ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΑΙΩΝΑ
Η αιτία που οδήγησε τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν την έναρξη της Επανάστασης, και κυρίως τα αντίποινα από την πλευρά των Οθωμανών. Από φόβο για την προσωπική τους ασφάλεια, όπως αναφέρεται σε προξενική αναφορά της 3ης Μαΐου 1821 από τη Σμύρνη, σημαντικό μέρος του πληθυσμού επέλεξε τη φυγή. Το Αϊβαλί (Κυδωνίες) εγκαταλείφθηκε, ενώ από τη Σμύρνη έφυγε μεγάλο μέρος του ορθόδοξου πληθυσμού, γεγονός που είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στην εμπορική κίνηση της πόλης. Σύμφωνα με αρχεία του Υπουργείου Αστυνομίας, το 1825 βρίσκονταν στο Ναύπλιο Μικρασιάτες από το Αϊβαλί, τα Βουρλά, την Καισάρεια, τη Μαγνησία, το Μοσχονήσι, την Πέργαμο, τη Σμύρνη, τις Παλαιές και Νέες Φώκαιες. Η συντριπτική πλειοψηφία καταγόταν από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί. Μαρτυρούνται επίσης μετακινήσεις πληθυσμών από το Κουσάντασι και χωριά της γύρω περιοχής, καθώς και από οικισμούς του εσωτερικού της Μικράς Ασίας ή από τα νότια παράλιά της, όπως η Άγκυρα, η Προύσα και η Αττάλεια.
Η εξέλιξη των πολεμικών γεγονότων έδωσε επίσης αφορμή για περιστασιακές αποδημίες. Κάτοικοι του Τσεσμέ κατευθύνθηκαν προς τις Κυκλάδες, κυρίως προς τη Σύρο, μετά την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη το 1822. Κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν μετά το 1829.
Παρατηρήθηκε επίσης η αντίστροφη κίνηση, από περιοχές της κυρίως Ελλάδας προς τη Μικρά Ασία, δεν πήρε όμως μεγάλη έκταση. Πρόκειται κυρίως για Πελοποννήσιους που κατέφυγαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας μετά την εισβολή του Ιμπραήμ. Προηγουμένως, κάτοικοι της Χίου είχαν περάσει στα Αλάτσατα, μετά την καταστολή της επανάστασης στο νησί.
Υποδοχή των προσφύγων και συμμετοχή στην επανάσταση
Σε πρώτη φάση πολλοί κατέφυγαν στη Σάμο και στα Ψαρά, από όπου αρκετοί μεταφέρθηκαν σε άλλα νησιά του Αιγαίου και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν για την υποδοχή των προσφύγων, οι συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν ήταν πάντα οι αναμενόμενες. Αυτό αποδεικνύεται από αναφορά του Υπουργείου Εσωτερικών της 8ης Μαΐου 1822 προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, του σώματος που ασκούσε την εκτελεστική εξουσία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η αναφορά αφορά πρόσφυγες από το Αϊβαλί που είχαν καταφύγει στην Αίγινα. Σε αυτήν προτείνεται η απαλλαγή τους από οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση.
Παρόμοιες πληροφορίες υπάρχουν και για την αντιμετώπιση των προσφύγων στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου.Στις συνθήκες που αντιμετώπισαν πρέπει να αποδοθεί και η κίνηση προσφύγων από το Αϊβαλί που είχαν εγκατασταθεί στη Σύρο και στη Μύκονο, οι οποίοι το 1823 έστειλαν αναφορές στο σουλτάνο ζητώντας να τους επιτρέψει να επιστρέψουν στην οθωμανική επικράτεια, με αποτέλεσμα να συλληφθούν από τον έπαρχο Μυκόνου και Σύρου.
Αρκετοί Μικρασιάτες έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση και συνέβαλαν σημαντικά στη συγκρότηση του πρώτου πυρήνα του τακτικού στρατού. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και έποικοι που είχαν έρθει στη Μικρά Ασία από την Πελοπόννησο.
3. Προσπάθειες για μόνιμη εγκατάσταση
Την 1η Μαΐου 1827 υποβλήθηκε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση αναφορά 283 προσφύγων που κατάγονταν από τη Σμύρνη και είχαν συγκεντρωθεί στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, με την οποία ζητούσαν να τους επιτραπεί η συμμετοχή στις εργασίες της Εθνοσυνέλευσης μέσω αντιπροσώπου. Ζητούσαν επίσης να τους επιτραπεί να ιδρύσουν οικισμό όπου θα συγκεντρώνονταν οι οικογένειες των Σμυρνιών προσφύγων. Με ψήφισμα της 5ης Μαΐου 1827 εγκρίθηκε μόνο το δεύτερο αίτημά τους. Ο οικισμός θα ιδρυόταν στην περιοχή του ισθμού της Κορίνθου. Επίσης, την 1η Μαΐου 1827 υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση πρόταση να επιτρέψει στους πρόσφυγες από το Αϊβαλί, αλλά και στους υπόλοιπους, οι πόλεις των οποίων είχαν καταστραφεί, να ιδρύσουν νέους οικισμούς και να εγκατασταθούν σε αυτούς. Η πρόταση έγινε δεκτή και την 5η Μαΐου 1827 εκδόθηκε σχετική διακήρυξη με την οποία προσκαλούνταν στη χώρα όλοι οι Έλληνες που κατοικούσαν εκτός Ελλάδος ώστε να συνεισφέρουν στην εθνική προσπάθεια. Σε όλους αυτούς παρεχόταν το δικαίωμα να χτίσουν ξεχωριστούς οικισμούς. Εκτός των άλλων, η απόφαση στόχευε και στην ανακοπή του ρεύματος επιστροφής των απογοητευμένων προσφύγων, κυρίως των προερχόμενων από το Αϊβαλί, στους τόπους καταγωγής τους.
Τελικά όμως και οι δύο κινήσεις, των Σμυρνιών και των Αϊβαλιωτών, απέτυχαν. Η άρνηση της Δ΄ Εθνοσυνέλευσης στις 16 Ιουλίου 1829 να επιτρέψει τη συμμετοχή εκπροσώπου των Αϊβαλιωτών και των Μοσχονησιωτών, οι οποίοι προηγουμένως είχαν συγκροτήσει και κοινοτικό σώμα (δημογεροντία) με έδρα την Ερμούπολη, έδωσε νέα ώθηση στην τάση των συγκεκριμένων προσφύγων για επιστροφή στους τόπους καταγωγής τους, η οποία είχε εκδηλωθεί ήδη από το 1824.
Καταπληκτικό ντοκιμαντέρ γενικά για την επανάσταση του 1821
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Αυτή η εισαγωγή θα μπορούσε να μας δώσει συνδυασμό με τον πίνακα της σελίδας 146 καθότι μέσα από αυτό το κείμενο αιτιολογούνται οι μετακινήσεις πληθυσμών που παρουσιάζονται στον πίνακα.
Ας ξεκινήσουμε με την Ανατολική Ρωμυλία λοιπόν. Έχουμε 1906. Ο ελληνικός ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία έχει επικρατήσει. Οι Βούλγαροι εξαπολύουν στη συνέχεια συμμορίες κατά Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία ενώ τον Ιούνιο επέδραμαν στη Φιλιππούπολη, Αγχίαλο και Βάρνα. Ακολουθούν σφαγές πυρπολήσεις και διωγμός Ελλήνων. Η Ελλάδα ξεκινά επίσημα, (πρώτη βαλκανική Χώρα), προγράμματα στρατιωτικού εξοπλισμού και εκπαίδευσης.
Πιο συγκεκριμένα όμως για την εν λόγω περιοχή, η ανατολική Ρωμυλία ή Βόρειος Θράκη ενσωματωμένη σήμερα στη Βουλγαρία, αποτελεί το Βόρειο τμήμα της μιας ενιαίας Θράκης όπως ήταν αυτή ορισμένη γεωγραφικά και όπως καθορίζεται στους διεθνείς χάρτες μέχρι σήμερα.
Η Ανατολική Ρωμυλία παραμένει αμιγώς Ελληνική κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, ακμάζει κατά την εποχή του Βυζαντίου ενώ παραμένει αναλλοίωτη κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Κατά την εθνεγερσία του 1821, η συμμετοχή των Ανατολικορωμυλιωτών ήταν ευρύτατη. Ο Αντώνιος Κομιτζόπουλος από την Φιλιππούπολη ήταν ένας από τους οκτώ πρώτους Φιλικούς.
Η οικογένεια Κουμπάρη από την Μεσημβρία ανέπτυξε δραστηριότητα στις γραμμές της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό. Στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη συμμετείχαν Ανατολικορωμυλιώτες.
Ο Μητροπολίτης Αγχιάλου Ευγένιος Καραβίας απαγχονίστηκε στην Κων/λη μαζί με τον Γρηγόριο Ε’ και τους Μητροπολίτες Εφέσου και Νικομήδειας, το Πάσχα του 1821.
Στο συνέδριο του Βερολίνου (1876) η Ανατολική Ρωμυλία καθίσταται <<Αυτόνομη υπό την άμεση πολιτική και στρατιωτική εξουσία του Σουλτάνου>>. Ο κυβερνήτης θα είναι χριστιανός (όχι απαραίτητα Βούλγαρος) και θα εκλέγεται από την Πύλη με τη συγκατάθεση ων Μεγάλων Δυνάμεων.
Το 1885 οι Βούλγαροι με πραξικόπημα κηρύσσουν την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με την Βουλγαρία.
Από το 1885μέχρι και το 1906 ακολούθησαν φοβεροί διωγμοί και σφαγές των Ελλήνων. Τα δύσκολα χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να έρθουν ως πρόσφυγες στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Με την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδος-Βουλγαρίας διαπιστώθηκε ότι σε όλες σχεδόν τις περιοχές της γειτονικής χώρας υπάρχουν Έλληνες οι οποίοι παρέμειναν εκεί και κατόρθωσαν παρά τις τεράστιες δυσκολίες να διατηρήσουν μέσα τους την ελληνική συνείδηση.
Όσο για το Κουτσοβλαχικό ζήτημα..Σημαντικό κομμάτι στην ιστορία των Βλάχων αποτελεί το κουτσοβλαχικό ζήτημα που δημιουργήθηκε από την αλυτρωτική πολιτική της Ρουμανίας, η οποία έδρασε με συστηματικό τρόπο και για πολλές δεκαετίες στους τόπους όπου κατοικούσαν Βλάχοι. Ήδη από το 1895, το ρουμανικό κόμμα στη Σαμαρίνα είχε πετύχει να εξασφαλίσει κοινοτικά δικαιώματα από τις επαρχιακές αρχές, παρά το γεγονός ότι οι Βλάχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόλις το 1905 αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστή εθνότητα από την Υψηλή Πύλη. Αναφέροντας ενδεικτικά, στα τέλη του 19ου αιώνα στη Σαμαρίνα υπερίσχυε το ελληνικό κόμμα, στην Αβδέλλα και στο Περιβόλι το βλάχικο, ενώ στη Σμίξη το βλάχικο κίνημα δεν βρήκε καθόλου έδαφος. Στις βλάχικες κοινότητες της οθωμανικής επικράτειας στις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσαν 7 ρουμανικά γυμνάσια και 113 δημοτικά, τα οποία διατηρήθηκαν ως το 1940, 25 ρουμανικές εκκλησίες και 2 μητροπόλεις στο Μοναστήρι και στα Γιάννενα.
Ακολουθούν δύο θρίαμβοι της ρουμανικής πολιτικής: Το 1905 αναγνωρίζεται ρουμανική εθνότητα των ορθόδοξων Βλάχων με έκδοση Ιραντέ από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ, ενώ το 1913, με επιστολή του Ελ. Βενιζέλου προς τον πρωθυπουργό Τάκε Μαγιορέσκο, η Ελλάδα δεσμεύεται να δώσει αυτονομία στις κουτσοβλαχικές σχολές και εκκλησίες, καθώς και να επιτρέψει τη σύσταση επισκοπής για τους Κουτσόβλαχους με τη ρουμανική κυβέρνηση να μπορεί να επιχορηγεί κάτω από την επίβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης τα ιδρύματα αυτά. Στην ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1905-1908) οι ρουμανίζοντες Βλάχοι συμμάχησαν με τους Μακεδόνες αυτονομιστές κατά των ελληνικών ένοπλων ομάδων. Αναζωπύρωση του θέματος έχουμε στη διάρκεια της Κατοχής καθώς μερίδα των ρουμανιζόντων Βλάχων, με ηγέτη τον Αλκιβιάδη Διαμάντη από τη Σαμαρίνα, συνεργάστηκε με τους Ιταλούς με σκοπό την ίδρυση μιας αυτόνομης βλαχικής περιοχής στην Ελλάδα, του «Πριγκιπάτου της Πίνδου», ιδέα που είχε συλληφθεί από την εποχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Η προσπάθεια επάνδρωσης της λεγόμενης «Λεγεώνας της Πίνδου», προς ενίσχυση των Ιταλών, δεν βρήκε την αναμενόμενη υποστήριξη, παρά μόνο στους φτωχούς κτηνοτρόφους που ήταν ευάλωτοι σε οικονομικές πιέσεις, ενώ οι Λεγεωνάριοι (μαζί με οπαδούς τους) που έγιναν μισητοί σε ελληνόφωνους και βλαχόφωνους της περιοχής λόγω της συμμετοχής τους σε λεηλασίες, αναγκάστηκαν σύντομα να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος, που ήδη προσπαθούσε να αμβλύνει τις συνέπειες από τη συμφωνία του 1913, προχώρησε το 1945 στην κατάργηση των μειονοτικών δικαιωμάτων των Βλάχων (είχε προηγηθεί η προσχώρηση της Ρουμανίας στο ανατολικό μπλοκ).
Η προαναφερθείσα οδυνηρή κατάσταση προκάλεσε μεταπολεμικά και τη συγγραφή ιστορικών εργασιών για τους Βλάχους που, όμως, αντί να προστρέξουν στα πραγματικά ιστορικά γεγονότα και να αντιμετωπίσουν με νηφάλια ιστορική ματιά τα πράγματα, στρατεύτηκαν στον αγώνα να αποδείξουν την ελληνική καταγωγή των Βλάχων από την εποχή του Μεσαίωνα, συζήτηση που μας οδηγεί στις ολοκληρωτικές θεωρίες περί «καθαρότητας» του αίματος και στους εθνικούς μύθους περί ανωτερότητας των λαών.
Τέλος έχουμε τους Έλληνες της περιοχής του Καυκάσου.
Το 1920 οι σοβιετικοί απέγραψαν τον πληθυσμό της Ρωσίας, ο οποίος αριθμούσε 134,2 εκατομμύρια. Οι Έλληνες υπολογίστηκαν σε 203.050 άτομα. Κατανέμονταν δε ως εξής:
Στην Ουκρανία 103.968 (στο Ντονιέτσκ 96.803, στην Οδησσό 5.444, στο Κίεβο 358 κ.λπ.)
Στην Κριμαία 23.848
Στην περιοχή Κουμπάν και Μαύρης Θάλασσας 65.285 (Σταυρούπολη 3.502 κ.λπ)
Στην ευρωπαϊκή Ρωσία 25.064, (Μόσχα 344, Πετρούπολη 304 κ.λπ.),
Στη Σιβηρία 187
Στην Κιργιζία 344 κ.λπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου