυσίαν δια να αντιστώμεν κατά πάσης αποφάσεως τεινούσης να αφήση τον Ελλ. Πόντον υπό τον απεχθή ζυγόν των Τούρκων ή απαλλάττουσα αυτόν από αυτούς να τον υποδουλώσει εις τους Αρμενίους."
Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1920, ο Βενιζέλος θα λάβει τις εκθέσεις των Σταυριδάκη και Καθενιώτη, με τις οποίες προτρέπεται να αποδεχτεί αμέσως τα ποντιακά αιτήματα. Ο Βενιζέλος άλλαξε για άλλη μια φορά στάση και ανακοίνωσε στο Βρετανό πρωθυπουργό το σχέδιό του για επέμβαση στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ο Αλέξης Αλεξανδρής γράφει ότι τελικά ο Βενιζέλος, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του ’20, παρόλες τις παλινωδίες του στο Ζήτημα του Πόντου –που κόστισαν πολύτιμο χαμένο χρόνο σε κρίσιμες εποχές- αποφάσισε να αποστείλει ελληνικά στρατεύματα στον Πόντο και ενημέρωσε το Βρετανό πρωθυπουργό Λόιδ Τζορτζ για το σχέδιο επέμβασης στον Πόντο με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Ήταν όμως πολύ αργά! Στην Ελλάδα άρχιζε η προεκλογική περίοδος. Ο Διχασμός και οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα δεν επέτρεψαν την υλοποίηση της νέας γραμμής στο Ποντιακό Ζήτημα. Στις 14 Νοεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Αργότερα, η βενιζελική πλευρά υποστήριξε ότι εάν στις εκλογές δεν κέρδιζε η φιλομοναρχική παράταξη, οι σύμμαχοι της Αντάντ θα είχαν «…καλύψει την απελευθέρωση του Πόντου από την Μεραρχία Δ. Καθενιώτη.»
Δυστυχώς η συνέχεια ήταν ακόμα πιο τραγική. Οι Πόντιοι συνέχισαν να ζητούν από τη νέα ελληνική κυβέρνηση -η οποία εκφραζόταν από το σύνθημα «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς»- την υποστήριξη του αιτήματός τους για δημιουργία Ποντιακού Κράτους και την ένωσή του με την Ελλάδα. Σε έκθεση που υπεβλήθη στον Δ. Ράλλη, πρόεδρο της νέας κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών, διατυπώνεται το αίτημα ως εξής: "Ο Πόντος, ον δικαιούται ο Ελληνισμός να διεκδικήση ως χώρα εξ ίσου με την Ιωνίαν ελληνικήν, εκτείνεται από των συνόρων της Γεωργίας μέχρι του Αγιαναζίκ, δυτικά της Σινώπης..." Όμως, οι βασιλικοί διάδοχοι του Βενιζέλου δεν είχαν καμιά άποψη για τον Πόντο και αγνόησαν ολοκληρωτικά τις ποντιακές προτάσεις. Με την ανόητη πολιτική τους να αποστείλουν στις παραλίες του δυτικού Πόντου ελληνικά πλοία για να βομβαρδίσουν κάποιες ασήμαντες στρατιωτικές αποθήκες των κεμαλικών, υποκίνησαν ουσιαστικά τον Κεμάλ Ατατούρκ να ξεκινήσει το δεύτερο μεγάλο κύμα εκτοπίσεων και γενοκτονίας κατά του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού, φοβούμενος ότι η Ελλάδα προτίθεται να αποβιβάσει στρατό στον Πόντο.
Πάμε τώρα να δούμε πως ανατράπηκαν τα δεδομένα με το σύμφωνο της τουρκοσοβιετικής φιλίας.
Στην βόρεια πλευρά του Εύξεινου Πόντου έχουμε μεταβολές που από όποια σκοπιά κι αν ιδωθούν θα χαρακτηρισθούν ως κορυφαίας σημασίας.
Η επανάσταση των Μπολσεβίκων έχει πετύχει την εγκαθίδρυση της στο κέντρο. Εστίες όμως αντίδρασης υπάρχουν κι αν δεν υπάρχουν εισάγονται. Παλιοί νοσταλγοί του Τσάρου οι κυριότεροι υποκινητές των ανταρσιών. Η Αγγλία και η Γαλλία πρωταγωνιστούν στην εισαγωγή.
Αποκορύφωμα των προσπαθειών για αποσταθεροποίηση ή ανατροπή του νέου καθεστώτος η εκστρατεία στην Ουκρανία (1918).
Εκστρατευτικό σώμα των Δυτικών Δυνάμεων γράφει "μια από τις πιο μαύρες σελίδες της Ευρωπαϊκής Ιστορίας" κατά τον Τάσο Βουρνά.
Σ' αυτή την εκστρατεία η συμμετοχή της Ελλάδας είναι ενδιαφέρουσα. Ο Βενιζέλος βλέπει πολλαπλά κέρδη από αυτή του τη στάση. Κεντρικός στόχος του, "ο ελιγμός να εισβάλει στη Μ. Ασία δια μέσου της Ουκρανίας"! Η καλή δηλαδή διαγωγή του έναντι των Συμμάχων επιβραβευόταν μ' ένα κομμάτι Μικρασίας. Μετά τα πράγματα θα έμπαιναν σε εντελώς νέα βάση...
Η τύχη της εκστρατείας στην Ουκρανία βέβαια είναι γνωστή.
Η συντριβή του σώματος έγειρε την πλάστιγγα προς την πλευρά του Λένιν αλλά η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι, για τους Μπολσεβίκους πολύ δύσκολη. Πολιτικοί και οικονομικοί εκβιασμοί. Πολύπλευροι αποκλεισμοί. Το νεαρό Σοβιετικό κράτος ζει τη δική του περίπτωση κυκλωτικής ασφυξίας, ενώ οι πνεύμονες του αντιστέκονται με στρατιωτικά - για τότε - μέσα.
Τα πολιτικά δεδομένα που κυκλώνουν και την Τουρκία και τη Σοβιετική Ένωση, παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες.
Για διαφορετικούς πάντοτε λόγους η καθεμιά, βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Η Τουρκία για να υποταχθεί στη λογική των Σεβρών.
Η Σ. Ένωση για να περάσει στον αστερισμό της αποτυχίας το πρώτο κοινωνικό πείραμα κομμουνιστικού προσανατολισμού.
Τα πιο πάνω δίνουν κάποιες σκέψεις επί του θέματος, αλλά βέβαια δεν μπορούν να ερμηνεύσουν ολικά την προσέγγιση που επήλθε ανάμεσα σε Τουρκία και Σοβιετική Ένωση - Απρίλης 1920.
Οι επαφές ανάμεσα στις δυο πλευρές αρχίζουν.
"Δεχόμαστε να ενώσουμε τις προσπάθειες και τις ενέργειες με τους Μπολσεβίκους Ρώσους, οι οποίοι στρέφονται ενάντια στα ιμπεριαλιστικά κράτη και έχουν σαν σκοπό τους την σωτηρία των λαών που κατατυραννούνται κάτω από το πέλμα αυτών των κρατών". (Κεμάλ προς Λένιν, 26 Απριλίου 1920).
Η απάντηση των Σοβιετικών υπάρχει σε κείμενο που υπογράφει ο υπουργός Εξωτερικών, Γιούρι Τσιτσέριν.
"Η Σοβιετική Κυβέρνηση σκέφτεται να στηριχθεί η Τουρκοσοβιετική συνεργασία στις παρακάτω αρχές:
Ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Τουρκίας.
Ένταξη στο Τουρκικό κράτος των εδαφών για τα οποία ούτε εμείς ούτε εσείς έχουμε αντίρρηση ότι ανήκουν στους Τούρκους...
Στις μειονότητες που κατοικούν στα εδάφη που ανήκουν στη Μεγάλη Τουρκική Εθνισυνέλευση να αναγνωρισθούν όλα τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται, στις μειονότητες των πιο ελεύθερων ευρωπαϊκών κρατών..." (Ιστορικό περιοδικό ΤΟΤΕ, τεύχος 21).
Συμμαχία τακτικής, κέρδη στρατηγικής
Ανάμεσα στις δυο χώρες βρέθηκαν οι λόγοι εκείνοι που κίνησαν τα νήματα προς την κατεύθυνση της τακτικής συμμαχίας.
Επιστέγασμα της προσέγγισης, το Τουρκοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας (3 Μαρτίου 1921).
Οι ανάγκες ή οι λόγοι της συμμαχίας αυτής περιγράφονται στη συνέχεια.
Από την πλευρά της Τουρκίας, οι ανάγκες της συμμαχίας ήταν περισσότερο πρακτικές και λιγότερο ιδεολογικές.
Η πολύπλευρη προσπάθεια των Συμμάχων να οδηγήσουν την Οθωμανική κυριαρχία σε θάνατο μέσω ασφυξίας κρούει τον κώδωνα συναγερμού.
Ο Σουλτάνος, στην Κων/πολη μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας ελέγχεται από τους Αγγλογάλλους.
Στα ενδότερα της Μ. Ασίας όμως τίθενται σταδιακά, τα θεμέλια της Νέας Τουρκίας. Ο Κεμάλ οργανώνει και οραματίζεται. Ένα από τα χαρίσματά του η διορατικότητά του.
Βλέποντας τις κυκλωτικές κινήσεις των Συμμάχων σχεδιάζει: α) τη δημιουργία μηχανισμού αποτροπής υλοποίησης της συμφωνίας των Σερβών και β) την με κατάλληλους πολιτικούς ελιγμούς έξοδο από την απομόνωση.
Η ευκαιρία που δόθηκε στον Κεμάλ σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση ήτα ανεπανάληπτη. Ήταν η μόνη που για δικούς της λόγους αντιτίθεται στην πολιτική των Δυτικών Δυνάμεων.
Και όχι μόνο αυτό. Την ίδια περίοδο με την πολυδιάσπαση της Οθωμανικής ισχύος, η νεαρή Σοβιετική Δημοκρατία δέχεται αδιάκοπο πόλεμο φθοράς με όλα τα μέσα από τις (γενικά) ίδιες δυνάμεις.
Οι προτάσεις του Κεμάλ προς τους Σοβιετικούς είναι αποτέλεσμα ρεαλιστικής εκτίμησης των πραγμάτων, χωρίς ωστόσο ο ρεαλισμός να συμβαδίζει κατ' ανάγκη με δίκαιες υποθέσεις.
"Αν η Σοβιετική κυβέρνηση ενεργήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στο Γκιουρζιστάν ή αν χάρη στην πολιτική που θα ακολουθήσει επιδιώξει την ένταξη του Γκιουρζιστάν στο Σοβιετικό μπλόκ και εξασφαλίσει δράση ενάντια στις Αγγλικές δυνάμεις με σκοπό να τις εκδιώξει από το Γκιουρζιστάν, τότε και η Τουρκική κυβέρνηση θα αναλάβει στρατιωτικές ενέργειες ενάντια στην ιμπεριαλιστική αρμενική κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα να προωθήσει το Αζερμπαϊτζάν στους κόλπους της Σοβιετικής Κυβέρνησης...". (Κεμάλ προς Λένιν, 26 Απριλίου 1920).
Κινήσεις στο σκάκι η λογική του Κεμάλ. Ξεχωριστό σημείο του αποσπάσματος ο χαρακτηρισμός της νεαρής αρμενικής κυβέρνησης ως "ιμπεριαλιστικής". Μια αρκετά πρωτότυπο θεωρία περί "ιμπεριαλισμού" ή πως να μιλάς σε γλώσσα που να αρέσει στο συνομιλητή σου...
Ο Κεμάλ επιδιώκει να καλύψει ένα μέρος από τα νώτα του (πλευρά Σ. Ένωσης), να σταθεροποιήσει τα αρνητικά για να μπορέσει μέσα στο χρόνο να αλλάξει προς όφελος του τους συσχετισμούς προς τα ανατολικά μέρη και τα δυτικά παράλια.
Από την άλλη πλευρά η Σοβιετική Ένωση με γοργά βήματα συμβάλλει στην αλλαγή σκηνικού στο Μικρασιατικό χώρο. Οι σημαντικότεροι από τους λόγους που δημιουργούν αυτά τα προβλήματα:
Α. Λόγοι ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΙ: Στη βάση αυτών, θεώρηση της οργάνωσης του Κεμάλ, ως εθνικοάπελευθεωτικού κινήματος. Ως κινήματος που χωρίς να έχει ριζοσπαστικό κοινωνικό προσανατολισμό στέκει ευεργητικά στον αγώνα για άρνηση του πολυτεμαχισμού της χώρας, της μετατροπής της δηλαδή σε μεταοθωμανική αποικία υπό του ελέγχου των μεγάλων της Δύσης. Σ' αυτά τα δεδομένα η λογική της Σοβιετικής πολιτικής ήταν: σύμφωνο φιλίας, αλληλεγγύη, μέχρι την εθνική της ολοκλήρωση.
Β. Λόγοι ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ στην περιοχή. Η κατοχή της Τουρκίας από τους Αγγλογάλλους, θα έκανε τη ζωή του Σοβιετικού κράτους αμφίβολης διάρκειας. Ο έλεγχος στα στενά των Δαρδανελλίων, η κυριαρχία στον Εύξεινο Πόντο, η κατοχή της περιοχής της Μοσσούλης. Τρία σημεία στον ορίζοντα, όπου η κυριαρχία των Δυτικών, αν κρατούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα αποτελούσε ένα ανοικτό ηφαίστειο, κάτω από τα πόδια των Μπολσεβίκων.
Γ. Λόγοι ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ του καθεστώτος. Η πίεση που ασκήθηκε στη νεαρά Σοβιετική Ένωση απ' όλες τις πλευρές ήταν μεγάλη. Αναζητούσε, πέρα από την ενδυνάμωση της στρατιωτικής της ισχύος, το σπασμό του κλοιού που της επιβλήθηκε για ευνόητους λόγους. Αναζητούσε θύρες περισσότερου πολιτικού οξυγόνου, στο διεθνή χώρο. Σ' αυτή την προσπάθεια λ.χ. έχουμε μια σειρά από σύμφωνα φιλίας.
Τακτικές υποχωρήσεις Λένιν, με στόχο να τονώσει ή να κατοχυρώσει τη Σοβιετική εξουσία. Διπλωματική επίθεση σημειώνεται προς τη νότια πλευρά της, προς τις Μουσουλμανικές χώρες.
Στους τρεις πρώτους μήνες του 1921 η Σ. Ένωση υπογράφει σύμφωνα φιλίας και συνεργασίας με Περσία, Αφχανιστάν, Τουρκία.
Δ. Λόγοι ΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ διευθετήσεων. Η επιστολή Ατατούρκ προς Λένιν, που απόσπασμά της έχει παρατεθεί πιο πάνω, φανερώνει τις εκκρεμότητες που υπήρχαν ανάμεσα στους δύο. Η προσέγγιση θα επέτρεπε λύση των προβλημάτων αυτών προς όφελος και των δύο.
Έτσι θα μπορέσουν από πλεονεκτικές θέσεις να στραφούν προς τον πρώτο κίνδυνο που τις απειλούσε. Και που ήταν κοινός.
Οι επιπτώσεις στο χώρο
Η σημασία που αποδίδεται στο Τουρκοσοβιετικό σύμφωνο είναι από κάθε άποψη χαρακτηριστική.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης από τη μια αποφασίζουν (συμφωνία Σεβρών) τον τεμαχισμό του Οθωμανικού κράτους.
Οι υπογραφές τίθενται, αλλά υπάρχει μεγάλη απόφαση μέχρι την μετατροπή τους σε συγκεκριμένη πράξη. Σ' αυτό το μικρό χρονικό ενδιάμεσο διάστημα, σημειώνονται δυο σπουδαία γεγονότα που ανατρέπουν τη ροή των πραγμάτων, όπως τουλάχιστον την είχαν διατάξει οι Σέβρες.
Α. Η βούληση του Τουρκικού λαού που κινείται στη σφαίρα άρνησης των επιλογών των Μ. Δυνάμεων. Οι πρωτοβουλίες του Κεμάλ οργώνουν σε εύφορο έδαφος. Ο Σουλτάνος στην Κων/πολη μπορεί μεν να ευλογεί αναγκαστικά το διαμελισμό, αλλά δεν εκφράζει παρά μόνο το παρελθόν των Οθωμανικών μεγαλείων. Το σήμερα κινείται στην Κεντρική Τουρκία, όπου οργανώνεται η αντίσταση του Τουρκικού λαού. Οι αποφασιστικές ενέργειες του Κεμάλ, τα θεαματικά αποτελέσματα των πρώτων του προσπαθειών είναι μηνύματα που όλοι μελετούν και επεξεργάζονται πάνω σε νέα βάση.
Συνήθως η Ελληνική ιστοριογραφία αντιμετωπίζει το ζήτημα της βούλησης του Τουρκικού λαού, μέσα από το μονοδιάστατο πρίσμα της Ελλαδικής στρατιωτικής κατοχής σε ορισμένα δυτικά μέρη της Μ. Ασίας.
Το ζήτημα μένει εντούτοις πιο σύνθετο. Ξένες προς την περιοχή Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) τεμαχίζουν την Ηπειρωτική χώρα - περιμετρικά - και κρατούν ως κατοχικές δυνάμεις τις περιοχές εκείνες που κατά κανόνα θα έδιναν οικονομικό οξυγόνο στο κράτος. Αυτή η πραγματικότητα όσο και οι κίνδυνοι, που μελλοντικά αυτή περικλείει, ανεβάζει τον πυρετό του αγώνα για τους Τούρκους, ενώ του προσδίδει ένα ακόμα χαρακτηριστικό: της εθνικοαπελευθερωτικής διαδικασίας, ενάντια στην ξένη κατοχή μέσα από τη θετική διέξοδο ενός εθνικού προσδιορισμού.
Η Ελλαδική παρέμβαση στα ενδότερα της Σμύρνης, διαφορετική από τις άλλες τρεις, είναι ακόμα και σήμερα σημείο αμφιλεγόμενο και γεγονός που προκαλεί θέσεις αντιθέσεις και εκ των υστέρων ορισμένες επιτυχείς υποθέσεις...
Β. Η υπογραφή του Τουρκοσοβιετικού Συμφώνου Φιλίας, δίνει πολλαπλή υπόσταση στα τεκταινόμενα. Η βούληση του τουρκικού λαού, δεν αρκεί από μόνη της να λύσει τα αδιέξοδα. Έτσι, η υπογραφή του Συμφώνου, δίνει πολιτικό κύρος, στον Κεμάλ εκμηδενίζοντας τον εσωεθνικό αντίπαλο στην Κων/πολη - Σουλτάνο.
Στο διεθνές πεδίο ο Κεμάλ αναγνωρίζεται ως ο πραγματικός ηγέτης και η Εθνικός Λαϊκός Στρατός ως ο αυθεντικός εκφραστής των προσδοκιών του Τούρκικου λαού. Πέραν, βέβαια της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας που το Σύμφωνο προβλέπει να δοθεί στην Τουρκία.
Γι' αυτό η υπογραφή του Συμφώνου έθετε ορισμένες βάσεις για να μετατραπεί η συμφωνία των Σεβρών σε συμφωνία κενής περιεχομένου. Ουσιαστικά η 3η Μαρτίου 1921 (μέρα υπογραφής του Συμφώνου) πρέπει να θεωρείται ως η συμβολική μέρα κατά την οποία ναυάγησαν οι σχεδιασμοί των Σεβρών.
Οι πόθοι των Μεγάλων, αλλά και ευσεβείς πόθοι των Μικρών.
Η σημασία της υπογραφής του Συμφώνου εμπεριέχει στοιχεία με ΔΥΝΑΜΙΚΗ σημασία.
Η υλοποίηση του σχεδίου "Σέβρες" προϋποθέτει εξόντωση της Τουρκικής ισχύος. Τώρα όχι μόνο δεν εκμηδενίζεται, αλλά μπαίνουν θεμέλια για ενδυνάμωσή της. Η αλλαγή των συσχετισμών είναι εμφανής.
Τα νέα δεδομένα, οδηγούν σε νέες αποφάσεις. Οι πρωταγωνιστές των Σεβρών αναθεωρούν (Γαλλία) ή κάνουν βήματα σημειωτόν (Αγγλία) σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες.
Τα πράγματα δεν χειραγωγούνται κατ' εντολή των Μεγάλων της Δύσης. Οι νέες συγκυρίες κατ' ανάγκη σημαίνουν: κάθε χώρα που εμπλέκεται στο Μικρασιατικό ζήτημα, αναπροσαρμόζει την τακτική ή τις επιδιώξεις της αν θέλει να ασκεί πολιτική με βάση τους όρους της πολιτικής ανάγκης και όχι των σχεδιασμών σε ρομαντικές πλατφόρμες.
Απ' όλες αυτές τις θεμελιακές αλλαγές και ανακατατάξεις μόνο οι ελληνικές κυβερνήσεις προγραμματίζουν ερήμην της πραγματικότητας.
Και αυτοί που έμειναν με τα μυαλά στραμμένα στις Σέβρες, πλήρωσαν ακριβά το τμήμα της πολιτικής τους ανυπαρξίας.
Τα συνέδρια που έκαναν οι Πόντιοι για το ζήτημά τους είναι τα εξής :
Τα σημαντικότερα Συνέδρια των Ποντίων1918, 21 Ιανουαρίου έως 4 Φεβρουαρίου. Συνέδριο στη Μασσαλία με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, γιου του ισόβιου Δημάρχου Κερασούντας, καπετάν Γιώργη Κωνσταντινίδη. Στο Συνέδριο αυτό γίνεται για πρώτη φορά λόγος για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους με την ονομασία «Δημοκρατία του Πόντου».
1918, Ιούλιος. Συνέδριο στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν για την ανεξαρτησία του Πόντου και τον επαναπατρισμό των προσφύγων που κατέφυγαν στη Ρωσία με την αποχώρηση των Ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο.
1918, Οκτώβριος. Συνέδριο στο Κρασνοντάρ. Συγκρότηση Κεντρικής Ένωσης Ποντίων Ελλήνων για την ανεξαρτησία του Πόντου.
1918, Νοέμβριος. Συνέδριο στη Μασσαλία. Για την προώθηση της Ανεξαρτησίας του Πόντου.
1918, Νοέμβριος. Παμμικρασιατικόν Συνέδριον στην Αθήνα με τη συμμετοχή Ποντίων.
1919, Φεβρουάριος. Συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη. Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, ανεξαρτησίας και ενσωμάτωσης του Πόντου στην Ελλάδα.
1919, Μάρτιος. Συνέδριο στο Βατούμ. Συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου με σκοπό την Απελευθέρωση του Πόντου και την ίδρυση Δημοκρατίας του Πόντου.
Όσο για τις πόλεις των συνεδρίων
Μπακού
ο Μπακού (αζερικά: Bakı) είναι η πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 η πόλη έχει 2.045.815 κατοίκους.[1]Βρίσκεται στις νότιες ακτές της χερσονήσου Αμπσερόν της Κασπίας και αποτελείται από την κεντρική (νέα πόλη) και την παλαιά πόλη.
Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στον 6ο αιώνα μ.Χ. Το οχυρωμένο κέντρο της παλιάς πόλης έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Η πόλη είναι η γενέτειρα του σκακιστή Γκάρι Κασπάροβ.
Το Μπακού υποδιαιρείται σε 11 επαρχίες (Azizbeyov, Binagadi, Qaradagh, Narimanov, Nasimi, Nizami, Sabayil, Sabunchu, Khatai, Surakhany και Yasamal) και 48 townships.
Πιστεύεται γενικά ότι το όνομα προέρχεται από τα περσικά και το Baad-kube "باد کوبہ", που σημαίνει "ανεμοδαρμένη πόλη",πράγμα που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η πόλη δέρνεται από ισχυρούς ανέμους και είναι συχνές οι χιονοθύελλες. Επίσης, το Baghkuh, σημαίνει "όρος του Θεού" και οι αραβικές πηγές αναφέρουν την πόλη με τα ονόματα Baku, Bakukh, Bakuya και Bakuye, από τα οποία όλα φαίνονται να προέρχονται από το αρχικό περσικό όνομα
Κρασνοντάρ
Το Κρασνοντάρ (ρωσ. Краснода́р: Κρασναντάρ) είναι πόλη της νότιας Ρωσίας, πρωτεύουσα του Κράι Κρασνοντάρ (γνωστό επίσης και ως Κουμπάν). Έχει 710.400 κατοίκους.Ιδρύθηκε το 1793 και η ανάπτυξη της πόλης ξεκίνησε με την κατασκευή του σιδηροδρομου τον δέκατο ένατο αιώνα. Έως το 1920 ονομαζόταν Αικατερινοντάρ (ρωσ. Екатеринода́р), προς τιμήν της Αγίας Αικατερίνης, προστάτιδας της πόλης.
Η καταγωγή της πόλης ξεκινά με το χτίσιμο ενός κάστρου από τους Κοζάκους, προκειμένου να υπερασπιστούν τα αυτοκρατορικά σύνορα και να διεκδικήσουν εδαφικές αξιώσεις της Ρωσίας επάνω στην Κιρκασία ή Τσερκεσία, η οποία διεκδικούνταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα το Αικατερινοντάρ μετατράπηκε σε μεγάλο κέντρο από τους Κοζάκους του Κουμπάν. Γύρω στο 1888 περί τους 45,000 κάτοικοι ζούσαν στην πόλη, η οποία έγινε ζωτικό εμπορικό κέντρο στην νότιο Ρωσία. Το 1897, ένας οβελίσκος που μαρτυρούσε τα 200 χρόνια ιστορίας των Κοζάκων του Κουμπάν κτίστηκε στο Αικατερινοντάρ.
Στην διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου η πόλη άλλαξε χέρια πολλές φορές ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τον Στρατό των Εθελοντών, καθώς πολλοί Κοζάκοι του Κουμπάν ήταν αφοσιωμένοι αντιμπολσεβίκοι που υποστήριζαν τον Λευκό Στρατό.
Στην διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου καταλήφθηκε από τους Γερμανούς. Από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943 η πόλη ήταν υπό κατοχή της Βέρμαχτ. Η πόλη υπέστη μεγάλες ζημιές στην διάρκεια των μαχών, αλλά ανοικοδομήθηκε και ανακαινίστηκε μετά τον πόλεμο.
Βατούμ
Το Βατούμ ή Μπατούμι (γεωργ. ბათუმი) είναι πόλη στα νοτιοδυτικά της Γεωργίας, πρωτεύουσα της Αζαρίας και σημαντικό λιμάνι της χώρας.
Το Μπατούμι πιστεύεται πως βρίσκεται στην περιοχή που βρισκόταν η αρχαία Κολχίδα. Υπό την αυτοκρατορία του Αδριανού, το Μπατούμι μετατράπηκε σε λιμάνι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ κατα τα Βυζαντινά χρόνια και, συγκεκριμένα κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού μετατράπηκε σε οχυρό υπό την ονομασία Πέτρα. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα του 9ου αιώνα, η πόλη περιήλθε στα χέρια των Αράβων, πριν περιέλθει κατά τον 10ο αιώνα στο Βασίλειο της Γεωργίας. Το 1878, χάρη στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το Μπατούμι περιήλθε στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1883 μετά την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών Μπακού - Μπατούμι και των εκσυγχρονισμό του λιμανιού της πόλης το Μπατούμι έγινε δίαυλος μέσω του οποίου η Ρωσία πραγματοποιούσε εμπορικές δραστηριότητες.
Το 1901, ο μελλοντικός ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν οργάνωνε στην πόλη διάφορες διαμαρτυρίες, 16 χρόνια πριν τη Ρωσική Επανάσταση. Μετά τη πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος, η Αζαρία ήταν μία από τις περιοχές που προσπάθησαν να αποσχιστούν από το νεοσύστατο, τότε, κράτος της Γεωργίας, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Σήμερα, το Μπατούμι είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο λιμάνι της Γεωργίας, ενώ το 2007 μεταφέρθηκε στη πόλη το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γεωργίας από την Τιφλίδα. Στην πόλη υπάρχει γνωστός σε ολόκληρο των κόσμο Βοτανικός Κήπος όπου υπάρχουν πάνω από 5000 είδη σπάνιων φυτών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μπορεί να προκαλέσει το τμήμα του κήπου που φιλοξενεί 1200 είδη τριανταφυλλιών.
Μασσαλία
Η Μασσαλία (οξιτανικά Marselha [maʀˈsejɔ, maʀˈsijɔ], γαλλικά Marseille [maʀsɛj]) είναι η σημαντικότερη πόλη-λιμάνι της Γαλλίας και η τρίτη σημαντικότερη (ως λιμάνι) της Ευρώπης. Βρίσκεται στον κόλπο της Λυών, στην Δυτική Μεσόγειο. Με περίπου 820.000 κατοίκους, η Μασσαλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γαλλίας μετά το Παρίσι και ανήκει στην ευρύτερη ιστορική περιοχή της Προβηγκίας. Ολόκληρη η αστική περιοχή γύρω από την Μασσαλία έχει περίπου 1,2 εκατομμύρια κατοίκους. Η Μασσαλία βρίσκεται σε υψόμετρο 12 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Όμως, οι λόφοι βόρεια της Μασσαλίας, ξεπερνούν και τα 700 μέτρα σε ύψος. Ανατολικά της πόλης βρίσκονται οι εκβολές του ποταμού Ροδανού
Ας πούμε και δύο κουβέντες για τον υπουργό εξωτερικών Μπαλυατζή και τον Πρωθυπουργό Δημήτρη Γούναρη που αμφότεροι εκτελέστηκαν στη δίκη των έξ.
Ο Γεώργιος Μπαλτατζής (1868-1922) ήταν Έλληνας πολιτικός. Άρχισε την καριέρα του ως διπλωμάτης και άρχισε να εκλέγεται βουλευτής από το 1902. Είχε γίνει αρκετές φορές υπουργός. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή δικάστηκε στη «δίκη των έξι» ως ένας από τους υπαιτίους για την ήττα της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργού εξωτερικών, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε το 1922 στο Γουδή.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1868. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών απ' όπου και αργότερα μετέβη στη Γαλλία για ευρύτερες σπουδές. Επανερχόμενος ακολούθησε το διπλωματικό κλάδο όπου και υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα στη Κωνσταντινούπολη με ιδιαίτερη διάκριση στη διπλωματική δεξιότητα. Στη συνέχεια αναμίχθηκε στην πολιτική και το 1902 πρωτοεξελέγη βουλευτής Αλμυρού με το κόμμα του Γ. Θεοτόκη και ομοίως το 1905 και 1906. Το 1908 διορίστηκε υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη. Μετά τη προσάρτηση των λεγομένων Νέων Χωρών πολιτεύθηκε στη Δράμα όπου και εκλέχθηκε βουλευτής στη περίοδο 1915 και μετά. Το 1915 ανέλαβε υπουργός συγκοινωνιών και το 1921 υπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη. Πήρε μέρος στις διασκέψεις των Παρισίων και του Λονδίνου μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη. Το 1922 χρημάτισε πάλι υπουργός εξωτερικών στη κυβέρνηση Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη.
Μετά την Μικρασιατική άτακτη υποχώρηση και την επανάσταση που εκδηλώθηκε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή από τους φυγάδες αυτής, συνελήφθη μαζί με άλλους πολιτικούς και τον αρχιστράτηγο και καταδικάστηκε κατά τη «δίκη των έξι» από το έκτακτο επαναστατικό στρατοδικείο Αθηνών σε θάνατο.
Τουφεκίστηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1922 στο Γουδί.
Ογδόντα οκτώ χρόνια αργότερα, το 2010, μετά από αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη από το 2008, εγγονού του πρώην πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, παύθηκε οριστικά από τον Άρειο Πάγο η δίωξη των έξι (ανάμεσά τους και του Γεωργίου Μπαλτατζή) λόγω παραγραφής, κηρύσσοντας αυτούς αθώους, επισφραγίζοντας τον ανούσιο χαρακτήρα της θανατικής εκείνης καταδίκης.
Ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια Μαυροκορδάτου
Αρισερά ο Γούναρης ,δεξιά ο Μπαλτατζής
Ο Δημήτριος Γούναρης (Πάτρα 5 Ιανουαρίου 1867 - 15 Νοεμβρίου 1922 Γουδή) ήταν Πατρινός πολιτικός, αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, κύριος εκπρόσωπος του αντιβενιζελισμού και τρεις φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας. Το όνομα του συνδέθηκε με την αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών της κυβερνήσεώς του, η οποία κατέληξε στη Μικρασιατική καταστροφή. Ύστερα από αυτό το γεγονός συνελήφθη, παραπέμφθηκε στη «Δίκη των Έξι» και εκτελέστηκε στου Γουδή. Ανιψιός του ήταν ο μετέπειτα πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
Τέλος ,λίγα λόγια για τους Ποντίους της Ρωσίας
Εκτός από τις ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων και στη συνέχεια των Βυζαντινών στο βόρειο και ανατολικό Εύξεινο Πόντο, ο Καύκασος, η Γεωργία, η νότια και μεσημβρινή Ρωσία αλλά και οι παραδουνάβιες περιοχές, μετεξελίχθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε καταφύγια των καταπιεζομένων υπόδουλων Ελλήνων. Ένα πρώτο κύμα μετοικεσιών Ελλήνων από τη μητροπολιτική και νησιώτικη Ελλάδα στην περιοχή έχουμε μετά την πτώση του Βυζαντίου στους Οθωμανούς, που γίνονται περισσότερο μαζικές μετά το ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1768-1774. Ένα πολύ μεγαλύτερο κύμα μετοικεσιών αφορά τους Έλληνες του μικρασιατικού χώρου και κυρίως του ευάλωτου γεωγραφικά Πόντου. Οι συνεχείς και αφόρητες πιέσεις των Οθωμανών, κυρίως των τοπικών τιμαριούχων Ντερεμπέηδων (Dere Beyler) και ο θρησκευτικός φανατισμός των μουσουλμάνων, σε συνδυασμό με την πολιτική της ανοικτής φιλοξενίας των ρωσικών αρχών, τροφοδότησαν ένα μεγάλο κύμα φυγής των Ελλήνων του Πόντου, που έγινε αιτία μα ξαναγεννηθεί στα αρχαιοελληνικά αποικιστικά κέντρα αλλά και σε νεοοικηθέντα ρωσικά εδάφη, ένας νέος ακμαίος ελληνικός πολιτισμός.
Η νεοελληνική διασπορά αρχίζει επίσημα την ιστορική της πορεία το 1453 με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Τότε ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός Ελλήνων διανοουμένων προτίμησε όχι τη Δύση, αλλά τη Ρωσία ως νέα πατρίδα του, την οποία (Ρωσία) υπηρέτησε με σεβασμό, ενώ παράλληλα συνέβαλε στην ανάπτυξη του ρωσικού πολιτισμού με τα έργα του. Η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των Ελλήνων αφομοιώθηκε κατά τέτοιο τρόπο από τη ρωσική κοινωνία, που
μόνο τα επώνυμά τους παραπέμπουν μέχρι σήμερα στην καταγωγή τους. Εδώ δεν θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική η άποψη του πρώην δημάρχου της Μόσχας Γαβριήλ Ποπώφ ότι «στις φλέβες κάθε τρίτου Ρώσου ρέει ελληνικό αίμα».
Η Άλωση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς 8 χρόνια μετά την Κωνσταντινούπολη (1461), σε συνδυασμό με μια περίοδο βίαιων εξισλαμισμών που εγκαινιάζει, ανοίγει το δρόμο της εξόδου των Ελλήνων Ποντίων προς τη γειτονική και ομόδοξη Ρωσία και ειδικότερα προς τις περιοχές του Καυκάσου, του Αντικαυκάσου και της μεσημβρινής Ρωσίας όχι μόνο της άρχουσας τάξης της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, αλλά και μεγάλων λαϊκών πληθυσμιακών μαζών. Επόμενο κύμα εξόδου των Ελλήνων έχουμε κατά το 1490 προς τον Καύκασο και κυρίως προς της Γεωργία. Ο Γεωργιανός ιστορικός Πλάτων Ιοσσελιάνι αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ήρξαντο μεταναστεύοντες προς την Γεωργίαν υπό την προστασίαν των Ορθοδόξων αυτής βασιλέων». Παρότι δεν διαθέτουμε στοιχεία για τον αριθμό των Ποντίων προσφύγων, πιθανολογούμε όμως ότι ήταν μεγάλος γιατί η γεωργιανή εκκλησία αναγκάστηκε να συγκροτήσει ελληνική επισκοπή για τις λατρευτικές ανάγκες των Ελλήνων με έδρα το Αχταλά, όπου διορίζονταν Έλληνες επίσκοποι. Η επισκοπή αυτή καταργήθηκε το 1827.
Κατά τους 16ο, 17ο αιώνα έχουμε συνέχιση των μετακινήσεων, που δεν είναι όμως ιδιαίτερα μαζικές, γεγονός που προκύπτει από τις ελάχιστες πηγές που διαθέτουμε γι’ αυτές στην ιστοριογραφία της εποχής.
Η πρώτη ουσιαστικά οργανωμένη μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων σε κοινότητες πραγματοποιήθηκε από τις περιοχές Χαλδίας (νότια της Τραπεζούντας, στην περιοχή Αργυρούπολης) και του Ερζερούμ. Σύμφωνα με τον ιστορικό Κάλφογλου «Παντού απαντώνται Έλληνες ιερείς και αρχιμανδρίται. Εν Τιφλίδι ήδρευον οι αντιπρόσωποι του Παναγίου Τάφου. Σταυροπατέρες έξαρχοι, οι Οικουμενικοί Πατριάρχαι Ιωακείμ Α ́ (1481-1502), Θεόληπτος Β ́ (1585-1586) οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων Παϊσιος. Δοσίθεος, Θεοφάνης, Χρύσανθος και Αθανάσιος και ο Αντιοχαίας Νεόφυτος, επισκέπτονται τον Καύκασο. Εν τη αυλή των ηγεμόνων Γουρίας ζώσιν Έλληνες αρχιμανδρίται και χρησιμεύουν ως σύμβουλοι». Από το πλήθος και τη σπουδαιότητα των πνευματικών ταγών που συχνά επισκεπτόταν την περιοχή, αλλά και το σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες στα τοπικά πράγματα, γίνεται φανερό ότι υπήρχε μεγάλη συγκέντρωση Ελλήνων, οι οποίοι προφανώς είχαν οργανώσει αποτελεσματικά την παρουσία τους και ευημερούσαν. Μαρτυρίες γι’ αυτό διαθέτουμε και από τους κώδικες των ιστορικών μονών του Πόντου, που μας πληροφορούν ότι είχαμε συχνές επισκέψεις στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία διαφόρων αξιωματούχων της εκκλησίας με την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με στόχο, εκτός των άλλων, να συγκεντρώσουν χρήματα για τις ανάγκες της εκκλησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου