Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ 4 Η οργάνωση της Κρητικής Πολιτείας

Το κεφάλαιο της Κρητικής ιστορίας δυστυχώς περιλαμβάνει μόνο μια ενότητα, αυτήν της ένωσης της Κρήτης με την Έλλάδα.
Είπαμε όμως, δε χρειάζεται να παραμορφωθούμε !
Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά τι συμβαίνει στο κρητικό ζήτημα για να πάρουμε μια εικόνα δίνοντας όμως έμφαση στον πρίγκιπα Γεώργιο.


Ο Βασιλόπαις Γεώργιος (* 24 Ιουνίου 1869, Κέρκυρα - † 25 Νοεμβρίου 1957, St Cloud, Γαλλία) ήταν πρίγκιπας της Ελλάδας και της Δανίας, Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας από το 1898 έως το 1906. Ήταν δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄ της Ελλάδας και της Μεγάλης Δούκισσας Όλγας Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας. Υπήρξε ο μοναδικός στην παγκόσμια ιστορία αξιωματούχος που έφερε ταυτόχρονα το βαθμό του ναυάρχου τριών στόλων, της Ρωσίας, της Ελλάδας και της Δανίας.


Το 1887 έγινε τελετή ενηλικίωσής του στην Αθήνα κατά την οποία έλαβε τον τίτλο «Δούκας της Σπάρτης». Μετά τις πρώτες εγκύκλιες σπουδές, που έλαβε κατ' οίκον, μετέβη στη Δανία όπου και σπούδασε στη Βασιλική Ναυτική Σχολή της Κοπεγχάγης. Αποφοιτώντας επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο Βασιλικό Ναυτικό, γενόμενος ταυτόχρονα υπασπιστής του Βασιλιά Γεωργίου Α΄. Κατά την περίοδο εκείνη, συνοδεύοντας τον διάδοχο της Ρωσίας και μετέπειτα Αυτοκράτορα Νικόλαο Β' σε περίπλου της γης, όταν βρίσκονταν στην Ιαπωνία σε γενόμενη απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του Νικολάου από κάποιο φανατικό Ιάπωνα, ο πρίγκιπας Γεώργιος πρόλαβε και απέκρουσε αυτόν έγκαιρα, σώζοντας τον Νικόλαο. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Τσάρος της Ρωσίας απέδωσε στον Γεώργιο τον βαθμό του ναυάρχου του ρωσικού στόλου με τα διασήματα αυτού.
Το 1897 ο Πρίγκιπας Γεώργιος ήταν διοικητής του ελληνικού τορπιλικού στόλου με τον οποίο και συμμετείχε στον αποκλεισμό της Κρήτης, κατ' εντολή της ελληνικής κυβέρνησης του Θ. Δηλιγιάννη

Ένα χρόνο μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, που ακολούθησε, που μπορεί να χαρακτηρίστηκε ατυχής, πλην όμως υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός για τη μετέπειτα στρατιωτική αναδιοργάνωση της Ελλάδας, οι Μεγάλες Δυνάμεις: (Αγγλία, Αυστρουγγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ρωσία), ανάγκασαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να εγκαταλείψει την Κρήτη, δημιουργώντας υπό την προστασία τους ένα αυτόνομο κατ' εντολή κράτος, την Κρητική Πολιτεία, υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, όπου ως Ύπατο Αρμοστή (γενικό διοικητή) εγκατέστησαν κατόπιν προτροπής της Ρωσίας τον πρίγκιπα Γεώργιο.
Ως Αρμοστής εξέδωσε σύνταγμα, και όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς. Το 1899 οργάνωσε την Κρητική Χωροφυλακή. Οι απολυταρχικές του αντιλήψεις τον έφεραν σε σύγκρουση με τον πολιτικό και πρωταγωνιστή της επανάστασης Ελευθέριο Βενιζέλο αλλά και με μεγάλο μέρος του λαού της Κρήτης. Η σύγκρουση κορυφώθηκε με την επανάσταση του Θερίσου το 1905, κατά την οποία η Κρητική Χωροφυλακή του έμεινε πιστή, αλλά χρειάστηκε να ζητήσει και την στρατιωτική συνδρομή των ξένων δυνάμεων. Για την αντιμετώπιση της κρίσης οι Μεγάλες Δυνάμεις έστειλαν στην Κρήτη ειδική εξεταστική επιτροπή. Ο Γεώργιος θεωρώντας πως μ' αυτήν τους την ενέργεια οι Δυνάμεις τον έθιγαν προσωπικά παραιτήθηκε του αξιώματός του τον Σεπτέμβριο του 1906. Μετά την άφιξη του αντικαταστάτη του, Αλέξανδρου Ζαΐμη, αναχώρησε για την Αθήνα. Το επόμενο χρόνο η Κρητική Συνέλευση ανακήρυξε την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, που πραγματοποιήθηκε επίσημα το 1913. Το 1907 νυμφέφθηκε την Πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη. Μετά την επανάσταση στο Γουδί το 1909 ο πρίγκιπας Γεώργιος εγκαταστάθηκε στη Γαλλία χωρίς να πάψει να επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα.
Μετά τον θάνατό του η σορός του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, όπου και ετάφη στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι.
Η Γεωργιούπολη, ένα παραλιακό θέρετρο ανάμεσα στα Χανιά και το Ρέθυμνο, ονομάστηκε προς τιμήν του.

Πιο συγκεκριμένα για αυτό το κεφάλαιο έχουμε να πούμε τα εξής ...
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.
Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Οθωμανοί πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον γιό του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄, τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου και θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του ελληνικού και του τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού.
Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από την οθωμανική διοίκηση, ξεσηκώθηκαν. Οι χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας. Οι μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στις πόλεις και την ύπαιθρο έλεγχαν οι χριστιανοί επαναστάτες. Οι σφαγές των μουσουλμάνων της Σητείας και του Σέλινου καθώς και η σφαγή των χριστιανών του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898 που έκαναν οι μουσουλμάνοι, οδήγησαν στην αποχώρηση των Οθωμανών από το νησί, στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και στην εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή της Κρήτης.

Πάμε τώρα στην φρενίτιδα.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη ρωσική ναυαρχίδα "Νικόλαος Α΄", συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχτηκαν στη Σούδα οι ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο, και ο ενθουσιώδης κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των ναυάρχων, ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της κρητικής σημαίας.



Σε σύντομο διάστημα ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 χριστιανούς και 4 μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές των πληρεξουσίων. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως που αποτελείτο από 138 χριστιανούς και 50 μουσουλμάνους. Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Σφακιανάκη, ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας. Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 15 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς συνιστώμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας. Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε.


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟΣΟ ΑΔΟΞΑ

Αν ξεπροβόδιζες από το σπίτι σου έναν υγιή άνθρωπο κάποιο βράδυ και το επόμενο βράδυ μάθαινες πως αυτός ο άνθρωπος έφυγε από τη ζωή για λόγους υγείας που τελικά όμως έμειναν ανεξακρίβωτοι από τη νεκροψία πώς άραγε να ένοιωθες;
Και αν μπορούσες να έπαιρνες μια άτυπη συνέντευξη από αυτό τον άνθρωπο που τόσο άδοξα έφυγε ,τι άραγε θα τον ρώταγες;
Θα του έλεγες ίσως όσα δεν πρόλαβες να πεις όσο ζούσε; Θα προσπαθούσες να καλύψεις αυτά που εμείς οι θνητοί στην καθημερινότητα μας θεωρούμε σοβαρά και αναλώνουμε τόνους σάλιου για να περιγράψουμε;Θα του έλεγες πόσο μεγάλο κενό αφήνει στις καρδιές όσων διασταυρώθηκαν μαζί του;Θα αποκάλυπτες πόσο εύκολα και σύντομα είχε κατακτήσει τις καρδιές όλων μας χωρίς μάλιστα να το επιδιώξει;



Αναφέρομαι στη Γωγώ
Τη Γωγώ που η σύμπτωση και η ευτυχής συγκυρία έφερε στο δρόμο μου για να κρατάει τα παιδιά μας όταν εμείς οι γονείς τους λείπαμε από το σπίτι.
Μιλάω για έναν άνθρωπο που ήταν πάντα δίπλα στους άλλους ,που ποτέ δεν αρνήθηκε τίποτα σε κανέναν ,που ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη ενώ η μοίρα δεν την είχε προετοιμάσει για κάτι αντίστοιχο αφού της είχε στερήσει ήδη το ένα από τα δύο παιδιά της.
Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έφυγε από τη ζωή γιατί το ασθενοφόρο που κλήθηκε να του παράσχει βοήθεια είχε τον απινιδωτή του εκτός λειτουργίας . Αυτός ο άνθρωπος έφυγε ως παράπλευρη απώλεια σε έναν πόλεμο που ποτέ δεν κηρύχτηκε ,αλλά που καθημερινά εισπράτει έναν τεράστιο φόρο από ανθρώπινες ζωές .Ζωές που είχαν την ψευδαίσθηση να νομίσουν ότι υπάρχει μια κοινωνική θωράκιση που θα μεριμνήσει γι αυτές αν ποτέ χρειαστεί.
Είμαι οργισμένος και δεν μπορώ να δομήσω ένα κείμενο με νηφαλιότητα. Αισθάνομαι το κενό τεράστιο ,σίγουρα οι κόρες μου θα το αισθανθούν ακόμη περισσότερο και βέβαια δεν έχω τη δυνατότητα να χωρέσω μέσα στο μυαλό μου τα αναπάντητα "γιατί ;" που θα συσσωρεύονται στο μυαλό του παιδιού της που έμεινε πίσω να τη θυμάται και να ελπίζει πως ίσως το κοιτάζει από εκει ψηλά.
Όταν η θρησκεία μας μιλάει για τον πλησίον έναν τέτοιο τύπο ανθρώπου πρέπει να εννοεί.Έναν άνθρωπο με μεγαλείο ψυχής που δε χρειάζεται να έχει φοιτήσει σε κανένα πανεπιστήμιο για να κατακτήσει αυτά που εμείς οι υπόλοιποι αποκαλούμε πανανθρώπινες αξίες χωρίς όμως συναίσθηση του μεγέθους της έννοιας.
Κλείνω με μία αναφορά με μια περιγραφή όπως περίπου το θυμάμαι από το 1984 του George Orwell.
"O Smith άκουσε μια γυναικεία φωνή κάτω από την αυλή. Κάποια τραγουδούσε . Ήταν μια νοικοκυρά που άπλωνε τη μπουγάδα της. Ήταν παχουλή ,μέσης ηλικίας φτωχή και μέσα στα βάσανα της ζωής της είχε τη δύναμη και τραγουδούσε . Ο Σμιθ σκέφτηκε πως ήταν όμορφη. Σκέφτηκε πως όποιος άνθρωπος έχει τη δύναμη να τραγουδά παρά τα βάσανά του είναι όμορφος."
Κάποτε πίστευα πως μόνο τη μητέρα μου θα μπορούσα να ταυτίσω με αυτό το μοντέλο ανθρώπου. Είχα λάθος.
Το έμαθα όμως με πολύ μεγάλο τίμημα.
Αντίο Γωγώ και ευχαριστώ που μας θύμισες έστω και για λίγο τι σημαίνει "Άνθρωπος".


Το είχαν γράψει οι Aphrodite's child για ένα φίλο που έφυγε.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ 3 . Η ενσωμάτωση των προσφύγων, Οι επιπτώσεις από την άφιξη των προσφύγων.

Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο έχουμε μία συνόψιση του προσφυγικού ζητήματος και ένα αγαπημένο θέμα της επιτροπής εξετάσεων, αφού κάθε δύο χρόνια κατά προσέγγιση εμφανίζεται θέμα από εδώ.
Ας το δούμε λοιπόν.
Το 1923 ιδρύθηκε αυτόνομος οργανισμός με την επωνυμία «Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ)», με έδρα την Αθήνα υπό την εποπτεία της ΚτΕ και υπό την προεδρία του Αμερικανού διπλωμάτη Ερρίκου Μοργκεντάου με τετραμελές συμβούλιο, και με σκοπό την οριστική στέγαση και την απασχόληση των προσφύγων. Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, συνεισέφεραν ιδιωτικές οργανώσεις και βοήθησαν οργανισμοί όπως ο Βρετανικός Ερυθρός Σταυρός, ο Σουηδικός Ερυθρός Σταυρός, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, η YMCA κ.ά.
Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους, περιφερόμενοι σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης από τις αστικές προς τις αγροτικές περιοχές και τανάπαλιν, παρά τις επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων για αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Η ίδια η ΕΑΠ φρόντισε ώστε οι αστοί στην πλειοψηφία τους πρόσφυγες που προέρχονταν από τον ίδιο οικισμό ή ευρύτερη περιοχή να εγκαθίστανται μαζί στο ελληνικό έδαφος ως μικροϊδιοκτήτες και συνεπώς αρνητές του κομμουνιστικού κινδύνου, έτσι όπως τον έβλεπε ο παρεμβατισμός της Κοινωνίας των Εθνών στο έργο της ΕΑΠ και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η προσπάθεια μαζικής μετακίνησης προσφυγικών πληθυσμών στη μακεδονική γη πέραν της αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής εξυπηρέτησε και τον πολιτικό στόχο της αντικατάστασης των σλαβόφωνων, που μετανάστευαν αναγκαστικά είτε προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε προς τις χώρες του Νέου Κόσμου.


Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, σε παράγκες, σε σκηνές, σε χαμόσπιτα και σε καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, σε οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Φαίνεται λογικό, λοιπόν, το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Δεδομένης της προσμονής εκμετάλλευσης των γαιών από τους ντόπιους πληθυσμούς, της υπερπροσφοράς εργασίας και των προσπαθειών του κεφαλαίου να την εκμεταλλευτεί, όπως επίσης και των συχνών επιτάξεων κατοικιών, οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν εχθρικά τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές. Στον αντίποδα πιθανώς βρίσκεται η βοήθεια μερίδας ντόπιων κατοίκων και πολλοί ιδιωτών, οι οποίοι πρόσφεραν ατομικά ή οργανωμένα με τη διενέργεια εράνων, την οργάνωση πρόχειρων συσσιτίων, τη διανομή ψωμιού, την παροχή ρουχισμού, φαρμάκων κ.α..
Η συμβολή στην οικονομία

Οι επιδράσεις του προσφυγικού εποικισμού στη Μακεδονία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της αξιοποίησης του επαγγελματικού δυναμικού των προσφύγων. Οι πρόσφυγες προβαίνουν στην εκτέλεση μεγάλων έργων, ανοίγουν δρόμους, κατασκευάζουν γέφυρες, εκτελούν μεγάλα λιμενικά έργα, εγγειοβελτιωτικά και αρδευτικά έργα, κυρίως σε τρεις περιοχές, στις πεδιάδες των Σερρών, της Δράμας και της Θεσσαλονίκης. Διευθετούν τις κοίτες χειμάρρων και των μεγάλων ποταμών, όπως του Αξιού, του Στρυμόνα, αποξηραίνουν λίμνες, όπως του Αχινού, Γιανιτσών, Αρτζάν, Αματόβου και παραδίδουν τις γαίες σε ακτήμονες πρόσφυγες και γηγενείς..


Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Πέραν τούτου, η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε επίσης μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η τεράστια προσπάθεια για την εγκατάστασή τους στους αστικούς και αγροτικούς χώρους λειτούργησε ταυτόχρονα και ως ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών. Σε αυτό το στενό εννοιολογικό πλαίσιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών επέφερε διαρκή τόνωση της αγοράς.
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές. Δεδομένης της υποχρέωσης της ελληνικής κυβέρνησης (Πρωτόκολλο της 29/9/23) να μεταβιβάσει περίπου 5.000.000 στρ. γης στην ΕΑΠ και της προσωρινής αδυναμίας της να εκποιήσει τα μουσουλμανικά τσιφλίκια, η αναδιανομή γαιών έγινε σταδιακά και με συνεχείς διαβουλεύσεις. Τα μουσουλμανικά εδάφη που αποδόθηκαν, περίπου 3.500.000 στρ., στην ΕΑΠ για την αποκατάσταση ακτημόνων προσφύγων θεωρείται πως συνέβαλαν αποφασιστικά στην ομογενοποίηση της εθνικής ταυτότητας του προσφυγικού αγροτικού πληθυσμού, τον οποίο μετέτρεψε σε κοινωνό της εθνικής κοινότητας.
Γενική συνέπεια από την εγκατάσταση των προσφύγων και τη διανομή των μεγάλων αγροκτημάτων στους άμεσους καλλιεργητές ήταν η κινητοποίηση των εγχώριων πόρων για την εκβιομηχάνιση, με βάση την εσωτερική αγορά αλλά και την περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς εργασίας. Η προσπάθεια στο σύνολό της θεωρήθηκε τόσο σημαντική ώστε προκάλεσε την εισροή και ξένων κεφαλαίων, αγγλικών και αμερικανικών, που επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της οικονομικής συγκυρίας, κυρίως σε εισαγωγές που ελέγχονταν από την ΕΑΠ και συνήθως δεν απευθύνονταν σε Έλληνες παραγωγούς].
Κλάδοι παραγωγής

Ο κλάδος που απεικονίζει την επίδραση των προσφύγων στον μεταποιητικό τομέα ήταν η ταπητουργία, κλάδος άγνωστος στην Ελλάδα πριν από τον ερχομό των προσφύγων. Πέραν της ταπητουργίας σημαντικές εξελίξεις παρατηρήθηκαν και στους τομείς της εκβιομηχάνισης μετά το 1927 και της κλωστοϋφαντουργίας, στην οποία απασχολήθηκε σημαντικός αριθμός προσφύγων όσο η ελάχιστη διάρκεια εργασίας ξεπερνούσε το δεκάωρο, Ιδρύθηκε εργοστάσιο κοπής και ραφής, που κρίθηκε απαραίτητο μετά τη σύμβαση της εταιρείας με το Δημόσιο. Οι αλυσιδωτές επενδύσεις οδήγησαν στην ίδρυση εργοστασίου ξυλουργείου, μηχανουργείου και σιδηρουργείου για τις ανάγκες των επιχειρήσεων

Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε την ελληνική οικονομία, αν και όχι τους ίδιους τους πρόσφυγες –εκτός εκείνων που κατείχαν τις δυνατότητες να συνεχίσουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα. Πέραν της κινητής περιουσίας που μετέφεραν στην Ελλάδα, λειτούργησαν και ως νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής. Υπήρξε μεγάλη αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης, προς όφελος του κεφαλαίου, εγχώριου και διεθνούς. Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός ως στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφ´ετέρου λειτούργησαν μακροπρόθεσμα ως προσοδοφόροι τομείς για ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες.Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία και οι οικοδομές αναπτύχθηκαν με ρυθμούς ταχύτερους απ' ό,τι άλλοι.
Ο πολιτισμός των προσφύγων

Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέικου με το ρεμπέτικο. Η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία.

http://mardakis.blogspot.gr/2014/02/3_19.html
Ο Στρατής Δούκας
ποφοίτησε από το γυμνάσιο Κυδωνιών (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας και στη συνέχεια φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά διέκοψε τις σπουδές του εξαιτίας της κήρυξης του Α΄Παγκοσμίου πολέμου. Μετά το κίνημα της Θεσσαλονίκης 1916 υπηρέτησε ως εθελοντής στην Εθνική Άμυνα. Πήρε μέρος στις μάχες του μακεδονικού μετώπου και της Μικράς Ασίας, όπου τραυματίστηκε. Για την πολεμική του δράση τιμήθηκε με το αριστείο ανδρείας. Το σημαντικότερο βιβλίο του η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (1929).
Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την αποστράτευσή του 1923, ενδιαφέρθηκε για τη μεταφύτευση στην Ελλάδα των ανατολίτικων βιοτεχνιών και, συγκεκριμένα, της αγγειοπλαστικής της Κιουτάχειας και της ανατολίτικης ταπητουργίας. Παράλληλα έχοντας συνάψει φιλικές σχέσεις με πολλούς καλλιτέχνες και ιδιαίτερα με τους Φώτη Κόντογλου, Παπαλουκά και Γιαννούλη Χαλεπά, άρχισε να ενδιαφέρεται ζωηρά για τη ζωγραφική. Ωστόσο το το ζωγραφικό έργο του ήταν μικρό και δεν τον κατατάσσει στους σημαντικούς ζωγράφους. Στο 1929 ο Δούκας εξέδωσε την Ιστορία ενός αιχμαλώτου, ένα είδος αφηγήματος- ντοκουμέντου, με το οποίο αναγνωρίστηκε αμέσως ως ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του.

Ο Ηλίας Βενέζης

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας στις 4 Μαρτίου 1904, σύμφωνα με αυτοβιογραφικό του σημείωμα, σύμφωνα όμως με άλλες πληροφορίες από επίσημα έγγραφα πρέπει να είχε γεννηθεί το 1898. Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και εστάλη στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του από τα εργατικά τάγματα περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, Το νούμερο 31328.
Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι "του έμαθε πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι". Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.
Στη Μυτιλήνη εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος και το 1932 πήρε μετάθεση και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Διώχθηκε για τις πολιτικές του ιδέες από τον νόμο του "Ιδιωνύμου", από τη δικτατορία του Μεταξά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνελήφθη με την κατηγορία ότι σε συγκέντρωση του προσωπικού της Τράπεζας είχε μιλήσει για ελευθερία. Φυλακίστηκε στο "Μπλοκ C" των φυλακών Αβέρωφ και η εκτέλεσή του απετράπη έπειτα από αντιδράσεις του πνευματικού κόσμου.
Μετά τον πόλεμο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην πνευματική ζωή της χώρας με επίσημες θέσεις όπως του Διευθύνοντος συμβούλου του Εθνικού Θεάτρου, Αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το 1957 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Παράλληλα το έργο του γνώριζε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα με συνεχείς επανεκδόσεις και στο εξωτερικό με πολλές μεταφράσεις.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του (1971-1973) υπέφερε από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 1973 στην Αθήνα, από καρκίνο του λάρυγγα. Κηδεύτηκε και τάφηκε στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου.

Ο Γιώργος Σεφέρης

Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, στη μικρασιατική, ελληνική πέρα ως πέρα μεγαλούπολη. Οι Σεφεριάδηδες έφυγαν το 1914 για την Αθήνα, όπου ο ποιητής τελείωσε το γυμνάσιο και εξακολούθησε τις νομικές του σπουδές στο Παρίσι (1918-24). Τα γόνιμα χρόνια λοιπόν, από τα 18 ως τα 25 του, τα ζει σε άμεση επαφή με τα πνευματικά και ποιητικά ρεύματα που αλλάζουν την υφή της λογοτεχνίας στα χρόνια αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Εκεί τον φτάνει και ο αντίχτυπος της Μικρασιατικής καταστροφής ( και της καταστροφής της Σμύρνης, της γενέθλιας πόλης του), και η μνήμη αυτή θα μείνει έμμονα ριζωμένη μέσα του. Ακολουθάει το διπλωματικό στάδιο και εργάζεται σαν Ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, Πρόξενος, Πρέσβης, Σύμβουλος πρεσβειών, Διευθυντής Τύπου, κ.λ.π. Το1963 Τιμήθηκε με το βραβείο NOBEL Λογοτεχνίας. Ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή " του εναντίον της δικτατορίας.
Ο Σεφέρης δεν είναι εύκολος ποιητής αλλά δεν είναι σκοτεινός. Η γλώσσα που μιλά είναι δύσκολη , στη γλώσσα όμως αυτή η φωνή του είναι καθαρή και απερίφραστη. Εχεις την εντύπωση πως πέτυχε την καίρια έκφραση, που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Αυτό είναι το πιο αξιοαγάπητο στην ποίησή του, η απλότητα που φτάνει στη θερμότητα μιας εξομολόγησης. Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι βέβαια χαρούμενη. Είναι απαισιόδοξη και μελαγχολική. Εχει τη θλίψη του ανθρώπου που συλλογίζεται πολύ πάνω στα ανθρώπινα, κι ακόμα του Ελληνα με το κατακάθι της πίκρας από τη σκλαβιά και τις εθνικές περιπέτειες. Ωστόσο η διάθεση αυτή δεν οδηγεί στην άρνηση ή στην καταστροφή. Από την άλλη πλευρά του σκοταδιού είναι το φως, μαύρο και αγγελικό, " από το μέρος του ήλιου" στο κάστρο της Ασίνης θα ανεβεί στο τέλος "ασπιδοφόρος ο ήλιος πολεμώντας". Κάτω από την άρνηση υπάρχει μια πίστη που προστατεύει από την απελπισία, και μια στιβαρή αίσθηση των πραγμάτων που προφυλάσσει από τη διάλυση και το μηδενισμό.

Πέθανε το Σεπτέμβριο του 1971

Ο Γιώργος Θεοτοκάς

Ο Γιώργος Θεοτοκάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του, Ανδρονίκη και Μιχάλης κατάγονταν από τη Χίο. Φοίτησε στο Ελληνογαλλικό Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922, η οικογένεια Θεοτοκά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα ο Θεοτοκάς φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1927. Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι και στο Λονδίνο για να ικανοποιήσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις: σπουδάζει νομικά, ιστορία, φιλοσοφία. Επέστρεψε λίγο αργότερα στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος. Παράλληλα, δραστηριοποιήθηκε έντονα στον πνευματικό χώρο: Το 1929 εξέδωσε το δοκίμιό του Ελεύθερο Πνεύμα, που εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε ως "μανιφέστο" της Γενιάς του '30 και συνεργαζόταν με λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ το 1933 κυκλοφόρησε το πρώτο λογοτεχνικό του έργο, το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Αργώ.
Η Ακαδημία Αθηνών τον βράβευσε με το Bραβείο πεζογραφίας το 1939 για το μυθιστόρημά του Το Δαιμόνιο. Το έργο του διακόπηκε όμως προσωρινά λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940: Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό, όμως δεν πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, παρά τις πολλές προσπάθειές του να σταλεί στην πρώτη γραμμή. Αποπέμπεται και επανακατάσσεται τον Μάρτιο του 1941[1]. Ασχολήθηκε ξανά με τη λογοτεχνία μετά τον πόλεμο. Για την προσφορά του βραβεύτηκε με το κρατικό λογοτεχνικό Bραβείο για το δοκίμιο το 1957 για το έργο του "Τα Προβλήματα του καιρού μας".
Διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου τις περιόδους 1945-1947 και 1952-1953. Ακόμη, υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1961, έτος ίδρυσης του. Εξάλλου, ο Γεώργιος Θεοτοκάς ασχολήθηκε και με την πολιτική. Υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του Νομού Χίου το 1955, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει την εκλογή του.
Μετά από δεκαετή συζυγικό βίο με τη Ναυσικά Στεργίου, χήρεψε το 1959. Το 1966 ξαναπαντρεύτηκε, αυτή τη φορά την Κοραλία Ανδρειάδη. Πέθανε το 1966 στην Αθήνα.

Ο Κοσμάς Πολίτης

Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1888 στην Αθήνα. Ο έμπορος πατέρας του, Λεωνίδας, καταγόταν από τη Μυτιλήνη και η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα: ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια Γαλλίδα δασκάλα και η κατά 18 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του Μαρία. Ως γόνος μεσοαστικής οικογένειας, φοίτησε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή (1900-1904) και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο: εγκατέλειψε τις σπουδές του και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην "Wiener Bank". Το 1918 ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και νυμφεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγρικής καταγωγής. Ένα χρόνο μετά απέκτησαν μια κόρη, τη Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην "Crédit Foncier d' Algérie et de Tunisie" της Σμύρνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά).
Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία ενέργεια για να προβληθεί (Αναγνωστάκη 1992, σ. 254). Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο μυθιστορήματος την επόμενη χρονιά, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα.
Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο).
Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (είχε δημοσιευτεί το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μεταφέρει την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου", ένα γοητευτικό βιβλίο αναμνήσεων αφιερωμένο στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη της εποχής,όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο πριν από την καταστροφή της το 1922 καί για το οποίο πήρε το Α' Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964.
Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Γκρίτση - Μιλιέξ. Ο κλονισμός από το θάνατο της γυναίκας του ήταν μεγάλος, αλλά δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει ένα νέο έργο (Τέρμα), το οποίο δεν ολοκληρώθηκε γραπτώς (ο συγγραφέας όμως είχε συλλάβει όλο το σχέδιο του βιβλίου), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό του από τον Ν. Γ. Πεντζίκη.
Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό όπου και απεβίωσε, στις 23 Φεβρουαρίου.

Ο Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας, ο Ευάγγελος Δαδιώτης, ο Πάνος Βαλσαμάκης και άλλοι εξέχοντες λόγιοι, και εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος· εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.
Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού),[1] ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.
Αντιδρώντας στον εκδυτικισμό αγωνίστηκε για την επαναφορά της παραδοσιακής αγιογραφίας: μαζί με τον Κωστή Μπαστιά και τον Βασίλη Μουστάκη κυκλοφόρησαν το περιοδικό ΄΄Κιβωτός΄΄, όπου με άρθρα και φωτογραφικό υλικό ενίσχυαν τον αγώνα του Κόντογλου. Mια τέτοια προσπάθεια περιέκλειε και κάποια μειονεκτήματα: ο Κόντογλου κουβαλούσε από την περίοδο της μαθητείας του στο Παρίσι την αγάπη των Εμπρεσιονιστών για τις πρωτόγονες τέχνες και επιστρέφοντας στην Ελλάδα μελέτησε και αντέγραψε τα έργα της βυζαντινής ζωγραφικής με τέτοια κριτήρια. Έτσι η βυζαντινή εικόνα έπρεπε να είναι καθαρή και ανόθευτη από κάθε άλλη επίδραση. Ένα πνεύμα στρατεύσεως θα χαρακτηρήσει την δημιουργία του, καθώς «ο ίδιος μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο θα γράψει πως αποφασίζει να αφιερώσει το τάλαντό του στο Χριστό», κάτι που απουσίαζε στους πρώτους Χριστιανούς και τους Βυζαντινούς. Γι΄αυτό και η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον προπολεμικό και τον μεταπολεμικό Κόντογλου.[2] Πριν τον πόλεμο θα εισηγηθεί στον Αναστάσιο Ορλάνδο, Διευθυντή της Υπηρεσίας αναστηλώσεως και συντηρήσεως αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων του Υπουργείου Παιδείας, οι εκκλησίες να χτίζονται και να διακοσμούνται με τοιχογραφίες βυζαντινότροπες[3]
Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Τέλος ο Μανόλης Καλομοίρης


Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1883 από οικογένεια που καταγόταν από τη Σάμο. Σε νεαρή ηλικία βρέθηκε στην Αθήνα όπου μαζί με τις γυμνασιακές του σπουδές ξεκίνησε και συστηματικές σπουδές στο πιάνο. Το 1899 τον βρίσκει στην Κωνσταντινούπολη όπου τελειώνει το γυμνάσιο. Μετά από μια μικρή σύγκρουση με την οικογένειά του (η μητέρα του τον προόριζε για γιατρό) φεύγει για την Βιέννη όπου σπουδάζει πιάνο και ανώτερα θεωρητικά. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του και τον γάμο του με την Χαρίκλεια Παπαμόσχου πηγαίνει στο Χάρκοβο της Ρωσίας (1906-1910) όπου διδάσκει για ένα χρονικό διάστημα μέχρι να πάρει την απόφαση να εγκατασταθεί για πάντα στην Ελλάδα το 1910. Ερχόμενος στην Ελλάδα διορίζεται καθηγητής πιάνου και ανώτερων θεωρητικών στο Ωδείο Αθηνών. Σκοπός του ήταν η δημιουργία μιας "εθνικής σχολής" στα πρότυπα ανάλογων κινημάτων από άλλες χώρες, η οποία θα συνδύαζε τον γερμανικό ρομαντισμό με ελληνικά μοτίβα. Παράλληλα, κατηγορούσε την Επτανησιακή Σχολή για "ιταλισμό" και για μη χρήση ελληνικών θεμάτων, δημιουργώντας ρήξη μεταξύ της Εθνικής και Επτανησιακής Σχολής. Ακολούθησε μια πλούσια μουσική δημιουργία όπου ο Καλομοίρης αντλεί τις εμπνεύσεις του από τη δημοτική νεοελληνική ποίηση κυρίως του Κωστή Παλαμά. Το 1919 ίδρυσε το Ελληνικό Ωδείο που διεύθυνε μέχρι το 1926 όταν ίδρυσε το Εθνικό Ωδείο που διεύθυνε μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του. Επίσης το 1919 διορίσθηκε γενικός Επιθεωρητής, Αρχιμουσικός, σε όλες τις στρατιωτικές μπάντες Αθηνών. Από τότε όμως παράλληλα με τη συνθετική του εργασία αναπτύσσει ένα τεράστιο παιδαγωγικό έργο σφραγίζοντας κάθε πτυχή της μουσικής ζωής του τόπου. Το 1945 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός των άλλων τιμήθηκε και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών (1919). Πέθανε στην Αθήνα το 1962.

Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση κάθε είδους πολιτισμικής δραστηριότητας.


Και ένα δείγμα από τον Καλομοίρη ,για να μην ξανακούσω τις αηδίες πλήρους άγνοιας περί καλομοίρας.


Και ένα οπτικοποιημένο βιογραφικό του Φώτη Κόντογλου

Ωστόσο, παρά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική αναταραχή, παράγονται οι συνθήκες για τη θεμελίωση ενός σύγχρονου ομογενοποιημένου κράτους. Με αφετηρία την επομένη της αναγκαστικής μετανάστευσης, οι πρόσφυγες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη συνδιαμόρφωση του σύγχρονου ελληνισμού. Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, το όφελος υπήρξε σημαντικό. Εκτός της αύξησης της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δύναμης και της διεύρυνσης της εσωτερικής αγοράς, η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης έγιναν στόχοι της κοινωνικής πολιτικής και λειτούργησαν ως προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις, αυξάνοντας ωστόσο, δραστικά τη δύναμη του κεφαλαίου. Οι πρόσφυγες, χωρίς να εκμεταλλευθούν εντέλει προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους –εκτός εξαιρέσεων- έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις. Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνδυαστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ωστόσο, σε τούτη την ψυχρή ιστορική αποτίμηση θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες στη βραχυπρόθεσμη οπτική γωνία της βραχύβιας ανθρώπινης ζωής.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ 3 . Η Ελληνοτουρκική προσέγγιση

Κεφάλαιο με εξειδικευμένες συμφωνίες μεταξύ Ελλήνων Τούρκων σε μια προσπάθεια του Βενιζέλου να τα βρει με τον Κεμαλ για να προλάβει μεγαλύτερο κακό.
Εδώ φυσικά η χώρα μας κάνει τη μία υποχώρηση μετά την άλλη ενώ η πρόταση του Βενιζέλου ,να βραβευτεί ο Κεμάλ με το Νόμπελ ειρήνης το 1930 αποκρύπτεται παντελώς.



Ας δούμε τι έχουμε λοιπόν.
1925 21 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα η "Σύμβαση Άγκυρας 1925", γνωστότερη ως Συμφωνία Εξηντάρη - Ρουσδή κατά την οποία η Ελλάδα παραιτείται του δικαιώματος επιστροφής των "φυγάδων" της Κωνσταντινούπολης, ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζεται το ζήτημα των "εγκατεστημένων" (établis) στη Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα διευθετούνται το ζήτημα των μουσουλμανικών κτημάτων που δεν είναι ανταλλάξιμα στην Ελλάδα καθώς και το ζήτημα της Δυτικής Θράκης.

· 1926 1 Δεκεμβρίου: Υπογράφεται στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Σύμβαση Αθηνών (1926), η οποία προβλέπει την εξαγορά των μη ανταλλάξιμων κτημάτων και ακινήτων και από τις δύο χώρες.

· 1930 10 Ιουνίου: Υπογράφεται στην Άγκυρα μεταξύ Ελλάδας Τουρκίας η ομώνυμη Σύμβαση Άγκυρας (1930) που προβλέπει γενικά την απάλειψη και οριστική εκκαθάριση των οικονομικών υποχρεώσεων μεταξύ των δύο Χωρών. Τόσο οι ελληνικές περιουσίες στη Τουρκία όσο και οι μουσουλμανικές στην Ελλάδα περιέρχονται στη κυριότητα του τουρκικού και ελληνικού Δημοσίου αντίστοιχα. Παράλληλα μ΄ αυτά ρυθμίζονται τα ζητήματα "φυγάδων" και "εγκατεστημένων" (établis) της Κωνσταντινούπολης καθώς και των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης.
Oι επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων Eλλάδας και Tουρκίας, για την άρση του αδιεξόδου στο οποίο είχαν περιέλθει οι σχέσεις τους μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1920-22, καρποφόρησαν τελικά στα 1930. Oι διαπραγματευτικές επαφές ευοδώθηκαν με την υπογραφή της σύμβασης, που πρόεβλεπε την εκκαθάριση των διμερών διαφορών αναφορικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ως βάση της συμφωνίας οριζόταν η αρχή του συμψηφισμού των περιουσιών των ανταλλαξίμων και μη, ενώ η ελληνική πλευρά υποχρεωνόταν να καταβάλει 425.000 λίρες Aγγλίας, σε αντιστάθμισμα προς την ενέργεια της τουρκικής πλευράς να αποδώσει στους Έλληνες τα καταπατημένα κτήματά τους στην Kωνσταντινούπολη.
Oι όροι της σύμβασης ήταν σαφώς ευνοϊκοί για την Tουρκία και γι' αυτό συνάντησαν τις επιφυλάξεις κάποιων από την ελληνική πλευρά. Mε την επίσκεψη του Bενιζέλου στην ’γκυρα, υπογράφτηκε το σύμφωνο φιλίας ουδετερότητας και διαιτησίας, το οποίο έφθανε στην απαγόρευση της συμμετοχής κάθε πολιτικού ή οικονομικού συνασπισμού, που θα στρεφόταν κατά του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Eπιπρόσθετα, προβλεπόταν συμφωνία στο εμπορικό πεδίο καθώς επίσης και για τους ναυτικούς εξοπλισμούς. Aκολουθώντας τα παραπάνω υπογράφτηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 ένα ακόμα σύμφωνο εγγυήσεως, με σκοπό την προαγωγή των σχέσεων των δύο χωρών "εις καθαράν αμυντικήν συμμαχίαν".
Να και η πρόταση για το Νόμπελ

Oι επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων Eλλάδας και Tουρκίας, για την άρση του αδιεξόδου στο οποίο είχαν περιέλθει οι σχέσεις τους μετά τα αιματηρά γεγονότα του 1920-22, καρποφόρησαν τελικά στα 1930. Oι διαπραγματευτικές επαφές ευοδώθηκαν με την υπογραφή της σύμβασης, που πρόεβλεπε την εκκαθάριση των διμερών διαφορών αναφορικά με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ως βάση της συμφωνίας οριζόταν η αρχή του συμψηφισμού των περιουσιών των ανταλλαξίμων και μη, ενώ η ελληνική πλευρά υποχρεωνόταν να καταβάλει 425.000 λίρες Aγγλίας, σε αντιστάθμισμα προς την ενέργεια της τουρκικής πλευράς να αποδώσει στους Έλληνες τα καταπατημένα κτήματά τους στην Kωνσταντινούπολη.
Oι όροι της σύμβασης ήταν σαφώς ευνοϊκοί για την Tουρκία και γι' αυτό συνάντησαν τις επιφυλάξεις κάποιων από την ελληνική πλευρά. Mε την επίσκεψη του Bενιζέλου στην Άγκυρα, υπογράφτηκε το σύμφωνο φιλίας ουδετερότητας και διαιτησίας, το οποίο έφθανε στην απαγόρευση της συμμετοχής κάθε πολιτικού ή οικονομικού συνασπισμού, που θα στρεφόταν κατά του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. Eπιπρόσθετα, προβλεπόταν συμφωνία στο εμπορικό πεδίο καθώς επίσης και για τους ναυτικούς εξοπλισμούς. Aκολουθώντας τα παραπάνω υπογράφτηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 ένα ακόμα σύμφωνο εγγυήσεως, με σκοπό την προαγωγή των σχέσεων των δύο χωρών "εις καθαράν αμυντικήν συμμαχίαν".

Να και η πρόταση για το Νόμπελ


Κύριε Πρόεδρε,

Για περίπου επτά αιώνες ολόκληρη η Μέση Ανατολή και
μεγάλο τμήμα της Κεντρικής Ευρώπης αποτέλεσαν θέατρο
αιματηρών πολέμων. Κύρια αιτία γι αυτούς ήταν η Οθωμανική
Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων.

Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι του
Σταυρού εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν
και οι διαδοχικές εξεγέρσεις όλων αυτών των λαών που προσέβλεπαν
στην απελευθέρωσή τους δημιουργούσαν μια κατάσταση πραγμάτων
που θα παρέμενε μόνιμη πηγή κινδύνων όσο η Οθωμανική
Αυτοκρατορία διατηρούσε τα ‘ίχνη που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.

Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το
εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε επί των
αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
αστάθειας και μισαλλοδοξίας.

Πράγματι, σπάνια στη ζωή ενός έθνους πραγματοποιήθηκε σε
τόσο λίγο χρόνο μια αλλαγή τόσο ριζική.

Μια παρακμάζουσα αυτοκρατορία που ζούσε υπό θεοκρατικό καθεστώς
στο οποίο οι έννοιες του δικαίου και της θρησκείας συγχέονταν
μετατράπηκε σ`ένα εθνικό και σύγχρονο κράτος, γεμάτο
ενέργεια και ζωή.

Με την ώθηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ
το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταλύθηκε και
το κράτος κατέστη αληθινά κοσμικό. Το έθνος ολόκληρο στράφηκε
προς την πρόοδο, με την θεμιτή φιλοδοξία να ενταχθεί στην
πρωτοπορία των πολιτισμένων λαών.

Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης προχώρησε
από κοινού με όλες εκείνες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που
προσέδωσαν στο νέο κυρίως εθνικό κράτος της Τουρκίας τη
σημερινή του μορφή. Πράγματι η Τουρκία δεν δίστασε να
αποδεχθεί ειλικρινά την απώλεια επαρχιών όπου κατοικούσαν
άλλες εθνότητες και, ικανοποιημένη πραγματικά με τα εθνικά
και πολιτικά της σύνορα όπως καθορίστηκαν από τις Συνθήκες,
έγινε αληθινός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Είμαστε εμείς οι Έλληνες που αιματηροί αγώνες αιώνων μας
είχαν φέρει σε κατάσταση διαρκούς ανταγωνισμού με την Τουρκία
οι πρώτοι που είχαμε την ευκαιρία να αισθανθούμε τις συνέπειες
αυτής της βαθιάς αλλαγής στη χώρα αυτή, διάδοχο της παλιάς
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Από την επόμενη μέρα της Μικρασιατικής καταστροφής,
διαβλέποντας την δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη
Τουρκία, που προέκυψε από τον πόλεμο ως εθνικό κράτος,
της απλώσαμε το χέρι και το δέχτηκε με ειλικρίνεια.

Από αυτήν την προσέγγιση, που μπορεί να χρησιμεύσει ως
παράδειγμα για τη δυνατότητα συνεννόησης ακόμη και μεταξύ λαών
που τους χώρισαν οι πιο σοβαρές διαφορές, όταν αυτοί διαποτιστούν
με την ειλικρινή επιθυμία για ειρήνη, προέκυψαν μόνο καλά,
τόσο για τις δύο ενδιαφερόμενες χώρες όσο και για τη διατήρηση
της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.

Ο άνθρωπος στον οποίο οφείλεται αυτή η πολύτιμη συμβολή στην
ειρήνη δεν είναι άλλος από τον Πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας
Μουσταφά Κεμάλ Πασά.

Έχω λοιπόν την τιμή ως αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930,
όταν η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού συμφώνου σηματοδότησε μια
νέα εποχή στην πορεία της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη,
να υποβάλλω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για
την διακεκριμένη τιμή του βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη.

Με βαθύτατη εκτίμηση

Ε.Κ.Βενιζέλος
Και μια αναφορά στις εκλογες 1932-1933 όπου ο Βενιζέλος ηττάται οριστικά.

Οι εκλογές στις 25 Σεπτεμβρίου 1932 έγιναν από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι εκλογές έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής. Κανένα κόμμα δεν κέρδισε την αυτοδυναμία και το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο, ώστε ήταν πολύ δύσκολη η συνεργασία κομμάτων, για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Μετά από διαβουλεύσεις, κυβέρνηση σχηματίζει ο Παναγής Τσαλδάρης από τις 3 Νοεμβρίου 1932 μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 1933 (Κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη 1932), οπότε αναλαμβάνει ξανά την κυβέρνηση ο Ελευθέριος Βενιζέλος με την Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου 1933 για να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές του Μαρτίου του 1933.
Στο μεταξύ ήδη οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1932 είχαν δείξει ότι τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα είχαν αλλάξει. Έτσι στις εκλογές αυτές διαφάνηκε ότι ο Βενιζελισμός είχε πλέον ξεφτίσει. Και αυτό το γνώριζαν πολύ περισσότερο και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι άμεσοι συνεργάτες του. Έναντι του Βενιζέλου αντιτασσόταν μια συμπαγής αντιβενιζελική παράταξη των Π. Τσαλδάρη, Ι. Μεταξά, οι Μερκουραίοι, οι Ράλληδες Πέτρος και Ιωάννης Ράλλης, κ.ά. Ακόμα και ο Γ. Κονδύλης και Α. Χατζηκυριάκος ήταν μαζί της.
Την παραμονή των εκλογών μια τεράστια λαοθάλασσα αποθέωσε στον Πειραιά τον Π. Τσαλδάρη. Οι δε τότε φήμες, οι περισσότερες εξωφρενικές, οργίαζαν, όπως π.χ. "Ο Βενιζέλος δεν θα παραδώσει την εξουσία", "Θα γίνουν νοθείες", "Θα γίνουν παρανομίες", "Θα χυθεί αίμα" κ.λπ.

Ο αντίπαλος του Βενιζέλου, Παναγής Τσαλδάρης αρχηγός του Λαικού κόμματος

Κάτω από αυτές τις συνθήκες ξημερώνει η ημέρα των εκλογών 5 Μαρτίου που βρίσκει την Αθήνα στρατοκρατούμενη. Συγκεκριμένα το Α΄ Σώμα Στρατού είχε απαγορεύσει το άνοιγμα καταστημάτων. Κίνηση παντός οχήματος, μοτοσυκλέτας, τραμ, κάρου, κ.λπ. είχαν απαγορευτεί Τα πάντα είχαν νεκρωθεί. Ένοπλες ομάδες στρατιωτών κινούμενες με στρατιωτικά οχήματα περιπολούσαν τους κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Στο τότε Υπουργείο των Ναυτικών (στη πλατεία Κλαυθμώνος) οπλισμένο άγημα κάλυπτε το χώρο, στο δε Υπουργείο των Στρατιωτικών, (στη συμβολή Ακαδημίας - Β. Σοφίας, εκεί που σήμερα είναι το μεγάλο κτίριο του ΥΠ.ΕΞ) τον χώρο κάλυπταν ολόκληροι λόχοι. Ο κόσμος εν τούτοις έφθανε στις κάλπες με φανατισμό, αν και σε κάποια τμήματα σημειώθηκαν συμπλοκές και πυροβολισμοί.
Το βράδυ ο Βενιζελισμός είχε κυριολεκτικά σαρωθεί. Ο κόσμος που από το εσπέρας είχε κατακλύσει τις εφημερίδες, περί τις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα όταν πείσθηκε ότι η λαϊκή ετυμηγορία είχε ανατρέψει το βενιζελικό συγκρότημα ξεκίνησε κατά ομάδες και έσμιξε σε μια τεράστια αυθόρμητη πορεία στους δρόμους της Αθήνας με συνθήματα: "Χριστός Ανέστη", "Κάτω οι κλέφτες", "Ανάσταση" κ.λπ.
Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η λειτουργία ραδιοφωνικών σταθμών. Τα αποτελέσματα των εκλογών διανέμονταν αργά αργά με επίσημα σημειώματα στις εφημερίδες απ΄ όπου και γίνονταν η δημοσιοποίησή τους. Τα δε τηλέφωνα της υπαίθρου ήταν μαγνητικά και η μετάδοση των αποτελεσμάτων ήταν ιδιαίτερα αργή.
Τελικά στις εκλογές αυτές ο Εθνικός Συνασπισμός των Βενιζέλου, Μυλωνά,Καφαντάρη, Παπαναστασίου πήρε 46,32 % και 110 έδρες ενώ η Ηνωμένη Αντιπολίτευση των Τσαλδάρη,Κονδύλη,Μεταξά πήρε 46,19% και 136 έδρες. Δύο έδρες και 2,01% πήρε το Αγροτικό κόμμα Ελλάδος του Σοφιανόπουλου το οποίο κατέβηκε στις εκλογές σαν Αγροτικοί Συμπράξοντες και οι διαφωνούντες του κόμματος σαν Αγροτικό Κόμμα.

Την επομένη των εκλογών στις 6 Μαρτίου, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό, το οποίο δε φαίνεται να προσπάθησε σοβαρά να το αποτρέψει ο Ελ. Βενιζέλος, απέτυχε και κατάφερε σοβαρότατο χτύπημα κατά της βενιζελικής παράταξης, της συνταγματικής νομιμότητας, του κοινοβουλευτικού θεσμού και της αβασίλευτης δημοκρατίας, για τη σωτηρία της οποίας επιχειρήθηκε. Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Πλαστήρας πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό.

Στις 6 Μαρτίου διορίζεται μεταβατική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και στις 10 Μαρτίου 1933 ορκίζεται Πρωθυπουργός ο Παναγής Τσαλδάρης, Κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη 1933. Τρεις μήνες αργότερα, στις 6 Ιουνίου επιχειρήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

IT IS BOOKS AGAIN ( Ή αλλιώς ,τα βιβλία του Ιανουαρίου)

Φαίνεται πως η λιτότητα μας έχει χτυπήσει για τα καλά και έτσι και αυτό τον μήνα ολοκλήρωσα μόνο δύο βιβλία.
Τι και αν είχαν πολλές σελίδες , ο ρυθμός ανάγνωσης έχει πέσει απελπιστικά.
Θα διορθωθεί όμως αυτό ,που θα πάει ;
Έχουμε και λέμε λοιπόν.
Ο μήνας ,άρα και ο χρόνος άρχισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ,με τον εξαιρετικό συγγραφέα του καιρού μας , τον Jonathan Coe. Το τελευταίο του έργο τιτλοφορείται Expo 58 και χρησιμοποιεί σαν αφετηρία τη ομώνυμη διεθνή έκθεση που έγινε στις Βρυξέλλες το 1958 και από ότι πληροφορούμαστε αποτέλεσε το πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των επιτευγμάτων του ανατολικού και του δυτικού κόσμου.
Κάπου εκεί μπαίνει και ο ήρωας μας ο οποίος εξαργυρώνοντας τον προηγούμενο άψογο βίο του στο υπουργείο εξωτερικών μετατίθεται στις Βρυξέλλες με σκοπό να επιμεληθεί του αγγλικού περιπτέρου.
Παράλληλα λοιπόν με αυτόν τον κόσμο των ανταγωνισμών και της κατασκοπείας ερχόμαστε σε επαφή με ένα μικρόκοσμο με συναισθηματικές εμπλοκές ,ανταγωνισμούς , ζήλειες και αλλά πολλά καθημερινά που ο Κόου με τη μαστοριά που τον διακρίνει, τα υφαίνει τόσο αριστοτεχνικά ώστε στο τέλος αισθάνεσαι ότι έχεις δεχτεί ένα καταιγισμό από συναισθήματα στο στομάχι.
Ο εν λόγω συγγραφέας είναι ανυπέρβλητος στη δοσολογία που ενσταλλάζει το κάθε ερέθισμα . Με αυτόν τον τρόπο παρότι το στόρι έχει έντονα στοιχεία love affair δε γίνεται ποτέ μελό.

Περιμένω εναγωνίως το επόμενο βιβλίο του.
Το δεύτερο και τελευταίο βιβλίο είναι ένα ιστορικό βιβλίο περί της ληστείας στην Ελλάδα με κεντρικό πρόσωπο τον Φώτη Γιαγκούλα ο οποίος σύμφωνα με τον Τζανακάρη που έγραψε το βιβλίο ,θεωρείται ο σημαντικότερος των ληστών.
Η ληστεία στην Ελλάδα ξεκινά αμέσως μετά την απελευθέρωση και διάγει ένα βίο παράλληλο με την ελληνική ιστορία επί εκατό χρόνια οπότε και ξεριζώνεται από τον Βενιζέλο αρχικά και τον Μεταξά οριστικά.
Παρ'όλα αυτά εμείς δεν μαθαίνουμε ποτέ σχεδόν τίποτα για το σημαντικό αυτό κεφάλαιο στην ιστορία της χώρας μας.

Χρήσιμο βιβλίο γιατί παράλληλα με τα ανδραγαθήματα των ληστών και των διωκτών τους, παρουσιάζει και πολλά παραλειπόμενα από την ελληνική ιστορία .
Αξιόπιστο βιβλίο με εγγύηση, το ίδιο το όνομα του συγγραφέα του.



Και επί τη ευκαιρία ένα βελγικό γκρουπ.

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΑ 3. Η αποζημίωση των ανταλλαξίμων

Περνάμε σε ένα κεφάλαιο το οποίο στη συνολική ιστορική θεώρηση είναι ασήμαντο, εδώ όμως το δίνουμε ιδιαίτερη βάση.
Είναι αναφορά σε μια γραφειοκρατική ,διεκπεραιωτική διάρθρωση της Μεικτής Επιτροπής.
Παραθέτω εδώ συγκεκριμένη μαρτυρία απογόνου πρόσφυγα ,για το πως έγινε ο χειρισμός της αποζημίωσης από το ελληνικό κράτος.
Ένα μήνα περίπου πριν φύγουν από την Τουρκία τον Μάϊο του 1924 έρχονται οι Ειδοποιήσεις δήλωσης εκκαθαρίσεως κινητής και ακίνητης περιουσίας που έπρεπε να υποβάλλουν στη μικτή επιτροπή για να γίνει η εκκαθάριση των περιουσιακών τους στοιχείων. Στα έντυπα αυτά ανέφεραν αναλυτικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία που άφηναν στην Τουρκία: σπίτια, αγρούς, οικόπεδα, έπιπλα κ.λ.π Τις δηλώσεις αυτές τις υπέβαλαν στο Γραφείο Ανταλλαγής Γιαννιτσών τον Ιούνιο του 1924.



Το έργο της εκτίμησης των περιουσιών όμως προχωρούσε αργά και η δυσφορία του προσφυγικού κόσμου, που βρισκόταν σε απόγνωση, μεγάλωνε. Έτσι, υιοθετήθηκε η λύση να δοθεί μια προκαταβολή μέχρι την τελική αποπληρωμή της αξίας της περιουσίας που εγκαταλείφθηκε στην Τουρκία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο προέβαινε σε προσωρινή εκτίμησή της. Στόχος ήταν η επιτάχυνση της διαδικασίας της αποζημίωσης χωρίς να επιβαρυνθεί πολύ ο κρατικός προϋπολογισμός και γι’ αυτό αποφασίστηκε η έκδοση ομολόγων με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Η Εθνική Τράπεζα ανέλαβε να πληρώσει στους ανταλλάξιμους την προκαταβολή αυτή η οποία άγγιζε το 20% της προσωρινής αποζημίωσης και δόθηκε σε μετρητά, ενώ ένα μέρος σε ομολογίες.

Η προσωρινή εκτίμηση των περιουσιών έγινε με βάση τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν στα κατά τόπους Γραφεία Ανταλλαγής. Οι αιτήσεις των δικαιούχων θα εξετάζονταν από ειδικές επιτροπές προσφύγων, συμπατριωτών των ενδιαφερομένων. Εάν θεωρούνταν ανακριβείς, προβλεπόταν αναθεώρησή τους από ένα Ανώτατο Συμβούλιο. Καθορίστηκαν επίσης τα περιουσιακά στοιχεία για τα οποία καταβαλλόταν αποζημίωση. Η προκαταβολή θα δινόταν σε εκείνους που δεν είχαν μέχρι τότε αποκατασταθεί. Μάλιστα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο σχετικό απόσπασμα αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που επιδέχονταν αποζημίωση, όπως τα ακίνητα σε αστικές και αγροτικές περιοχές, το κινητό μέρος της περιουσίας που δεν εκποιήθηκε ούτε μεταφέρθηκε, καθώς επίσης και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις με τα προϊόντα και τα έσοδα τους. Παράλληλα, σε κάποιες περιπτώσεις ένας αριθμός προσφύγων έχασε την προθεσμία υποβολής αίτησης είτε εξαιτίας ασθένειας είτε λόγω φυλάκισης ή ανηλικιότητας.




Η μικτή επιτροπή κατέληξε σε μία έστω κατά προσέγγιση εκτίμηση των περιουσιών, όμως η τελική εικόνα ήταν η απροσμέτρητη αδικία των ξεριζωμένων. Κανένας δεν ανέκτησε ισόποση περιουσία αυτής που άφησε….

Για παράδειγμα η οικογένεια του προπάππου μου Γεωργίου Αθανασίου Ιακωβάκογλου ήταν πολύ πλούσια. Εκτός από 400 στρέμματα χωράφια, είχε παντοπωλείο και χάνι στο χωριό. Το σπίτι τους ήταν τριώροφο και βρισκόταν στο κέντρο του χωριού δίπλα από το Τσινάρ. Είχαν πολύ ωραία έπιπλα και πάρα πολλές εικόνες. Λέγεται δε ότι όταν ο μητροπολίτης επισκέπτονταν το Τσακήλι, πρώτα πήγαινε να προσκυνήσει τις εικόνες στο σπίτι του παππού και μετά πήγαινε στην εκκλησία.



Και εδώ η περίφημη διχοτόμηση της δραχμής όπου όλα τα χαρτονομίματα κοπήκαν στη μέση.
Δυστυχώς ο παππούς κατά την ανταλλαγή ήταν μεγάλης ηλικίας και είχε μόνο δυο κορίτσια, γι αυτό δεν μπόρεσε να μεταφέρει πολλά πράγματα και τα περισσότερα τα άφησε στο σπίτι. Το μόνο που μετέφεραν ήταν το εικονοστάσι , λίγες εικόνες και ένα μπαούλο με την προίκα των κοριτσιών. Για την περιουσία που άφησε αποζημιώθηκε με το ποσό των 20.000 σε ομολογίες, οι οποίες όμως ουδόλως ανταποκρίνονταν στο ύψος της περιουσίας του.