Φτάσαμε αισίως στο τελευταίο κομμάτι της ιστορίας κατεύθυνσης και κατά συνέπεια στην τελευταία δμοσίευση.
Η ιστορία επί του Ποντιακού είναι ούτως ή άλλως ένα άνισο κεφάλαιο με δύο μεγάλες ενότητες και μία μικρή.
Περνάμε λοιπόν στην τελευταία που είναι και last και least.
Πρώτα θα μιλήσουμε για τη γενοκτονία των Αρμενίων.
Ως γενοκτονία των Αρμενίων αναφέρονται τα γεγονότα εξόντωσης Αρμενίων πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εντολές για εκκαθαρίσεις Αρμενίων είχαν δοθεί νωρίτερα από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ (1894-96) ωστόσο η κύρια ευθύνη για τις πλέον εκτεταμένες σφαγές τους αποδίδεται στο κίνημα των Νεότουρκων (1908-18). Ως έναρξη της Αρμενικής Γενοκτονίας συμβολικά θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915, όταν η ηγεσία της Αρμενικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης φυλακίστηκε και εκατοντάδες Αρμένιοι της Πόλης απαγχονίστηκαν.
Τουρκικές πηγές αναφέρουν ότι ο αριθμός των νεκρών Αρμενίων ήταν από 600.000 ως 800.000, ενώ Δυτικές και Αρμενικές πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των σφαγιασθέντων στο 1.500.000.
Θεωρείται μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη «γενοκτονίας» και ισχυρίζεται ότι πραγματοποιήθηκε ένας βίαιος εκτοπισμός του Αρμενικού πληθυσμού. Μέχρι το 2010, 23 κράτη είχαν αναγνωρίσει επισήμως τα γεγονότα ως γενοκτονία των Αρμενίων, όπως και η Διεθνής Ένωση Μελετητών για τη Γενοκτονία (International Association of Genocide Scholars).
Η Γενοκτονία των Αρμενίων πραγματοποιήθηκε παράλληλα και με τον ίδιο τρόπο με γενοκτονίες σε βάρος και άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλ. των Ελλήνων και των Ασσυρίων (Νεστοριανών χριστιανών).
Όσο για τα τάγματα εργασίας...
Τα τάγματα αυτά τα επάνδρωσε η Τουρκία με Έλληνες που έπαιρνε από τον τακτικό στρατό όπου είχαν καταταγεί αφού προηγουμένως οι Τούρκοι στρατιωτικοί τους αφόπλισαν και έπαιρναν τον ιματισμό τους.
Στην πραγματικότητα επρόκειτο για στρατόπεδα συγκέντρωσης τάγματα σκαπανέων, που δημιουργήθηκαν με την εισήγηση των Γερμανών στρατηγών Γκολτς και Λίμαν.
Στα στρατόπεδα αυτά συγκέντρωναν άτομα που ανήκαν κυρίως στις εθνολογικές μειονότητες των Ελλήνων και Αρμενίων, δηλαδή εχθρικών δυνάμεων, με σκοπό όχι απλώς τον αφοπλισμό και από κει παραμερισμό τους αλλά την εξόντωσή τους, χωρίς το γεγονός αυτό να προκαλέσει την προσοχή των ξένων κρατών, ώστε να δημιουργηθεί διεθνής θόρυβος σε βάρος της Τουρκίας.
Το 1914 οι Τούρκοι επιστράτευσαν όλους τους νέους Πόντιους ηλικίας από 21-45 ετών, και τον Ιούλη του ιδίου έτους τους έστειλαν στο εσωτερικό της Ανατολής, στο Σου Σεχίρ, τις περιφέρειες της Σεβάστειας.
Την ίδια τύχη είχε και η αρμενική εθνότητα, ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 1915, όλοι οι Αρμένιοι που είχαν κληθεί στα όπλα από τα προηγούμενα χρόνια οδηγήθηκαν στα τάγματα σκαπανέων, στις ακραίες περιοχές της Ανατολής της εντολής. Η εξόντωση των Ποντίων και των Αρμένιων πέτυχε με διάφορες απάνθρωπες μεθόδους.
Δούλευαν κάτω από τις πιο άσχημες καιρικές συνθήκες επί 18 ώρες το 24ωρο, έσπαζαν πέτρες για την επίστρωση δρόμων, ισοπέδωναν κι άνοιγαν δρόμους, έσκαβαν, έκοβαν ξύλα μέσα σε δριμύ ψύχος, καθάριζαν τα χιόνια απο τις σιδηροδρομικές γραμμές και συχνά έσπρωχναν ακόμη και βαγόνια τρένων.
Όλα αυτά χωρίς τη στοιχειώδη τροφή που χρειαζόταν, χωρίς ρούχα, όταν μάλιστα το κρύο ήταν πολύ μεγάλο, κάτω απ το μηδέν, και χωρίς ύπνο. Η εξάντληση από τις κάθε είδους κακουχίες είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν καθημερινή θάνατοι, στην αρχή λίγοι, μετά έντεκα έως δεκαπέντε την ημέρα και στη συνέχεια ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε ώστε καθημερινά οι θάνατοι να ανέρχονται σε δεκάδες και μετά σε εκατοντάδες και χιλιάδες.
Εδώ περίπου μπαίνει εντελώς αδόκιμα κατά τη γνώμη μου η σύγκριση των γενοκτονιών Ποντίων Εβραίων σύμφωνα με τον ιστορικό Πολυχρόνη Ενεπεκίδη.(Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης ο Π. Ενεπεκίδης τείνει με τις έρευνές του να απομυθοποιήσει τη νεωτέρα ιστορία του ελληνικού λαού. Εσπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βιέννης και Παρισίων και αφιερώθηκε από νωρίς στην εξωνυχιστική έρευνα των ευρωπαϊκών αρχείων και των χειρογράφων συλλογών, για να απαλλάξει την ελληνική ιστορία από τις εσκεμμένες διαστρεβλώσεις και τις ανεξέλεγκτες παραδόσεις. Ένας Γερμανός κριτικός των έργων του έγραψε ότι ο καθηγητής Ενεπεκίδης ανευρίσκει με υπνοβατική ασφάλεια αυτό που θέλει και που είναι αυτό που λείπει. Οι γλαφυρές του διαλέξεις στην Ελλάδα και σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καθώς και στις μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Β. Αμερικής και της Αυστραλίας δημιούργησαν ένα νέο τρόπο επικοινωνίας του επιστήμονα με το μεγάλο κοινό: χωρίς να νοθεύεται η νέα ιστορική γνώση επιστρέφεται στο λαό που εδημιούργησε αυτός τα γεγονότα.)
Ας Ξαναγυρίσουμε όμως στο Ολοκάυτωμα των Εβραίων.
Εδω βάζω ένα βίντεο όχι για τους Εβραίους γενικά ,αλλά για τους Έλληνες Εβραίους.
Με τον όρο Ολοκαύτωμα περιγράφεται ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία με την υποκίνηση του κράτους διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από την Ναζιστική Γερμανία και τους συνεργάτες τους. Στα αρχικά στοιχεία που συνθέτουν το Ολοκαύτωμα είναι το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων και το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, τα οποία οδήγησαν στη συνέχεια στα τάγματα θανάτου και στα στρατόπεδα εξόντωσης τα οποία αποτελούσαν μαζική και κεντρικά οργανωμένη προσπάθεια για την εξολόθρευση κάθε μέλους των κοινοτήτων που αποτελούσαν στόχο των Ναζί.
Οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν τα κυρίως θύματα του Ολοκαυτώματος, μέσω αυτού που οι Ναζί ονόμαζαν «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Το νούμερο που χρησιμοποιείται πιο συχνά για τον αριθμό των θυμάτων του εβραϊκού πληθυσμού είναι έξι εκατομμύρια, αν και οι τυπικές εκτιμήσεις από τους ιστορικούς για το εύρος των θυμάτων κυμαίνονται από πέντε εκατομμύρια ως και πάνω από έξι εκατομμύρια. Εκτός από τους Εβραίους, περίπου 220.000 Ρομά και Σίντι θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα (μερικές εκτιμήσεις φτάνουν ως και τις 800.000), δηλαδή το 25-50% του ευρωπαϊκού τους πληθυσμού. Άλλες ομάδες που κρίθηκαν «φυλετικά κατώτερες» ή «ανεπιθύμητες» ήταν οι εξής: Σοβιετικοί στρατιώτες και πολίτες αιχμάλωτοι σε κατεχόμενες περιοχές (περιλαμβανομένων των Ρώσων και άλλων Σλάβων), Πολωνοί μη Εβραίοι (3 εκατομμύρια Πολωνοί Εβραίοι και 2 εκατομμύρια Πολωνοί μη Εβραίοι), διανοητικά ασθενείς ή σωματικά ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ελευθεροτέκτονες, Κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αντιφρονούντες, συνδικαλιστές και κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες κληρικοί που διώχτηκαν ή θανατώθηκαν. Αν συνυπολογιστούν και όλες αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες, ο αριθμός των θυμάτων ανεβαίνει σημαντικά. Κάποιες εκτιμήσεις τοποθετούν το συνολικό αριθμό θυμάτων του Ολοκαυτώματος στα 26 εκατομμύρια ανθρώπους, όμως τα 9 έως 11 εκατομμύρια θύματα συνήθως θεωρείται η πιο αξιόπιστη εκτίμηση.
Κατόπιν ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και η εξόντωση των Ποντίων αποτελούσε και αυτή γενοκτονία.
Τον Φεβρουάριο του 1994, το ελληνικό κοινοβούλιο ανακήρυξε τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα μάλιστα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα το 1919.
Το χρονικό της μεθοδευμένης εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού αναγνωρίζεται επισήμως ως γενοκτονία τόσο από την Ελλάδα όσο και την Αυστραλία, αλλά και από πλήθος έγκριτων οργανισμών, όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS - 2007).
Η επίσημη τουρκική θέση είναι πως δεν υπήρξε γενοκτονία, εγγράφοντας τις απώλειες του ελληνικού πληθυσμού στις συνήθεις φρικαλεότητες του πολέμου, από εχθροπραξίες και αρρώστιες μέχρι στερήσεις, κακουχίες και λιμούς, παρά το γεγονός ότι ελληνικά στρατεύματα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην περιοχή του Πόντου!
Κι όμως, σύμφωνα με τον διεθνή ορισμό για το πότε συνιστά μια ειδεχθής πράξη γενοκτονία, το προμελετημένο έγκλημα που εκτέλεσαν με συστηματικότητα οι Νεότουρκοι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γενοκτονίας: από στρατόπεδα θανάτου στην έρημο, τάγματα εργασίας και βασανισμούς μέχρι εκτεταμένους ξεριζωμούς, λεηλασίες, πυρπολήσεις και επιβολή συνθηκών που η ζωή δεν είναι πλέον δυνατή. Και βέβαια η γενοκτονία των Ποντίων πραγματοποιήθηκε στην ίδια ιστορική περίοδο με τις γενοκτονίες σε βάρος και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως των Αρμενίων και των Ασσυρίων, ως επακόλουθο της ρητής απόφασης των Νεότουρκων για επίλυση του εθνικού προβλήματος «καθαρότητας» των οθωμανικών εδαφών, μέσω του φυσικού αφανισμού των ντόπιων εθνοτήτων, την υποχρεωτική εκδίωξη όσων επιβιώσουν και τον βίαιο εξισλαμισμό όσων παραμείνουν.
Η μελανή στιγμή της ιστορίας του ελληνισμού είχε μόλις αρχίσει να γράφεται: οι Έλληνες του Πόντου μετρούσαν στη μεγαλύτερή τους ακμή -τις παραμονές του Α' Παγκοσμίου- 700.000 ψυχές· μέχρι το τέλος του 1923, είχαν αφανιστεί περισσότεροι από 350.000 άνθρωποι, σε μια ανθρωποσφαγή τρομακτικής βιαιότητας...
Οι Έλληνες του Πόντου, αποκομμένοι από την κύρια ελληνική επικράτεια και τα μικρασιατικά παράλια, ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο τμήμα της περιοχής, αφήνοντας το δικό τους στίγμα στην οικονομική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Γιατί όσο κι αν ο ποντιακός ελληνισμός βρέθηκε ξαφνικά στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την πτώση της Τραπεζούντας (1461)-, διατήρησε ωστόσο αναλλοίωτο το εθνικό του φρόνημα, τη γλώσσα και τη θρησκεία, αποτελώντας διαχρονικό «αγκάθι» για τον οθωμανό σουλτάνο.
Περιτριγυρισμένοι από άλλες εθνοτικές ομάδες και αποτελώντας μειονότητα στην περιοχή (υπολογίζονται στο 40% του ντόπιου πληθυσμού), οι Έλληνες του Ευξείνου άκμαζαν και προόδευαν, γεγονός που αντικατοπτριζόταν τόσο στα δημογραφικά στατιστικά όσο και στην πνευματική ζωή. Το 1886, ο ποντιακός ελληνισμός έφτανε στους 265.000 ανθρώπους, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα μετρούσε 700-750 χιλιάδες, σύμφωνα με τα μητρώα των τουρκικών Αρχών αλλά και τις εκτιμήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ταυτοχρόνως, από τα 100 ελληνικά σχολεία του Ευξείνου το 1860, ο αριθμός εκτοξεύεται στα 1.400 το 1919, περιλαμβανομένου και του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Συνολικός αριθμός μαθητών, 86.000 παιδιά.
Από το 1908 αρχίζει να αναδύεται με ιδιαίτερη δυναμική το κίνημα των Νεότουρκων, μιας μερίδας εθνικιστών που επιζητούσαν -ανάμεσα σε άλλα- τη φυλετική καθαρότητα των οθωμανικών εδαφών. Συνειδητοποιώντας ότι οι τόσοι αιώνες εκτουρκισμού του ντόπιου πληθυσμού δεν είχαν αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αποφασίζουν να εξοντώσουν το ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο (σε συνέδριο μάλιστα του νεοτουρκικού φορέα στη Θεσσαλονίκη). Η Ιστορία λέει λοιπόν ότι η τελική λύση πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου και ολοκληρώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ (1919-1923).
Ήδη βέβαια από το 1908 παρατηρούνται οι πρώτες εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, καθώς και μαζικές εκτελέσεις των Ελλήνων του Πόντου. Το 1911 ωστόσο μπαίνει μπροστά το μεθοδευμένο και διεξοδικό πλάνο εξόντωσης, που θα εκτελεστεί στα χρόνια που ακολουθούσαν: υποχρεωτική επιστράτευση όλων των αντρών από 15-45 ετών και καταναγκαστική δουλεία σε Τάγματα Εργασίας (τα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού»), κάτω από εξοντωτικές συνθήκες που αφάνιζαν μαζικά τον πληθυσμό από τις στερήσεις, την πείνα και τις ασθένειες.
Ταυτόχρονα, άτακτες ορδές Τούρκων αρχίζουν να επιτίθενται στα διάσπαρτα ελληνικά χωριά σκοτώνοντας, λεηλατώντας, κακοποιώντας τις γυναίκες και τελικά παραδίδοντάς τα στις φλόγες. Και βέβαια όσοι απέμειναν ζωντανοί μετά τις επιδρομές εκτοπίζονταν, με τις εξοντωτικές πορείες να στερούν τη ζωή στον άμαχο και ταλαιπωρημένο πληθυσμό.
Το 1915 είναι το ορόσημο για τους Έλληνες του Πόντου: εφαρμόζεται εκτεταμένα το πλάνο εξόντωσης των Ποντίων, με τα ευρωπαϊκά κράτη απασχολημένα στις εχθροπραξίες του Α' Παγκοσμίου. Ταυτόχρονα σχεδόν, αρχίζει να συντελείται και η Γενοκτονία των Αρμενίων, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το ειδεχθές νεοτουρκικό πλάνο.
Την ώρα που συνεχίζονται οι εθνοκαθάρσεις, το 1916 χτυπιέται η Σαμψούντα, με τον ελληνικό πληθυσμό να υποφέρει φρικιαστικά δεινά. Μόνο η Τραπεζούντα γλιτώνει την καταστροφή γιατί είναι πλέον κάτω από ρωσικό ζυγό. Όταν μάλιστα ο ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη το 1918, ο μισός τουλάχιστον ελληνικός πληθυσμός ακολούθησε τα στρατεύματα στην οπισθοχώρησή τους, εξαιτίας της τουρκικής απειλής που καραδοκούσε.
Με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ο ποντιακός ελληνισμός θεώρησε πως τα δεινά του είχαν πάρει τέλος, αφού θα μπορούσε να προσαρτηθεί στην ελληνική επικράτεια. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε ωστόσο, καθώς δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τις απομακρυσμένες ποντιακές περιοχές από την τουρκική εισβολή, και οι Πόντιοι προχωρούν στο περίφημο Ποντοαρμενικό Κράτος, με την ήττα ωστόσο του αρμενικού στρατού στο Ερζερούμ από τον Μουσταφά Κεμάλ να αφήνει τον ποντιακό ελληνισμό στο έλεος των Νεότουρκων.Το 1919 αρχίζει η δεύτερη φάση της γενοκτονίας, με νέους -ακόμα πιο σφοδρούς- διωγμούς από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο βίαιους και απάνθρωπους από τους προηγούμενους.
Στις 19 Μαΐου 1919 έρχεται η καθοριστική στιγμή για την τύχη του ποντιακού ελληνισμού, με την απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα και κατόπιν την εισβολή στην Τραπεζούντα: οι μαζικές εκτελέσεις, ο ξεριζωμός και το κλίμα τρομοκρατίας αναγκάζουν τον πληθυσμό να εγκαταλείψει τις εστίες του. Όσοι επιβιώνουν, καταφεύγουν στα βουνά, με τις κακουχίες και τις στερήσεις σε βασικά αγαθά να μετατρέπουν την έξοδο σε πορεία θανάτου. Όσοι γλιτώνουν και από αυτή τη δοκιμασία, διαπιστώνουν ότι έχουν οδηγηθεί σε ενέδρα, με τις αγχόνες να είναι ήδη στημένες και να τους περιμένουν.
Παρόλα αυτά, η ποντιακή περηφάνια δεν έσκυψε το κεφάλι: οργανώνεται σε αντάρτικο στα βουνά, με τα μέλη της ποντιακής αντίστασης να φτάνουν στις 12.000 περίπου το 1921, σύμφωνα με τον έγκριτο ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Οι άτακτοι αυτοί μαχητές, σφυρηλατημένοι στις κακουχίες και την ανέχεια, θα επιφέρουν μια σειρά από δυνατά χτυπήματα στον οργανωμένο κεμαλικό στρατό και θα καταφέρουν να περισώσουν αμάχους από τα λυσσασμένα δόντια του διώκτη.
Παρά την αντίσταση των πατριωτών Ποντίων, μέχρι το καλοκαίρι του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία (Μικρασιατική Καταστροφή), προχωρά σχεδόν ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού. Πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά λεηλατήθηκαν και κάηκαν, οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ατιμάστηκαν και εξορίστηκαν, με όσους γλίτωσαν από το τουρκικό μένος να καταφεύγουν στα απομακρυσμένα βουνά για να σωθούν.Το τέλος του ποντιακού ελληνισμού είχε έρθει. Το ζοφερό πλάνο των τούρκων εθνικιστών πέτυχε τον αποτρόπαιο σκοπό του: με τη γενοκτονία του πληθυσμού, τους εκτοπισμούς, τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις, κατάφεραν την πολυπόθητη αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών. Η βίαιη εξαφάνιση των Ελλήνων από τα προγονικά εδάφη πληρώθηκε με 353.000 ψυχές την περίοδο 1916-1923.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ, στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση της 13ης Αυγούστου 1923, πληροφορεί περιχαρής την ομήγυρη: «Επιτέλους, ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο» (αναφέρεται από τον συνταγματάρχη Μουζέν, που παρακολούθησε τις εργασίες της εθνοσυνέλευσης, σε επιστολή του προς το γαλλικό Γενικό Επιτελείο Στρατού)...
Και μία μικρή αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάννης που εμβόλιμα και κάπως αταίριαστα αναφέρεται σε κάποιο σημείο.
Η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) επισφράγισε με οδυνηρό τρόπο τη Μικρασιατική Καταστροφή και, ταυτόχρονα, το τέλος της ελληνικής πολεμικής περιπέτειας που είχε ξεκινήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912. Η Ανατολική Θράκη, η Ιμβρος, η Τένεδος και η ζώνη της Σμύρνης παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, ενώ αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι «αλβανικής καταγωγής» που ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Ηπειρο (Τσαμουριά) καθώς και οι ελληνορθόδοξοι Αραβες της Κιλικίας.
Στην ουσία, η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης σηματοδότησε την οριστική μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη. Υπ' αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στην ελληνοτουρκική διαμάχη δεν απέχουν από τα αποτελέσματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι συναφείς συνθήκες που υπογράφτηκαν το 1919-1920, κλείνοντας τον εξοντωτικό Μεγάλο Πόλεμο, είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό ακριβώς τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία στη θέση τους των σύγχρονων ευρωπαϊκών εθνών-κρατών στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Με τις εκατόμβες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εξάλλου και την οριστική αναδιάταξη των συσχετισμών δυνάμεων στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής, είχε πλέον λυθεί οριστικά και το Ανατολικό Ζήτημα. Η συγκυρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, έφερε τον ελληνικό στρατό στην άλλη όχθη του Αιγαίου αλλά ενεργοποίησε ταυτόχρονα ένα ισχυρό τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε τόσο τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα όσο και τη γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας πάνω στις στάχτες της Αυτοκρατορίας. Και για τις δύο χώρες, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους, τον ορισμό των συνόρων και του εθνικού εδάφους και την, κατά το δυνατόν, εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού.
Η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα απόφαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών υπαγορεύθηκε από την αρχή της ομοιογένειας που πρέσβευε το δόγμα του εθνικισμού και στο όνομα της οποίας άλλωστε είχαν γίνει διωγμοί και εθνοκαθάρσεις (και όχι μόνο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης). Είχε ήδη προηγηθεί, με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), η εθελούσια ανταλλαγή ελληνικών και βουλγαρικών πληθυσμών. Σε ό,τι αφορούσε την ελληνοτουρκική διαμάχη, φαινόταν πως η λύση της ανταλλαγής θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή και την ασφάλεια στους πληθυσμούς. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, ανταλλάχθηκαν περίπου 1.220.000 χριστιανοί και 525.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Παρ' όλα ταύτα, οι εξαιρέσεις της Συνθήκης δημιούργησαν μειονότητες μέσα στα αντίστοιχα εθνικά κράτη, των οποίων η τύχη παρακολουθούσε (και παρακολουθεί) τη διακύμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ριζική λύση της Ανταλλαγής λοιπόν, παρ' όλο που προκρίθηκε με στόχο να επιλύσει ένα μακροχρόνιο ζήτημα και να προλάβει νέες εθνικές συγκρούσεις, δημιούργησε ταυτόχρονα δύο νέα ζητήματα: το μειονοτικό και το προσφυγικό. Η επαχθέστερη κληρονομιά της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρξε πράγματι η ανάγκη εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των ανταλλαχθέντων προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο για μια τεράστια επιχείρηση, για την οποία ιδρύθηκαν ειδικοί θεσμοί και ζητήθηκε διεθνής στήριξη. Η άφιξη των προσφύγων αναδιαμόρφωσε τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, ενώ η εγκατάστασή τους προσέκρουσε συχνά στην εχθρότητα των ντόπιων πληθυσμών. Παρ' όλο που η Ανταλλαγή έγινε με στόχο την εθνική ομοιογένεια, ούτε οι πρόσφυγες αποτελούσαν ομοιογενή ομάδα ούτε οι Ελλαδίτες τούς υποδέχθηκαν ως ομοεθνείς. Η εγκατάστασή τους κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα βάθυνε τον διχασμό ανάμεσα στην Παλαιά και στη Νέα Ελλάδα, ενώ η αφομοίωσή τους υπήρξε δύσκολη και μακροχρόνια. Ωστόσο, το έργο της αποκατάστασης εκτιμήθηκε ως «επίτευγμα» του ελληνικού κράτους, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του Μεσοπολέμου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να θεωρηθεί η συνθήκη με την οποία οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα του ελληνικού έθνους-κράτους ύστερα από έναν αιώνα αλυτρωτικής πολιτικής. Με την εξαίρεση της προσάρτησης των Δωδεκανήσων, τα σύνορα του 1923 έμειναν ίδια έως σήμερα. Η οριστικοποίηση όμως των συνόρων, που στην πραγματικότητα σήμαινε τον διπλασιασμό του εθνικού εδάφους, δεν βιώθηκε ως επιτυχία αλλά ως καταστροφή - όπως και ήταν. Η Ελλάδα, λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας, είχε υποστεί τεράστιες απώλειες σε όλα τα επίπεδα, για να καταλήξει, με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη, στα ίδια σύνορα που είχε επιτύχει με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου